Μέρος Α’

Η νεοτερικότητα ως άρνηση της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας – Μοναρχευομένη ολιγαρχία, αντιπροσώπευση και δημοκρατία – Σχετικά με τη φύση και το μέλλον του σημερινού πολιτικού συστήματος

Του Γιώργου Κοντογιώργη

 

1). Με την είσοδο στον 21ο αιώνα η επωδός ότι συντρέχει έλλειμμα αντιπροσώπευσης/δημοκρατίας πύκνωσε ιδίως στις τάξεις όσων προσεγγίζουν τα πράγματα υπό το πρίσμα της κοινωνίας της εργασίας. Στη σκέψη τους, όπως και στο σύνολο της νεοτερικότητας, από την άκρα Δεξιά έως της άκρα Αριστερά, όμως, υφέρπει η βεβαιότητα ότι το σύστημα είναι όντως αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό και ότι απλώς για κάποιο λόγο που δεν οφείλεται σ’ αυτό υποχώρησε η αναφορά των πολιτικών του στη βούληση και στο συμφέρον της κοινωνίας. Το ερώτημα πώς γίνεται ένα πολιτικό σύστημα που ορίζεται ως η κορωνίδα της δημοκρατίας που γνώρισε ποτέ ο κόσμος να παράγει ολιγαρχικές πολιτικές αφήνεται αναπάντητο. Εύλογα αφού η νεοτερική σκέψη στο σύνολό της δεν διαθέτει ούτε τα γνωσιολογικά εργαλεία ούτε τη βούληση να αγγίξει τον πυρήνα του δημιουργήματός της, που συμπυκνώνει ο ισχυρισμός ότι το σύστημά της είναι ταυτόχρονα και δημοκρατικό και αντιπροσωπευτικό, τη στιγμή που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο και εν πάσει περιπτώσει εάν θα ήταν το ένα δεν θα ήταν το άλλο.

 

2). Τι ορίζει λοιπόν τη φύση ενός πολιτικού συστήματος και ποια η τυπολογία του;

Οι πολιτείες ορίζονται από το σκοπό στον οποίον αποβλέπουν και από το θεσμικό, αξιακό και ιδεολογικό περιβάλλον που έρχεται να τον εμπραγματώσει.

Ο σκοπός μιας πολιτείας συνοψίζεται στην ελευθερία. Εάν η κοινωνία εστιάζει το ενδιαφέρον της ελευθερίας αποκλειστικά στο πεδίο της προσωπικής ζωής, θα αποδώσει ένα διαφορετικό οικονομικο-κοινωνικό και πολιτικό σύστημα από ό,τι εάν διεκδικεί σωρευτικά την ατομική, κοινωνική και πολιτική ελευθερία.

Η ελευθερία με τη σειρά της ορίζεται θετικά μεν ως αυτονομία, αρνητικά δε δυνάμει του «μη άρχεσθαι υπό μηδενός». Η ελευθερία έχει το ιδίωμα ότι δεν εκχωρείται. Η εθελουσία εκχώρηση ελευθερίας αποφασίζει για τη νομιμοποίηση του καθεστώτος, δεν διατηρεί όμως ο φορέας της το καθεστώς της ελευθερίας που είχε πριν από την εκχώρησή της. Κατά την ίδια έννοια, η επικέντρωση του ενδιαφέροντος μιας κοινωνίας ή μιας εποχής σε μια πτυχή της ελευθερίας (λ.χ. την ατομική) και η άγνοια ή απουσία ενδιαφέροντος για τις άλλες περιοχές της, δεν σημαίνει ότι τα μέλη της αποβαίνουν καθολικά ελεύθερα.

Ο σημερινός κοινωνικός άνθρωπος δεν αποκρύπτει ότι εγγράφει στο αξιακό του σύστημα μόνο την ατομική ελευθερία. Για να τακτοποιηθούν τα πράγματα, σε σχέση με την «αρχαιότητα», δηλώνει ότι η ατομική ελευθερία είναι ανώτερη από την πολιτική ελευθερία. Διατείνεται επίσης ότι οι αρχαίοι δεν ήσαν ατομικά ελεύθεροι. Μας λέει δηλαδή ότι μπορεί κάποιος να είναι πολιτικά ελεύθερος (να αυτοκυβερνάται), αλλά να μην είναι ως άτομο  ελεύθερο, όπως λ.χ. ο δουλοπάροικος.

Η νεοτερικότητα αγνοεί πλήρως την κοινωνική και την πολιτική ελευθερία, όπως και τη σωρευτική τους λειτουργία. Συγχέει τέλος την ελευθερία με το δικαίωμα. Εξ ου και εξοικονομεί την απουσία κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας με την προβολή των ομόλογων δικαιωμάτων. Όμως, το δικαίωμα δεν οδηγεί στην αυτονομία, απλώς χωροθετεί το πεδίο άσκησης της ενυπάρχουσας ελευθερίας εκεί όπου δεν είναι κανείς ελεύθερος. Έτσι στο πολιτικό πεδίο θεωρείται σήμερα ότι συντρέχει η πολιτική ελευθερία επειδή του επιτρέπεται να διαδηλώνει ή να απεργεί ή να ασκεί κριτική στην εξουσία. Δεν συνεκτιμά ωστόσο ότι δεν θα χρειαζόταν να διαδηλώνει κ.λπ. εάν κατείχε ο ίδιος ή μετείχε έστω στο σύστημα.

Εν ολίγοις, στον αντίποδα του σημερινού πολιτικού συστήματος, που αποβλέπει στην ατομική ελευθερία και σε ορισμένα απλά κοινωνικο-πολιτικά δικαιώματα, σκοπός της δημοκρατίας είναι η καθολική ελευθερία, η οποία καλύπτει όλα τα πεδία της κοινωνικής λειτουργίας του ανθρώπου: στο προσωπικό, στο κοινωνικό και στο πολιτικό πεδίο.

 

3) Το ερώτημα είναι πώς θα γίνει αυτό. Εδώ υπεισέρχεται το οικονομικο- κοινωνικό (για την κοινωνική ελευθερία) και το πολιτικό (για την πολιτική και υπό μια έννοια την κοινωνική ελευθερία) σύστημα. Διακρίνουμε στον ανθρωποκεντρισμό (στις κοινωνίες εν ελευθερία), τρία πολιτικά συστήματα: τη μοναρχευομένη ολιγαρχία, την αντιπροσώπευση και τη δημοκρατία.

Για να χαρακτηρισθεί κανείς ελεύθερος πρέπει να είναι κύριος του εαυτού του. Κύριος γίνεται κανείς εάν ο ίδιος αποφασίζει πραγματικά για την τύχη του ή τη ζωή του. Δεν είναι επομένως ελεύθερος εάν οικία βουλήσει εκχωρήσει την αυτονομία του σε τρίτον τινά. Εν προκειμένω η υπαγωγή κάποιου στη βούληση/εξουσία τρίτου τινός δηλώνει αποδοχή/νομιμοποίηση, όχι όμως διατήρηση της ελευθερίας του. Εάν ο «Ανδρέας» συμφωνήσει να γίνει δούλος του «Κώστα» για ένα χρόνο, ο «Ανδρέας» δεν μεταστεγασθεί στο καθεστώς του δούλου, για το διάστημα αυτό δεν θα είναι ελεύθερος.

Η πολιτική ελευθερία προϋποθέτει πρωταρχικά τη βίωση ήδη της ατομικής και της κοινωνικής ελευθερίας και, περαιτέρω, την οικοδόμηση ενός αξιακού και θεσμικού περιβάλλοντος, δυνάμει του οποίου το πολιτικό σύστημα θα περιέλθει εξ ολοκλήρου στην κοινωνία. Από τη στιγμή αυτή η πολιτισμική έννοια του λαού μεταβάλλεται σε κοινωνία πολιτών, δηλαδή σε πολιτική κατηγορία.

Για να γίνει αυτό πρέπει: Πρώτον, η κοινωνία των πολιτών να θεσμηθεί σε δήμο, σε πολιτικό θεσμό, ώστε να δύναται να διαμορφώσει βούληση. Και δεύτερον, να αναλάβει η ίδια την καθολική/κυρία πολιτική αρμοδιότητα. Στη δημοκρατία η κοινωνία/δήμος είναι αναλογικά αυτό που σήμερα είναι ο πρωθυπουργός. Ενσαρκώσει εξ ολοκλήρου το πολιτικό σύστημα και κατέχει αδιαίρετα τις ιδιότητες του εντολέα και του εντολοδόχου.

Το γνωστικό αβαθές της νεοτερικότητας την οδήγησε να εξομοιώσει τη δημοκρατία με την απολυταρχία ή τον ολοκληρωτισμό. Διαφεύγει της προσοχής της ότι για να μεταλλαχθεί ένα σύστημα σε ολοκληρωτικό πρέπει να συντρέχει η πολιτική κυριαρχία και το υποκείμενο της κυριαρχίας. Στη δημοκρατία όμως η καθολική πολιτική αρμοδιότητα δεν μεταλλάσσεται σε πολιτική κυριαρχία διότι απουσιάζει το υποκείμενο της κυριαρχίας. Αυτό συμβαίνει όταν κυρίαρχος είναι άλλος και υποκείμενο της εξουσίας του ο λαός.

 

4). Η αντιπροσώπευση τοποθετείται στο μεταίχμιο μεταξύ των μοναρχικών συστημάτων και της δημοκρατίας. Διακρίνεται για τη διαφοροποίηση των ιδιοτήτων του εντολέα και του εντολοδόχου. Το πολιτικό προσωπικό παραμένει εντολοδόχος, η κοινωνία ανακτά την ιδιότητα του εντολέα. Ομοιάζει στη δημοκρατία μόνο κατά το ότι η κοινωνία συγκροτείται σε θεσμό της πολιτείας. Διαφέρει όμως κατά το ότι δεν είναι αυτή που κατέχει την ιδιότητα του εντολοδόχου, δεν ασκεί η ίδια την κυβερνητική εξουσία και τη νομοθεσία. Εξού και δημοκρατία και αντιπροσώπευση είναι δύο διαφορετικά πολιτικά συστήματα. Δεν ταυτίζονται.

Ποιες αρμοδιότητες προσιδιάζουν στην ιδιότητα του εντολέα; Το εκλέγειν, το ελέγχειν, το ανακαλείν, το ευθύνειν, το καθορίζειν το γενικό περιεχόμενο των πολιτικών επιλογών που θα μεταβάλει σε πολιτικές αποφάσεις το πολιτικό προσωπικό/εντολοδόχος. Στο πλαίσιο αυτό οι πολιτικές αρχές αποβαίνουν συνοδικές και εφαρμόζεται ως προς αυτές η αρχή της ομοφωνίας ώστε να μη δημιουργούνται εσωτερικές ιεραρχήσεις ικανές να αντιπαρέλθουν τη βούληση του δήμου.

Στον αντίποδα της δημοκρατίας, όπου το ουσιώδες των αρχών είναι ότι είναι κληρωτές, στην αντιπροσώπευση παραμένουν αιρετές. Το γεγονός αυτό εξηγείται διότι στο μέτρο που ασκούν πολιτική εξουσία δεν είναι απλώς θεράπουσες του δήμου. Οι ευθύνες που αναλαμβάνουν επιβάλλουν γνώση και δεξιότητες τις οποίες δεν διαθέτουν όλοι οι πολίτες. Έτσι εξηγείται γιατί ακόμη και στη δημοκρατία οι στρατηγοί λ.χ. εκλέγονται και δεν κληρώνονται. Η πολιτική ηγεσία στην αντιπροσώπευση αξιολογείται δυνάμει της θέσης της ως κατόχου της εξουσίας. Στη δημοκρατία ως εκ της αρμοδιότητάς της να συμβουλεύει τον δήμο κατά τη διαβούλευση και να διεκπεραιώνει τη βούλησή της.

Από τα ανωτέρω ολίγα συνάγεται ότι οι διακινούντες την ιδέα της λεγόμενης «αμεσοδημοκρατίας», ούτε γνώση έχουν της δημοκρατίας ούτε και συνείδηση του γεγονότος ότι με την προσθήκη του επιθετικού προσδιορισμού («άμεση») γίνονται χορηγοί δημοκρατικής νομιμοποίησης στη μοναρχευομένη ολιγαρχία και ιδίως ότι δεν εξέρχονται της λογικής της, ουδέ καν με μέτρο την αντιπροσώπευση. Προτάσσοντας την «κλήρωση των αρχών» της μοναρχευομένης ολιγαρχίας ή διακινούντες το «δημοψήφισμα», προσφέρουν επιπλέον έργο απαξίωσης του δημοκρατικού ή αντιπροσωπευτικού επιχειρήματος. Γι’ αυτό άλλωστε και το δημοψήφισμα γίνεται αποδεκτό από τους σημερινούς ολιγάρχες. Εάν ήταν επικίνδυνο θα το είχαν απαγορεύσει. Οι κριτικές παρατηρήσεις που διακινήθηκαν με αφορμή το πρόσφατο βρετανικό δημοψήφισμα ομολογούν όχι τον δημοκρατικό του χαρακτήρα αλλά τη διελκυστίνδα μεταξύ της ακραίας εκδοχής της μοναρχευομένης ολιγαρχίας και μιας νομιμοποιητικά ηπιότερης εκδοχής της. Η εναλλακτική υπόθεση του δημοψηφίσματος με «λαϊκή πρωτοβουλία», που αντιτείνεται ως ακραιφνώς «αμεσοδημοκρατικό», δεν αλλάζει στο παραμικρό τον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, αφού η κοινωνία των πολιτών δεν μεταλλάσσεται σε διαρκή/καθημερινό θεσμό της πολιτείας. Εντέλει, ομολογείται ότι οι θεράποντες της ιδέας αγνοούν τις θεμελιώδεις έννοιες (λ.χ. της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας), και ουσιαστικά, υπό μια άλλη έννοια, αρνούνται την αντιπροσωπευτική μεθάρμοση της νεοτερικής πολιτείας. Διακρίνουν σ’ αυτήν απλώς τη δυνατότητα να υποκαταστήσουν (ως ΜΚΟ) σε ρόλους «καθοδήγησης» της κοινωνίας τους τωρινούς της κομματικούς δυνάστες.

 

Η συνέχεια του άρθρου θα δημοσιευθεί στο επόμενο φύλλο…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!