του Γιώργου Κοροπούλη
Ένα βράδυ του 2008, περασμένα, πολύ περασμένα μεσάνυχτα, ο Δημήτρης, η Λουίζα, ο Ηρακλής κι εγώ αποφασίζουμε να προεκτείνουμε την ολονυχτία σε άλλο μπαρ, εκτός Εξαρχείων! Ζητάω να κάνει το ταξί μια στάση κάτω απ’ το σπίτι μου, ανεβαίνω και ρίχνω στην τσάντα Παπατσώνη. Στο άθλιο μπαρ που βρεθήκαμε, στη Μαβίλη, γινόταν χαμός. Φέρνω, μες στον ορυμαγδό, την κουβέντα στον Παπατσώνη ξέροντας πόσο τον αγαπάει ο Αρμάος – και αναμένω την αντίδραση: στίχους που θυμάται από το Τα εις εμαυτόν και «ρε γαμώτο, γιατί να μην το έχουμε να το διαβάσουμε τώρα;».
Οπότε ανασύρω το βιβλίο, του το δίνω κι ανάβουμε γύρω του αναπτήρες σαν σε παρωδία συναυλίας. Αυτά θα ήσαν γραφικότητες, μπορεί και πόζα, αν δεν επρόκειτο για τον Αρμάο, που μιλούσε τη γλώσσα της βαθιάς, παθιασμένης γνώσης και της αγάπης για τα ποιήματα, εκείνης που αν δεν την έχεις γέγονες χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον, και που ποτέ καμιά πόζα δεν τον άγγιξε. Κι έτσι, ενώ γύρω μας κοιτάνε άναυδοι, ο Δημήτρης, ο ντυμένος δημόσιος υπάλληλος, ο πράος, φιλικός, διαλλακτικός και βαθιά, ώς το μεδούλι αντισυμβατικός, αρχίζει να διαβάζει με τη χαρακτηριστική, θερμή, απλόχωρη φωνή του: Τ’ αγαπημένα, τα ορθάνοιχτα χρόνια της ζωής μου, / που τα σφαλήσανε στην άπνοια και την καταχνιά – / ό,τι με στέρησαν, που να τα ξαναβρώ; / Προσπάθησα με τις αφαίρεσες ν’ αναπληρώσω / αρμύρες, άστρα, δέντρα, πολιτείες` / ήρθε και με συντρόφεψε η μελέτη / σκληρή κι αυτή, μου φώτισε το τί έχω χάσει… / Προσπάθειες μάταιες, φτωχικές` πως θ’ αναπλήρωνεν / ο θάνατος τη ζωή, κ’ οι ξεραΐλες / πλούσια χλωρίδα των καλών καιρών; / Μην οι νεκροί αναστήσονται κ’ αινέσουσί σε;… / Κλείστηκα και μονώθηκα με την αγάπη – / τη βαθύρριζη αγάπη, την πολύ πιστή – / κι ήταν πηγάδι αστέρευτο η ευφροσύνη, / μ’ έγνοιες, με μέριμνες και με στοργές, / σύνεργα που γεμίζανε τους αδειασμένους / κι αμελημένους χώρους μιάς άθλιας ψυχής… / Άλλα ήρθαν και τα κόψανε τα νήματα! / Μου στρέβλωσαν την αρμονία και της αγάπης! / Ούτε αυτήν δεν μου αφήκαν` μάταιες οι έγνοιες / κούφιες οι μακρόσυρτες προσευχές! /Και τάχα τώρα ποια πλέον προσμονή / ή ποια στροφή θα μου αποδώση ό,τι αφαιρέθη; / Και το άδικο τόσο μεγάλο / θαν το αστερώση, / για ναν το βλέπουν οι μελλούμενοι στις νύχτες τους / και ν’ ´ανακράζουν: / Βλέπεις τούτα τ’ άστρα, / μόλις θεατά, με τα στριμμένα σχήματα; / Είναι η σφραγίδα της δυστυχίας κάποιου Παπατσώνη, / που τόσο υπόφερε, τότε που μάχονταν όλοι οι ανθρώποι, / χρόνια κλεισμένος στον περίβολο της μάντρας του, / χτυπημένος από βολίδα του κακού…
Ο Ξενοφών γνώρισε τον Δημήτρη το ’80, ακούγοντάς τον από τον φωταγωγό ν’ απαγγέλλει μόνος του Σολωμό.
Τώρα που τον χτύπησε η βολίδα του κακού, επιμένω να τον ακούω να απαγγέλλει. Τα άλλα, τα πολλά που αξίζουν στον παιδαγωγό, τον επιμελητή κειμένων, τον ποιητή, θα τα πούμε αργότερα.