Δεν αποτελεί πρωτοτυπία η διαπίστωση ότι τα εκπαιδευτικά πράγματα καταλαμβάνουν κεντρικό χώρο στη δημόσια συζήτηση της χώρας και της κοινωνίας μας. Όχι μόνο γιατί πλήθος γονιών, μαθητών, φοιτητών και εκπαιδευτικών ενδιαφέρονται άμεσα για αυτά, αλλά και γιατί η ιδεολογική και συμβολική λειτουργία που συνοδεύει τα ζητήματα εκπαίδευσης διαχέεται σε όλη την κοινωνία. Έτσι, οι συζητήσεις για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών, την προσθαφαίρεση ωρών από το μάθημα της αρχαίας ελληνικής, την μείωση των εξετάσεων στο Γυμνάσιο ή την ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια που το τελευταίο διάστημα απασχολούν τη δημόσια συζήτηση θυμίζουν, ως προς την βαρύτητά τους και τις εντάσεις που προκαλούν, παλιότερες διενέξεις, όπως τα «Ευαγγελικά»(1901) ή τα «Ορεστειακά» (1903) για την απόδοση του Ευαγγελίου και της «Ορέστειας» στη δημοτική γλώσσα αντίστοιχα.

Το ερώτημα που θα μας απασχολήσει στο σημερινό σημείωμα είναι η σχέση των γενικών μνημονιακών πολιτικών με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που είτε πραγματοποιούνται είτε προετοιμάζονται από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας της σημερινής κυβέρνησης. Μοιάζει να δημιουργείται μια μαγική εικόνα: η κυβέρνηση συνεχίζει την εφαρμογή των μνημονίων στην εκπαίδευση με ό,τι αυτή συνεπάγεται αλλά από την άλλη πλευρά προχωρά και σε ορισμένες «προοδευτικές» μεταρρυθμίσεις (π.χ. μείωση των εξεταζόμενων μαθημάτων στο Γυμνάσιο, προοπτική κατάργησης των πανελλαδικών εξετάσεων). Το πρόβλημα δεν είναι ότι αυτή είναι η ρητορική του Υπουργείου Παιδείας που λογικό είναι να θέλει να αποδείξει ότι συγκρούεται με τον συντηρητισμό στην παιδεία, παρά τα μνημονιακά δεσμά. Το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι αυτό είναι διαδεδομένη αντίληψη σε αρκετά μεγάλα ακροατήρια ανθρώπων (κυρίως της Αριστεράς), οι οποίοι μπορεί να καταγγέλλουν την μνημονιακή πολιτική, το πάγωμα των διορισμών στην εκπαίδευση, την εφαρμογή των εντολών του ΟΟΣΑ αλλά δυσκολεύονται να διακρίνουν ότι οργανικό τμήμα της μνημονιακής πολιτικής στην εκπαίδευση είναι η προώθηση των «μεταρρυθμίσεων» μέσω της ρητορικής για ένα σχολείο δήθεν χωρίς καταναγκασμούς.

Χαρακτηριστικό κείμενο για αυτήν την οργανική σύνδεση της μνημονιακής πολιτικής που διαλύει την εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της με τη ρητορική του «ανοιχτού» σχολείου, είναι το «Υπόμνημα για την Αναδιοργάνωση της Μέσης Εκπαίδευσης και την είσοδο στα ΑΕΙ –ΤΕΙ» που κατέθεσε η Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου (γνωστή ως επιτροπή Λιάκου). Τα πορίσματα αυτής της επιτροπής θα θέσει τάχιστα σε εφαρμογή η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Σύμφωνα με το Υπόμνημα, λοιπόν, το νέο Γενικό Λύκειο θα είναι «φιλικό προς το μαθητή, απελευθερωτικό για τον εκπαιδευτικό, διαρκώς ανανεούμενο». Επιπλέον, το Υπόμνημα αναφέρει ότι: «Η προτεινόμενη αναδιοργάνωση της Μέσης Εκπαίδευσης για να είναι

επιτυχής, ολοκληρωμένη και λειτουργική χρειάζεται να περιλαμβάνει και το Τεχνικό και Επαγγελματικό Λύκειο. Τώρα 75% περίπου των παιδιών κατευθύνονται στο Γενικό Λύκειο και 25% περίπου στο Τεχνικό-Επαγγελματικό. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες γίνεται ακριβώς το αντίστροφο. Στόχος θα πρέπει να είναι να βελτιωθεί αυτή η αναλογία… Άλλωστε, δεν έχουμε να κάνουμε με μαθητές μειωμένων προσόντων και για σχολείο δεύτερης κατηγορίας, αλλά για διαφοροποιήσεις κλίσεων καιταλέντων».

Τα Λύκεια θα απονέμουν δύο είδη τίτλων: το «Εθνικό Απολυτήριο» (που πιθανόν να οδηγεί σε εισαγωγή σε ΑΕΙ-ΤΕΙ) και το «Πιστοποιητικό Σπουδών» για όσους δεν ολοκληρώνουν τις υποχρεώσεις που προβλέπει το Εθνικό Απολυτήριο. Άλλωστε όλα τα μαθήματα στα Λύκεια θα προσφέρονται σε δύο επίπεδα: το βασικό και το υψηλό. Η επιχειρηματολογία θυμίζει λίγο την κλασική επιχειρηματολογία των παλιών δεξιών ότι όλα τα δάκτυλα δεν είναι ίσα, άρα ούτε όλοι οι άνθρωποι ικανοί για όλα.

Για την πρόσβαση στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση το 80% των κριτηρίων θα προκύπτει από το Εθνικό Απολυτήριο και το 20% από τις απαιτήσεις των Τμημάτων των ΑΕΙ-ΤΕΙ. Και πάλι όμως, οι συντάκτες του Υπομνήματος αρνούνται την ισοπεδωτική ομοιομορφία. «Για παράδειγμα, το Πολυτεχνείο Κρήτης μπορεί να μην απαιτεί Εθνικό Απολυτήριο, αλλά να απαιτεί μαθηματικά και φυσική σε υψηλό επίπεδο με μέσο όρο και στα δύο περισσότερο από 75%», ισχυρίζονται. Επομένως, εκτός από τα δάχτυλα που δεν είναι ίσα, εκτός από τους μαθητές που δεν είναι ίσοι, ούτε τα πανεπιστημιακά τμήματα είναι ίσα. Ευτυχώς, όμως, από τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛΛ είχε καταγγελθεί εγκαίρως η αριστεία για τους υποψήφιους των προτύπων γυμνασίων!

Η κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων, η εισαγωγή του Εθνικού Απολυτηρίου (κατά τα πρότυπα του International Baccalaureate που εφαρμόζουν εδώ και χρόνια τα μεγάλα ιδιωτικά σχολεία και που προτάθηκε ήδη από τη μέση της δεκαετίας του 1990 από τον Γιώργο Παπανδρέου ως υπουργό Παιδείας), η ολοκλήρωση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης στο προτεινόμενο Τετρατάξιο Γυμνάσιο (χωρίς πολλές- πολλές εξετάσεις) και η ώθηση προς τα Επαγγελματικά Λύκεια συνιστούν τους βασικούς πυλώνες της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης. Αυτή συνεπάγεται ανώτατες σπουδές για λιγότερους, ένταση των ταξικών αποκλεισμών, πριμοδότηση της κατάρτισης έναντι της εκπαίδευσης.

Η στόχευση αυτή έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την συμφιλίωση με το νεο-φιλελεύθερο ιδεολόγημα ότι δεν είναι όλοι ικανοί για ανώτερες σπουδές για λόγους κλίσεων και ταλέντου. Και η «αριστερή» συμφιλίωση με αυτό υποβοηθείται από τα φληναφήματα περί «σχολείου φιλικού προς τον μαθητή» (κατά τα προϊόντα «φιλικά προς τον χρήστη» της διαφήμισης), από τη ρητορική της ευελιξίας και της διαρκούς ανανέωσης, από τον περιορισμό των διδακτικών ωρών και από άλλα τέτοια ευχάριστα.

Σε αυτό το δόγμα που λειτουργεί όπως κάποτε λειτουργούσε η παλιομοδίτικη ηθικολογία απαιτείται μια συγκροτημένη απάντηση και όχι μια αμήχανη στάση του τύπου: «γενικά η κυβέρνηση κάνει και προοδευτικά πράγματα στην παιδεία, αλλά δεν θα τολμήσει να τα ολοκληρώσει, γιατί είναι ρεφορμιστική».

Απαιτείται επαναπροσδιορισμός του τι σημαίνει γνώση, μόρφωση, εκπαίδευση τόσο γενικά, όσο και ειδικά στην Ελλάδα του 2016. Πιο συγκεκριμένα, σε επόμενο σημείωμα θα διερευνήσουμε ποια από τα χαρακτηριστικά των σημερινών εκπαιδευτικών θεσμών αξίζει να προστατευτούν και να γίνουν αντικείμενο υπεράσπισης έναντι της «φιλικής» επίθεσης των μεταρρυθμιστών.

 

Γιάννα Γιαννουλοπούλου

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!