«Το κρίσιμο ερώτημα για τους Δημοκρατικούς στη Φιλαδέλφεια (στο Συνέδριο για το χρίσμα) ήταν αυτό που τέθηκε, έμμεσα, από τον Σάντερς: αποδεχτείτε την πραγματικότητα ή απομονωθείτε σε ουτοπικές φαντασιώσεις. Αυτό είναι ένα ιδιαίτερο πρόβλημα για τους φιλελεύθερους, που ονειρεύονται ένα καλύτερο κόσμο, με καλύτερους ανθρώπους∙ τείνουν, ως εκ τούτου, να είναι αδικαιολόγητα αισιόδοξοι για τη δυνατότητα της κυβέρνησης να κάνει τα πράγματα σωστά».

Πολλοί από τους υποστηρικτές του Μπέρνι Σάντερς που συμμετείχαν στο συνέδριο είχαν κλείσει με μονωτική ταινία το στόμα τους και μερικοί έκλαιγαν ακούγοντάς τον να εκφράζει την υποστήριξή του στη Χίλαρι Κλίντον για το προεδρικό αξίωμα υπαναχωρώντας από ό,τι έλεγε με τόση θέρμη και πειθώ όσο διαρκούσε η διεκδίκηση του χρίσματος.

«Η λογική της ομιλίας του, η πραγματικότητα του πολιτικού συμβιβασμού, ήταν δύσκολο να αντικρουστεί… Οι απροσάρμοστοι πιστοί του περιθωριοποιήθηκαν αποτελεσματικά από τον ηγέτη τους σε μια θυμωμένη σκλήθρα αριστερο-φιλελεύθερων εξτρεμιστών».

«Κοιτώντας τον Μπέρνι Σάντερς βλέπω ένα προφήτη της Παλαιάς Διαθήκης να γκρινιάζει για απληστία και διαφθορά. Υπάρχει χώρος και γι’ αυτό στα αμερικάνικα πολιτικά πράγματα, αλλά όχι στο Λευκό Οίκο – ας θυμηθούμε τη λείανση που έκανε ο Μπαράκ Ομπάμα τα προηγούμενα οκτώ χρόνια… Η ‘‘πραγματικότητα’’ μπορεί να αποτελεί ένα εξαιρετικό μήνυμα σ’ αυτή την ώρα του ανέμπνευστου καύσωνα».

Αυτά γράφει ο Joe Klein, στο περιοδικό Time (8 Αυγ. 2016), πρώην της αμερικάνικης Νέας Αριστεράς και νυν θιασώτης του «δημοκρατικού ρεαλισμού».

Αυτήν την «πραγματικότητα» επικαλούνται οι απανταχού «προοδευτικοί ρεαλιστές» για να μην καν αποπειραθούν να αλλάξουν την πραγματικότητα. Και οι οποίοι αποτελούν το καλύτερο ανάχωμα που θα μπορούσε να έχει η ολιγαρχία για να διατηρήσει την εξουσία και τα προνόμιά της χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε πιο ακραία μέσα καταστολής των κοινωνικών αντιδράσεων. Με «προοδευτικούς ρεαλιστές» που δεν είναι αναγκαστικά εντεταλμένοι της, αλλά αυτοβούλως μεταλλάσσονται και εντάσσονται στη λογική της, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού όλους εκείνους που τους πίστεψαν, τους ανέδειξαν και τους προώθησαν στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας.

 

Η αλλαγή είναι νόμος του σύμπαντος

Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Στο όνομα αυτής της «πραγματικότητας» μεταμορφώθηκαν στο αντίθετό τους όλα τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας και σχεδόν όλα της παραδοσιακής Αριστεράς, από τους πιο ευεπίφορους ευρωκομμουνιστές μέχρι τους δογματικούς σοβιετόφιλους κομμουνιστές, ακόμα και τους επαναστάτες μαοϊκούς που έγιναν πράσινοι, πορτοκαλί, μπλε έως και μελανοί. Αλλά με το ταχύ πέρασμα από το κοινωνικό και πιο εξισωτικό μοντέλο στο πιο επιθετικό, πολεμοχαρές, αντιδημοκρατικό και αντιλαϊκό, το κατά παράδοξο τρόπο αποκαλούμενο νεοφιλελεύθερο, με ό,τι καταστροφικό συνεπάγεται για τις κοινωνίες, τους εργαζόμενους, τα κράτη και τις χώρες, μια νέα ανάγκη γεννήθηκε. Για εναλλακτικές λύσεις, για διαφορετικά μοντέλα, για άμυνα στην επίθεση, για ανάσχεση της λεηλασίας του δημόσιου και ιδιωτικού χώρου, από τις περιουσίες μέχρι τους θεσμούς και τα δικαιώματα, ακόμα και για ανατροπή της φθίνουσας πραγματικότητας. Και απ’ αυτή την ανάγκη, μια άλλη φουρνιά πολιτικών και πολιτικών δυνάμεων ήρθε στο προσκήνιο για να την εκφράσει και ικανοποιήσει. Αλλά το γεγονός ότι αυτή η φουρνιά δεν είναι καθόλου νέα, αλλά προέρχεται από τα πιο συντηρητικά ή φθαρμένα σπλάχνα της παλιάς Αριστεράς, αποδείχτηκε ότι αποτελεί ένα σοβαρό εκ γενετής πρόβλημα. Γιατί κουβαλάει όλη τη μιζέρια του μαραζωμένου παλιού και δεν είναι έξω από την τετελεσμένη ενσωμάτωση. Ο ριζοσπαστισμός της εξαντλείται στο λόγο και σε μερικές αποσπασματικές δράσεις που δημιουργούν την ψευδαίσθηση του εναλλακτικού χωρίς, όμως, να ξεφεύγει από την επιτρεπτή «πραγματικότητα» οι συντεταγμένες της οποίας ορίζονται από την κυρίαρχη εξουσία.

Αλλά αυτή η προσαρμογή, μετάλλαξη ή, επί το λαϊκότερον, κωλοτούμπα, δεν γίνεται μηχανιστικά. Εμπεριέχει τη βούληση των εμπλεκομένων να μην ανατρέψουν την «πραγματικότητα», παρά μόνο να την αμφισβητήσουν προκειμένου, στην καλύτερη περίπτωση, να πείσουν τα κέντρα εξουσίας να αυτομεταρρυθμιστούν. Γι’ αυτό, διαπιστώνοντας στην πορεία ότι η εξουσία δεν έχει καμία τέτοια διάθεση, μόλις φτάσουν στο κρίσιμο σημείο τριβής μαζί της ανακρούουν πρύμναν και υποτάσσονται.

Αλλά είναι αυτό αναπόφευκτο και μοιραίο; Είναι πράγματι μία η «πραγματικότητα», η δική τους; Σταθερή, απαράλλαχτη, απαραβίαστη και αιώνια; Ή είναι μία «πραγματικότητα» που επιβάλλεται και συντηρείται με νοθεία, παραπλάνηση, εξαγορά, φόβο και καταναγκασμό;

Εάν ίσχυε αυτό, εάν δηλαδή η πραγματικότητα είναι μία και δεν αλλάζει, κατά το γνωστό ΤΙΝΑ (There is no alternative) της Θάτσερ, όλοι οι νόμοι του σύμπαντος θα ήταν άχρηστοι. Οι καπιταλιστικές χώρες θα αποτελούσαν τη μοναδική εξαίρεση. Θα παρέμεναν ίδιες και αμετάβλητες στο διηνεκές. Η ιστορία θα σταματούσε, θα έφτανε στο τέλος της, όπως υποστήριξαν θριαμβολογικά οι διανοούμενοι του συστήματος και ο απόηχός του αποφθέγματός τους διατηρεί την επιρροή του μέχρι τις μέρες μας.

Όσο εκτυφλωτικές κι αν είναι οι επιπτώσεις στην κοινωνία από την αλαζονεία των ισχυρών, οι πολίτες μέσα από την ίδια τους την εμπειρία, την ιστορική και την τρέχουσα, γνωρίζουν ή συναισθάνονται ότι η πραγματικότητα είναι ρευστή και διαρκώς μεταβαλλόμενη. Οι πολίτες δεν είναι ανεπηρέαστοι από την κυρίαρχη άποψη ότι η «πραγματικότητα» είναι αυτή που είναι και όποιος τολμήσει να την αλλάξει θα αποτύχει και θα υποστεί βαριές συνέπειες, αλλά όταν ενδυναμώνουν, συσπειρώνονται και βγαίνουν στο προσκήνιο αυτή η «πραγματικότητα» δεν τους φαίνεται τόσο άκαμπτη, τόσο στέρεα και τόσο αμετάβλητη.

Υπάρχει, λοιπόν, σε εξέλιξη μια συνεχής πάλη ανάμεσα στην «πραγματικότητα» και την πραγματικότητα.

 

Τέρμα στις πλαστές ελπίδες

Τι συμβαίνει, λοιπόν; Είναι τόσο ισχυρή η «πραγματικότητα» του κυρίαρχου συστήματος που εκτροχιάζει και εξουδετερώνει την αμφισβήτησή της; Ή είναι τόσο αδύνατη, αδιαμόρφωτη και αφομοιώσιμη η αντίδραση της κοινωνίας;

Και πώς μπορεί να αλλάξει αυτή η «πραγματικότητα»; Ποια είναι τα ισχυρά και ποια τα αδύνατα σημεία της; Είναι θέμα τύχης, ωρίμασης ή νομοτέλειας η αλλαγή της;

Μια ποιοτική αλλαγή είναι ότι είκοσι χρόνια πριν η αμφισβήτηση της «πραγματικότητας» αυτής ήταν από ανύπαρκτη έως πολύ ασθενική. Σήμερα, η αμφισβήτηση, με όποια μορφή κι αν εκδηλώνεται, είναι εμφανής, εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως και γίνεται συνεχώς ισχυρότερη.

Δυστυχώς, η μετάλλαξη της Αριστεράς, σοσιαλδημοκρατικής και ριζοσπαστικής, όχι μόνο περιορίζει το πεδίο διαφυγής, αλλά διοχετεύει και την αναπτυσσόμενη κοινωνική δυναμική σε μορφές αντίδρασης που εγκλωβίζουν αντί να απελευθερώνουν την προοπτική της αλλαγής.

Και μ’ αυτή την έννοια, οι περιπτώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, του Σάντερς, μάλλον και των Ποδέμος, αξεκαθάριστη ακόμα του Κόρμπιν, απορροφούν τους κραδασμούς των κοινωνιών και παρατείνουν την κλονισμένη βιωσιμότητα της «πραγματικότητας», αντί να θεμελιώνουν βήμα-βήμα την διάδοχη πραγματικότητα που μέσα στις κοινωνίες κοιλοπονεί.

Όσο πιο πολύ εφάπτονται οι δύο πραγματικότητες, η δική τους και η δική μας, τόσο πιο δύσκολο είναι να αναπτυχθεί ένα κίνημα αλλαγής. Όταν, όμως, αυτές οι πραγματικότητες αρχίζουν να απομακρύνονται και να εφάπτονται όλο και λιγότερο, τότε η επιθυμία για αναπροσαρμογή και αλλαγή μεταβάλλεται αναπόφευκτα σε αναγκαιότητα. Αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο και υπό ορισμένες προϋποθέσεις καθοριστικό, όπως η κυρίαρχη μαζική κουλτούρα, οι εξωτερικοί παράγοντες, οι τοπικές ιδιαιτερότητες, ο υποκειμενικός παράγοντας κ.λπ.

Γι’ αυτό η πάλη για την αλλαγή της πλαστής «πραγματικότητας» πρέπει να είναι πολύμορφη. Δεν αρκούν οι δυσμενείς οικονομικές συνθήκες, όσο κι αν η σημασία τους είναι καθοριστική.

Βασική προϋπόθεση είναι να καταλάβει ο κόσμος ότι αυτές οι δύο πραγματικότητες είναι αντίθετες μεταξύ τους. Ότι κάθε προσπάθεια ταύτισης ή συγκερασμού τους είναι μια μεγάλη απάτη, καταστροφική. Είναι άλλη η δική τους «πραγματικότητα» και άλλη η δική μας. Κι ανάμεσά τους υπάρχει ένα χάσμα αγεφύρωτο. Να καταλάβουμε, λοιπόν, ότι τέρμα στις αυταπάτες, τέρμα και στους δημαγωγούς.

 

Στέλιος Ελληνιάδης

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!