Κορυφώνεται η ανησυχία για την προσπάθεια επιβολής ενός χειρότερου «Σχεδίου Ανάν»
Του Ζαχαρία Ρουστάνη
Στην κατάμεστη αίθουσα της Παλαιάς Βουλής πραγματοποιήθηκε, την Τετάρτη, εκδήλωση με τίτλο Η Κύπρος που αντιστέκεται, την οποία συνδιοργάνωσαν η Συμπαράσταση Αγώνα Κύπρου και η Συντονιστική Επιτροπή Υποστήριξης Αγώνα για Ελεύθερη Κύπρο (ΣΕΥΑΕΚ), με βασικούς ομιλητές τον Μαρίνο Σιζόπουλο, πρόεδρο του Κ.Σ. της ΕΔΕΚ, και τον Γεώργιο Λιλλήκα, πρόεδρο της Συμμαχίας Πολιτών. Συντονιστής ήταν ο πρόεδρος της ΣΕΥΑΕΚ, Βαγγέλης Κουρής. Κεντρικά συνθήματα της εκδήλωσης ήταν «Όχι στη διζωνική-δικοινοτική Ομοσπονδία», «Κύπρος ενιαία, ελεύθερη, ανεξάρτητη, χωρίς ξένα στρατεύματα και εποίκους», «Εφαρμογή για όλους τους Κυπρίους των θεμελιωδών αρχών του ΟΗΕ και του ευρωπαϊκού κεκτημένου» και «Όχι στην επαναφορά του Σχεδίου Ανάν με καλυμμένη μορφή».
Ο Βαγγέλης Κουρής, προλογίζοντας την εκδήλωση, εξέφρασε τη βαθιά ανησυχία για αυτά που μεθοδεύονται αυτήν την περίοδο εις βάρος της Κύπρου, του κυπριακού λαού, αλλά και της Ελλάδας, δεδομένου ότι δίνονται οι αφορμές επέκτασης των σχεδίων αποσταθεροποίησης των δημοκρατικών θεσμών, προκειμένου να επιβληθεί ένα πολύ χειρότερο σχέδιο μετά τη σύσσωμη, παλλαϊκή και νικηφόρα αντιμετώπιση του Σχεδίου Ανάν.
Ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ, Μαρίνος Σιζόπουλος, αναφέρθηκε στις σοβαρές αποκαλύψεις από το άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου από την κυπριακή Βουλή, για το ρόλο της χούντας που σε επικοινωνία με τον τότε υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ αποδέχθηκε την απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο και την κατάληψη εδαφών ώστε να υπάρχει διέξοδος του τουρκοκυπριακού θύλακα της Λευκωσίας προς τη θάλασσα της Κερύνειας. Τόνισε ότι «ο αγώνας που διεξάγει σήμερα ο κυπριακός ελληνισμός δεν είναι μόνο ένας αγώνας για την Κύπρο, αλλά ένας αγώνας για ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Η πτώση της Κύπρου είναι βέβαιο ότι θα ανοίξει το δρόμο για τη διχοτόμηση του Αιγαίου και την τουρκοποίηση της Θράκης», και υπογράμμισε την αναγκαιότητα ολόκληρος ο ελληνισμός να δώσει τη μάχη για μια επιτυχή έκβαση στην κρίση του Κυπριακού. Ανέπτυξε τους παλιούς και διαρκείς επεκτατικούς στόχους της Τουρκίας και την προσπάθειά της να εξελιχθεί σε μια περιφερειακή δύναμη με παγκόσμια εμβέλεια. Επισήμανε, δε, ότι η λύση της διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, με γεωγραφικό διαχωρισμό, αποτέλεσε ιστορικά ενδιάμεσο στόχο που εξυπηρετεί τον εθνικό στόχο της Τουρκίας για επανάκτηση της Κύπρου, σε συνδυασμό με το επιτευχθέν σενάριο της εισβολής και της κατάληψης ενός τμήματος του νησιού. «Από τη στιγμή που οι στρατιωτικοί συσχετισμοί δεν είναι ευνοϊκοί, είναι σαφές ότι η λύση πρέπει να δοθεί σε πολιτικό επίπεδο, αξιοποιώντας τα πολιτικά πλεονεκτήματα τα οποία διαθέτουμε, καθώς και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα τα οποία διαδραματίζονται στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου», ανέφερε. Ανέλυσε, επίσης, εκτενώς τα γερμανικά συμφέροντα σε σχέση με την Τουρκία, ανέπτυξε λεπτομερώς το προβληματικό από όλες τις πλευρές σχέδιο με τα δύο συνιστώντα κρατίδια και υπογράμμισε τους τεράστιους κινδύνους που ελλοχεύουν από το ενδεχόμενο μιας κακής λύσης του Κυπριακού, αλλά και το ενδεχόμενο η Τουρκία, διά μέσου των αρμοδιοτήτων που θα παραχωρηθούν στο τουρκοκυπριακό συνιστών τμήμα, να ασκεί άμεσα ή έμμεσα παρεμβατικό και κηδεμονευτικό ρόλο στην Κύπρο.
Ο πρόεδρος της Συμμαχίας Πολιτών, Γεώργιος Λιλλήκας, ζήτησε να πραγματοποιηθεί κοινή σύσκεψη των ελλαδικών και κυπριακών κομμάτων, με στόχο τη διαμόρφωση μιας κοινής στρατηγικής για το Κυπριακό. «Η μοίρα του Ελληνισμού είναι κοινή και αλληλένδετη. Όποια λύση δοθεί στο Κυπριακό, θα επιχειρηθεί να επιβληθεί και στη Θράκη. Ό,τι έκανε τόσα χρόνια η Τουρκία στο Αιγαίο, τώρα το επιχειρεί στην Κύπρο. Είναι γι’ αυτόν το λόγο που αντιτασσόμαστε στην ιδεολογικοποίηση των σχέσεων Κύπρου-Ελλάδας. Οι σχέσεις μας είναι εθνικές και έτσι πρέπει να παραμείνουν», ανέφερε προσθέτοντας ότι «είναι πλέον ξεκάθαρο πως η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία για να εφαρμοστεί, προϋποθέτει είτε τον περιορισμό του δικαιώματος της ελεύθερης εγκατάστασης και ιδιοκτησίας είτε την αποστέρηση των δημοκρατικών ελευθεριών» και συνέχισε: «Θεωρείται ρεαλισμός να διαπραγματευόμαστε μια άδικη, κακή και καταστροφική λύση, γιατί τάχατες η Τουρκία δεν αποδέχεται τίποτε άλλο. Από το ενιαίο κράτος περάσαμε στη Δικοινοτική Διπεριφερειακή Ομοσπονδία, η οποία πολύ σύντομα μεταφράστηκε, με έμπνευση των Βρετανών, σε διζωνική. Έτσι, φτάσαμε στο καταστροφικό Σχέδιο Ανάν, το οποίο μας απέδειξε πως η ΔΔΟ δεν είναι τίποτε άλλο από ένα σύστημα που προϋποθέτει την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, για να μετατρέψει την Κύπρο σε τουρκικό προτεκτοράτο». Πρότεινε, τέλος, ως μορφή αγώνα, «μέσα από μια διεκδικητική στρατηγική να καταστήσουμε τη συνέχιση της κατοχής ασύμφορη για την Τουρκία. Μόνον έτσι θα καμφθεί η τουρκική αδιαλλαξία και θα ανοίξει ο δρόμος για μια πραγματικά δίκαιη λύση του Κυπριακού», δεδομένου ότι δεν πρόκειται η Τουρκία να πεισθεί με επιχειρήματα, να εγκαταλείψει τους επεκτατικούς της στόχους έναντι της Κύπρου, γιατί το Κυπριακό είναι γεωπολιτικό και γεωστρατηγικό ζήτημα και επειδή είναι εμφανές ότι ο γεωπολιτικός χάρτης της Μέσης Ανατολής επανασχεδιάζεται.
Ο λαός θα απορρίψει μια άδικη και μη βιώσιμη συμφωνία
Δήλωση του Μαρίνου Σιζόπουλου, προέδρου της ΕΔΕΚ, στον Δρόμο
Σε ενδεχόμενο δημοψήφισμα εάν επιχειρηθεί να επιβληθεί ένα νέο σχέδιο Ανάν, ο συσχετισμός θα είναι εντελώς διαφορετικός από αυτό που θα μπορούσε να υποθέσει κανείς με βάση τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών. Υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό του λαού που δεν θα ακολουθήσει τις αποφάσεις των κομματικών ηγεσιών. Η αλήθεια είναι ότι μέσα από δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης πριν από κάποιους μήνες το ποσοστό το οποίο έδινε στήριξη στους χειρισμούς του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Αναστασιάδη ήταν πλειοψηφικό. Σήμερα, όμως, αυτό το ρεύμα στήριξης ανατρέπεται. Και ανατρέπεται ως αποτέλεσμα δύο παραγόντων:
Ο ένας παράγοντας είναι οι προσδοκίες τις οποίες κάποιοι επένδυσαν στον κ. Μουσταφά Ακιντζί, ότι μπορεί να αποδειχθεί κάτι διαφορετικό σε σχέση με τους προκατόχους του. Αυτές τις προσδοκίες λοιπόν τις διαψεύδει ο ίδιος, μέσα από τις σκληρές δηλώσεις τις οποίες κάνει το τελευταίο χρονικό διάστημα και οι οποίες εναρμονίζονται πλήρως με τις πάγιες τουρκικές θέσεις. Και αυτό είναι λογικό ότι δημιουργεί τουλάχιστον επιφύλαξη και προβληματισμό στην κοινή γνώμη, και εν τέλει προκαλεί αλλαγή συμπεριφοράς σε ένα μέρος του εκλογικού σώματος.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η συνεχής ενημέρωση την οποία το τελευταίο διάστημα έχουμε ξεκινήσει ως κόμμα, παραθέτοντας πια συγκεκριμένα στοιχεία για το τι έχει μέχρι σήμερα συνομολογηθεί, και κυρίως τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την ίδια την υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, την ενδεχόμενη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη δημιουργία ενός πολιτειακού μορφώματος το οποίο να μην μπορεί να λειτουργήσει.
Έτσι, ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος αρχίζει πια να βλέπει με σκεπτικισμό τα όσα σήμερα συζητά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και πολύ περισσότερο αυτά για τα οποία έχει ενημερώσει το ίδιος το Εθνικό Συμβούλιο ως σημεία συγκλίσεων. Εάν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί, και κυρίως εάν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και οι συνεργάτες του δεν εξασφαλίσουν ότι το περιεχόμενο της λύσης θα είναι τέτοιο που θα διασφαλίζει τη δημοκρατική λειτουργία του κράτους, τα πολιτικά και ανθρώπινα δικαιώματα και την εφαρμογή του ευρωπαϊκού κεκτημένου σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια, αποκλείοντας ένα παρεμβατικό ή ενδεχομένως κηδεμονευτικό ρόλο της Τουρκίας, η πλειοψηφία του λαού, με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται, θα απορρίψει μια τέτοια άδικη και μη βιώσιμη συμφωνία.
Σε ό,τι αφορά την άγνοια ή τη σύγχυση που εν πολλοίς επικρατεί στην Ελλάδα σε σχέση με την πορεία των διαπραγματεύσεων, καταρχήν θα έπρεπε εμείς να κάνουμε την αυτοκριτική μας. Επειδή μπορεί σήμερα στην Ελλάδα, ενδεχομένως, οι πολιτικές ηγεσίες να αγνοούν βασικά στοιχεία των διαπραγματεύσεων που γίνονται, καθώς και των «συγκλίσεων», αλλά η ευθύνη είναι κυρίως της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας, του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά και των αρχηγών των πολιτικών κομμάτων. Η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να συμμετέχει στην καθημερινότητα διαχείρισης του προβλήματος, ούτε και να γνωρίζει το σύνολο των λεπτομερειών που αυτήν τη στιγμή συζητώνται. Αυτό είναι δική μας ευθύνη, και εδώ θα πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας.
Είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που το τελευταίο διάστημα επιχειρώ συστηματικά επαφή με την Ελλάδα, για να μπορώ να μεταφέρω αυτές τις αγωνίες.