Οι αποκαλυπτικοί Γερμανοί αξιωματούχοι και οι ασυγκράτητα πρόθυμοι
Του Απόστολου Αποστολόπουλου
Όλοι ξέρουμε ότι αύριο ψηφίζουμε «ναι» ή «όχι» στον εκβιασμό των δανειστών. «Ναι» ή «όχι» στη χειρότερη φτώχεια, στην εξαθλίωση. Λέγαμε ότι μεγαλύτερη εκστρατεία άσκησης φόβου από τις εκλογές του 2012 δεν είχε ξαναγίνει στην Ελλάδα και πέσαμε έξω. Αυτή εδώ η Επιχείρηση «Φόβος» είναι πρωτοφανής, αλλά ας μην είναι κανείς αισιόδοξος ότι θα είναι η τελευταία. Πάντα υπάρχουν τα χειρότερα. Και έπονται.
Η κυβέρνηση δεν έκανε ό,τι το καλύτερο για να υπερασπιστεί το «όχι». Αλλοπρόσαλλες, αντιφατικές δηλώσεις στελεχών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ο ίδιος ο Τσίπρας ήταν χαλαρός έως υποτονικός, π.χ. στη συνέντευξή του στην ΕΡΤ, πράγμα αδικαιολόγητο με δεδομένο το κρίσιμο της μάχης. Ήταν λογικό να υποθέσει κανείς ότι βλέπαμε μια από τις συνηθισμένες «ελλείψεις στρατηγικής» ή «ασυμφωνίες» στην τακτική.
Αλλά οι ξένοι, με τη φόρα που έχουν πάρει και το τουπέ της αλαζονείας που τους κάνει ξεχωριστούς, ήταν αποκαλυπτικοί. Ο Γιούνκερ π.χ. ειρωνεύτηκε (την περασμένη Τρίτη αν δεν λαθεύω) τους δημοσιογράφους ότι «κοιμούνται» διότι «γίνονται πράγματα στην Αθήνα και αυτοί δεν παίρνουν χαμπάρι». Την ίδια μέρα οι Τάιμς του Λονδίνου δημοσίευαν δηλώσεις «ανώτατου αξιωματούχου» της καγκελαρίας στο ίδιο πνεύμα. Όσοι έχουν ελάχιστη πείρα πώς προετοιμάζεται επικοινωνιακά ένα παλατιανό πραξικόπημα, μια αποστασία, κατάλαβαν.
Την Τετάρτη ένας διαφορετικός Τσίπρας εμφανίστηκε στην τηλεόραση με αποφασιστικό, κατηγορηματικό διάγγελμα υπέρ του «όχι». Οι εξελίξεις που προανήγγειλε ο Γιούνκερ και ο ανώνυμος ανώτατος αξιωματούχος, όπως και οι σχετικές διαβουλεύσεις, εξαγγελίες νέων κομμάτων, κινήσεις, φήμες και πληροφορίες στην Αθήνα, πάγωσαν. Μερικοί εκτέθηκαν, άλλοι προσεκτικά άλλοι πιο απρόσεκτα. Όλοι ξέρουν κάτι περισσότερο από προχθές αλλά λίγοι εξεπλάγησαν. Οι συνήθεις ύποπτοι ήταν… οι συνήθεις πολύ πριν να γίνουν όλα αυτά. Το μόνο περίεργο(;) είναι ότι κλήθηκαν να τους ψηφίσουν οι παλιοί και νέοι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ.
Άλλωστε, όλων αυτών (για την προετοιμασία στο εσωτερικό) είχαν προηγηθεί η ασυγκράτητη προθυμία του Θεοδωράκη να μπει στην κυβέρνηση και η πρόταση του Σαμαρά να αλλάξουμε πρωθυπουργό ενώ αυτός, μεγαλόψυχα, δεν διεκδικούσε το αξίωμα για τον εαυτό του!
Δεν μιλάνε στο βρόντο οι δανειστές
Τελικά, αύριο ψηφίζουμε. Και μετά βλέπουμε – για την ακρίβεια, οφείλουν να δουν οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ. Αλλιώς, ας διαβάσουν στα γρήγορα Καβάφη, για την Αλεξάνδρεια που θα βλέπουν σύντομα με το κιάλι. Διότι οι δανειστές δεν μιλάνε στο βρόντο και έχουν δηλώσει: Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα, αυτή η κυβέρνηση δεν έχει πια την εμπιστοσύνη μας. Πιο ξεκάθαρο δεν γίνεται. Πιο ξεκάθαρο και πιο τελεσίδικο.
Ο Τσίπρας έχει γίνει το πρόσωπο-κλειδί για κάθε εξέλιξη, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Το αποδεικνύει κάθε παρέμβασή του, «όχι» μόνο το διάγγελμα της Τετάρτης. Όσα έχουν πει προηγουμένως, ακόμα και τα πιο γνωστά, υποτίθεται ισχυρά ή αναγνωρίσιμα στελέχη, χάνουν την ισχύ τους αν ο πρωθυπουργός πει άλλα. Πρόκειται για διαπίστωση της πραγματικότητας και τίποτα άλλο. Αυτό ισχυροποιεί τη θέση του, αλλά αποκαλύπτει πόσο ευάλωτη είναι η κυβέρνηση και το κόμμα, όπως κάθε προσωποπαγής κατάσταση. Η ισχύς του κάθε ηγέτη δεν είναι θέμα επιθυμίας του κάθε μέλους ή της συλλογικής θέλησης για εσωκομματική δημοκρατία. Η ισχύς προκύπτει από την ικανότητα να αντιμετωπίζεις αποτελεσματικά τα προβλήματα, του κόμματος και της χώρας. Η ισχύς προκύπτει και από το άρτιο της διαφωνίας, όταν υπάρχει, και την αξιοπρέπεια της συμφωνίας ή της σύμπλευσης, αν η ανάγκη το επιβάλλει. Η δουλοπρέπεια είναι πλέον επιλογή, όχι εξαναγκασμός.
Οι παππούδες και οι ουρές
Πολλά κροκοδείλια δάκρυα χύθηκαν για τους παππούδες που περιμένουν στις ουρές. Αυτοί, λοιπόν, οι παππούδες ήταν εκείνοι που διαδήλωναν το ’65 εναντίον του βασιλιά που ανέτρεψε τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου. Που έδωσαν μάχη κατά της Αποστασίας με τους γνωστούς πρωταγωνιστές. Σήμερα δεν καλούνται να τρέξουν, αλλά τουλάχιστον μπορούν να κοπιάσουν στην ουρά για τη σύνταξή τους. Για να μη σύρουν στον όλεθρο τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Λίγο κουράγιο μήπως και δούμε τις αμυγδαλιές…
Η λεγόμενη «ανανεωτική» Αριστερά, η ευρωκομμουνιστική, ζούσε με τον πόθο να «γίνουμε Ευρωπαίοι», σύνθημα που εξέφρασε ο Σημιτισμός. Με τέτοια εφόδια δεν κερδίζεις μάχες στη ζούγκλα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση. Απαράσκευοι, όμως, φάνηκαν και όσοι, εντός ή εκτός ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζουν διαφορετικές λύσεις. Δεν παρουσίασαν στοιχειώδεις συνεκτικές προτάσεις διεξόδου, οικονομικές και γεωπολιτικές, αλλά αρκούνταν σε διαβεβαιώσεις περί ενός άλλου δρόμου, εφικτού – π.χ. ο Αλαβάνος, πρώτος, είχε ένσταση, στη Βουλή, για τον Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη για περιβαλλοντολογικούς λόγους (ήμουν παρών, εντός της αίθουσας, στα έδρανα των πολιτικών συντακτών). Ο ΓΑΠ τον ακολούθησε. Δεν έχει, λένε, νόημα η αναζήτηση λαθών την ώρα της μάχης, είναι επιζήμιο. Κι αυτό λάθος είναι. Διότι σε περίπτωση νίκης, όλα ξεχνιούνται. Και σε περίπτωση ήττας κανείς δεν κάθεται να εξηγήσει τι πράγματι συνέβη. Ο καθένας νοιάζεται να μη θεωρηθεί υπεύθυνος και ρίχνει το λάθος στον διπλανό.
Οι δανειστές θέλουν την Ελλάδα εντός ευρώ, υποταγμένη. Εφευρίσκουν τερτίπια για να μην κηρυχθούμε επισήμως σε πτώχευση ή οδηγηθούμε σε GRexit, παρά τη λυσσαλέα αντίδραση του Σόιμπλε. Κανείς δεν αντιλέγει ότι ένα ισχυρό «όχι» είναι ισχυρό όπλο. Αλλά δεν είναι επιχείρημα ασθενών αντιδράσεων αν η νίκη είναι «μικρή». Η νίκη είναι νίκη. Και νικητής είναι όποιος την κρατήσει ψηλά.