Του Σωτήρη Ρούσσου *
Παρατηρώντας τη θέση της Τουρκίας τόσο προς τη Μέση Ανατολή αλλά κυρίως προς δυσμάς, προς την Ευρώπη, διαπιστώνει κανείς δύο φαινόμενα που χρήζουν εξήγησης. Το πρώτο είναι ότι, ενώ η Ουάσιγκτον παίρνει αποστάσεις από τις πολιτικές της Άγκυρας (στην καλύτερη περίπτωση διακατέχεται από δυσπιστία και στη χειρότερη από εχθρότητα προς αυτές), η Ε.Ε. και κυρίως οι ηγετικές δυνάμεις της, Γερμανία και Γαλλία, στηρίζουν όλο και περισσότερο τον Ερντογάν και την κυβέρνησή του.
Σε μια σειρά επισκέψεων στην Τουρκία, Γερμανοί αξιωματούχοι, από την ίδια την Καγκελάριο ως υψηλόβαθμους αξιωματούχους, απέστρεψαν τους οφθαλμούς των από τη βαριά και απαράδεκτη για τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων – όχι μόνο κατά των Κούρδων και άλλων εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων, αλλά και κατά Τούρκων δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών και ακτιβιστών. Ουσιαστικά έδωσαν συγχωροχάρτι στην Τουρκία για όλες αυτές τις κατάφωρες παραβιάσεις που φαλκιδεύουν οποιαδήποτε έννοια δημοκρατίας. Την ίδια στιγμή τόσο η Γερμανία όσο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπραγματεύτηκαν και υπέγραψαν συμφωνία με την Τουρκία για το προσφυγικό, χαρακτηρίζοντάς την «ασφαλή χώρα», παραβλέποντας την άρνηση της Τουρκίας να υπογράψει τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες, τα χιλιάδες προσφυγόπουλα από την Συρία που εργάζονται με συνθήκες σκλαβιάς στα τουρκικά εργοστάσια, την πλημμελή, για να το θέσουμε με τον ηπιότερο τόνο, καταγραφή των προσφύγων και μεταναστών στο έδαφος και άλλα πολλά.
Και όλα αυτά θα μπορούσε να τα δεχθεί κανείς ακολουθώντας την κυνική αντίληψη ότι η Ε.Ε. έχει ούτως ή άλλως κάνει συμφωνίες με δικτατορικά και αυταρχικά καθεστώτα στη Μεσόγειο και αλλού. Φυσικά, αλλά κανένα από αυτά δεν είχε την ιδιότητα του υποψήφιου κράτους μέλους της Ε.Ε. Διότι αυτή και μόνο η ιδιότητα έπρεπε να καθιστά υποχρεωτική τη συμμόρφωση της Τουρκίας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, είτε αυτό αφορά τα ανθρώπινα, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα είτε τις συμβάσεις για την προστασία των προσφύγων. Έπρεπε αυτή η συμμόρφωση να είναι βασική προϋπόθεση για το άνοιγμα οποιασδήποτε διαπραγμάτευσης των κεφαλαίων της τουρκικής ενταξιακής διαδικασίας. Αντ’ αυτού η Τουρκία θέτει ως όρο για τη διαπραγμάτευση την αποσιώπηση της μη συμμόρφωσής της.
Εδώ φτάνουμε στο δεύτερο φαινόμενο που πρέπει να εξηγηθεί. Όταν στη δεκαετία του 1990 και του 2000 συζητιόταν σε πολιτικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους το θέμα της ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε., πρυτάνευε το σχήμα της «κοινωνικοποίησης». Δηλαδή ότι η Τουρκία και οι ελίτ της, εμπλεκόμενες στις ενταξιακές διαδικασίες και ακόμη περισσότερο στις δομές και τους μηχανισμούς της Ε.Ε., θα προσαρμοζόταν στο νέο διεθνή «κοινωνικό» χώρο και θα ακολουθούσε με ταχύτερους ή πιο αργούς ρυθμούς τους κανόνες και τις νόρμες που επικρατούσαν σε αυτόν, αλλάζοντας τη συμπεριφορά της στα διεθνή και εσωτερικά ζητήματα. Αυτό φάνηκε να επιτυγχάνεται στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν, αλλά γρήγορα αποδείχθηκε ότι είχε τακτικό και όχι στρατηγικό χαρακτήρα. Ο Ερντογάν χρησιμοποίησε αρχικά την ανάγκη της ευρωπαϊκής «κοινωνικοποίησης» για να ξεμπερδεύει με εσωτερικούς αντιπάλους στο στρατό, στο δικαστικό σώμα και το βαθύ κράτος. Αλλά στη συνέχεια, και καθώς ξεδιπλωνόταν ο αυταρχικός χαρακτήρας της διακυβέρνησης του Ερντογάν και του ΑΚΡ, η διαδικασία αυτής της «κοινωνικοποίησης» εξαερώθηκε. Αντί όμως της προσαρμογής της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, προσαρμόζεται η Ε.Ε. στο ερντογανικό «κεκτημένο», δημιουργώντας την εικόνα μιας αντεστραμμένης «κοινωνικοποίησης».
Οι λόγοι της αντεστραμμένης «κοινωνικοποίησης»
Μπορούμε να αναζητήσουμε τρεις λόγους για την αντιστροφή αυτή. Ο πρώτος λόγος είναι η μετατροπή της σχέσης Ε.Ε.-Τουρκίας σε σχέση Γερμανίας-Τουρκίας. Για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 2016 το Βερολίνο αποφασίζει να προχωρήσει στο σχήμα της διακυβερνητικής διαβούλευσης μεταξύ των δύο χωρών με τακτικές συναντήσεις των δύο πρωθυπουργών και υπουργών. Το σχήμα αυτό έχει υιοθετηθεί από τη Γερμανία για λίγες περιπτώσεις κρατών. Μετά τη γερμανική ενοποίηση, έχει εφαρμοστεί στις περιπτώσεις της Πολωνίας, της Ρωσίας, του Ισραήλ, της Κίνας, της Ινδίας, της Ολλανδίας και της Βραζιλίας και βέβαια σε συνεχή βάση με το Παρίσι. Για τη γερμανική εξωτερική πολιτική η Τουρκία βρίσκεται στην πολύ υψηλή 11η θέση των πιο σημαντικών εξωτερικών σχέσεων, παρά τα σημαντικά προβλήματα και τις προκλήσεις που δημιουργεί. Άλλωστε, το εισαγωγικό/εξαγωγικό εμπόριο μεταξύ Τουρκίας και Γερμανίας αυξήθηκε κατά 80% τα τελευταία δέκα χρόνια, και περίπου 6.400 γερμανικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στην Τουρκία με επενδύσεις 8,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων την περίοδο 2002-2015. Η χώρα αυτή παραμένει μία από τις σημαντικότερες χώρες-κόμβους για τους ενεργειακούς δρόμους, ιδιαίτερα όταν το ιρανικό φυσικό αέριο θα είναι διαθέσιμο στη διεθνή αγορά. Και δεν πρέπει να ξεχνά κανείς τη σημασία των τουρκικών κοινοτήτων στην Γερμανία, οι οποίες έχουν μείνει μάλλον απρόσβλητες από το τζιχαντιστικό φαινόμενο.
Δεύτερον, πολλά κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης βλέπουν στην περιοχή από το Μαρόκο μέχρι το Πακιστάν ένα τεράστιο «τόξο αστάθειας» που είναι δυνατόν να τα προσεγγίσει είτε με τη μορφή προσφυγικών ρευμάτων είτε με τη ριζοσπαστικοποίηση των μουσουλμανικών κοινοτήτων τους είτε με την απειλή τρομοκρατικών επιθέσεων. Απέναντι σε αυτό το «τόξο» αναζητούν ισχυρά κράτη της εγγύς περιφέρειας που θα είναι ικανά να αποτελέσουν ανάχωμα έναντι τέτοιων κινδύνων. Πρόκειται για μια πολιτική που θυμίζει τη στρατηγική της ύστερης και μάλλον παρηκμασμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που προσπαθούσε να ανακόψει την επέλαση των «βαρβαρικών» φυλών με τη χρήση συνοριακών ηγεμόνων και εθνών, τάζοντας τους χρήματα, αυτονομία κινήσεων και γάμους με πριγκιπικές οικογένειες της αυτοκρατορίας. Η αναζήτηση τέτοιων περιφερειακών κρατών από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις παίρνει επείγοντα χαρακτήρα όσο γίνεται εμφανέστερη η πρόθεση των ΗΠΑ να απαγκιστρωθούν από τη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή. Βέβαια η Τουρκία έχει μια προϊστορία εκμετάλλευσης της θέσης του αναχώματος είτε απέναντι στη Σοβιετική Ένωση στον Ψυχρό Πόλεμο είτε, παλαιότερα, ως Οθωμανική Αυτοκρατορία απέναντι στη Ρωσία. Αυτό το τελευταίο ίσως να επανέλθει μετά την ψύχρανση των σχέσεων Άγκυρας και Μόσχας και την πρόσφατη συμφωνία συνεργασίας Τουρκίας-Ουκρανίας.
Τέλος, η «προσαρμογή» της Ε.Ε. και των θεσμών της στον τουρκικό αυταρχισμό έχει και μια «εσωτερική» εξήγηση. Η Ε.Ε. και πολλά κράτη-μέλη έχουν τα τελευταία χρόνια αποκτήσει μια εξαιρετικά γκρίζα αντίληψη για την προστασία των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και το σεβασμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Δικαιώματα και λαϊκή βούληση παραγνωρίζονται ή καταπατώνται στο όνομα της νεοφιλελεύθερης οικονομικής «τάξης» και της ασφάλειας. Μια νέα σειρά πολιτικών ελέγχου, παρακολούθησης και πειθάρχησης διαμορφώνονται μέσα από Μνημόνια, ενιαίες ευρωπαϊκές συνοριοφυλακές και προγράμματα ασφάλειας βασικών υποδομών. Μια τέτοια Ε.Ε απέχει πολύ από τον αστικό φιλελεύθερο χαρακτήρα της των δεκαετιών του 1970, του 1980, ακόμη και του 1990. Και θα μπορεί να συνεργάζεται στενά με αυταρχικά καθεστώτα υπό ένταξη ή ακόμη, γιατί όχι, να ανέχεται και στους κόλπους της «αναγκαίες» αυταρχικές εκτροπές…
* Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr