Του Σπύρου Παναγιώτου
Αν δεν είσαι διατεθειμένος να διανοηθείς καν τη ρήξη, δεν διαπραγματεύεσαι…
Αποδέχεσαι τα τελεσίγραφα που αργά ή γρήγορα θα έρθουν.
Γ. Βαρουφάκης, Προγραμματικές Δηλώσεις στη Βουλή
Μέσα σε ένα ασφυκτικό κλίμα πιέσεων, υπόρρητων ή και ανοικτών εκβιασμών και οικονομικών πραξικοπημάτων, όπως η διακοπή της χρηματοδότησης από την ΕΚΤ μέσω ομολόγων του Δημοσίου, συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης στις Βρυξέλες.
Αν κάποιος ήθελε να αναζητήσει πηγές αισιοδοξίας δεν θα μπορούσε παρά να σταθεί στις ανυποχώρητες δηλώσεις της ελληνικής πλευράς ότι το Μνημόνιο και η τρόικα έχουν τελειώσει για την Ελλάδα και τον ελληνικό λαό με την ετυμηγορία του στις εκλογές της 25ης Γενάρη. Κυρίως, όμως, η αισιοδοξία πηγάζει από το μεγάλης έκτασης κίνημα συμπαράστασης σε μια ανυποχώρητη στάση που εκδηλώνεται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Οι πλατείες της χώρας, οι πλατείες σε πολλές πρωτεύουσες του κόσμου γεμίζουν πάλι κόσμο που αντιλαμβάνεται μια ευκαιρία να διατυπωθεί με σαφήνεια ότι η δημοκρατία, η αξιοπρέπεια, η δικαιοσύνη, η λαϊκή κυριαρχία είναι η πραγματικά αδιαπραγμάτευτες έννοιες για τους λαούς. Η στάση αυτή των απλών καθημερινών ανθρώπων αποτελεί βάλσαμο για την ελληνική αντιπροσωπεία. Βάλσαμο και παράλληλα δέσμευση. Ανεβάζει παράλληλα και τον πήχη των προσδοκιών και των συνακόλουθων απαιτήσεων. Η διαπραγμάτευση δεν μπορεί να έχει όριο απλά έναν «αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό». Τέτοιος δεν μπορεί να υπάρξει αν η διαπραγμάτευση δεν θέσει ως στόχο τη δημιουργία των όρων και προϋποθέσεων ώστε ο ελληνικός λαός και οι λαοί της Ευρώπης να ξεφύγουν οριστικά από τον ασφυκτικό βρόχο του νεοφιλελευθερισμού που κυριαρχεί σήμερα στην Ευρώπη.
Θέλοντας και μη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ φέρνει πάνω το βάρος μιας διαπραγμάτευσης που στην ουσία της κουβαλά τους πόθους και τις ελπίδες των λαών όλης της Ευρώπης. Έχει σημασία να τολμήσουμε να διανοηθούμε ότι αυτό το βάρος αποτελεί, στην πραγματικότητα, τη μεγάλη διαπραγματευτική μας δύναμη. Ορίζει με σαφήνεια ότι σύμμάχοι αυτής της μάχης είναι οι λαοί στην Ελλάδα και στον κόσμο. Επιβεβαιώνει, για άλλη μια φορά, ότι η πολιτική δύναμη που απορρέει από την υπεράσπιση των ιστορικών αιτημάτων της εποχής μας έχει μεγαλύτερη δύναμη από τα οικονομικά μεγέθη μιας ορισμένης χώρας.
Η διαπραγμάτευση απαιτεί πυξίδα
Δικαίως δηλώνει ο νέος υπουργός Οικονομίας στη Βουλή, κατά τη διάρκεια των Προγραμματικών Δηλώσεων της κυβέρνησης ότι «αν δεν είσαι διατεθειμένος να διανοηθείς καν την ρήξη, δεν διαπραγματεύεσαι». Το πραγματικό ερώτημα, όμως, είναι: ποιο είναι το σημερινό όριο της αναγκαίας ρήξης.
Η κατάργηση των τοξικών μνημονίων και ο αποικιακού τύπου έλεγχος της οικονομίας από την τρόικα αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, το σημείο εκκίνησης. Το ίδιο, απόλυτα δικαιολογημένα, είναι τα αιτήματα της ελληνικής κυβέρνησης, η λεγόμενη γέφυρα συμφωνίας, όπως τουλάχιστον περιγράφονται από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Η άρνηση της διαδικασίας παράτασης και κλεισίματος του Μνημονίου, η εξασφάλιση χρηματοδότησης, χωρίς τη δόση του ΕSM, δηλαδή τα 7,5 δισ. ευρώ, η απόδοση των κερδών ύψους 1,9 δισ. της ΕΚΤ από τα ελληνικά ομόλογα, η αύξηση του ορίου έκδοσης των εντόκων ομολόγων κατά δέκα δισ. και τη δυνατότητα τα 11,4 δισ. του ΤΧΣ να κατευθυνθούν για τη ρύθμιση των «κόκκινων» δανείων, αποτελούν ρυθμίσεις που μπορούν να δώσουν τις πρώτες αναγκαίες ανάσες στο λαό και στην οικονομία.
Η έμφαση όμως των δηλώσεων για αναζήτηση λύσης εντός του σημερινού θεσμικού πλαισίου της Ε.Ε., της ΕΚΤ και του ΔΝΤ και του νεοφιλελεύθερου συστήματος αξιών που διαπερνά το σύνολο της ευρωενωσιακής δομής εξασφαλίζει την επιτυχή κατάληξη της διαπραγμάτευσης ή αποτελεί παγίδα που στήνεται από την ευρωκρατία;
Ζητούμενο δεν είναι η εύρεση μιας άλλης ονομασίας ή ακόμα ένα ευνοϊκότερου ποσοστού συνέχισης της ίδιας πολιτικής. Ζητούμενο δεν είναι το ύφος του ελέγχου της ελληνικής οικονομίας. Άρα, τι βεβαιώνει ότι θα εξασφαλιστούν οι αναγκαίοι, προσωρινοί βαθμοί ελευθερίας να ανασάνει ο λαός και η οικονομία όσο δεν τολμάμε να «διανοηθούμε» να αμφισβητήσουμε δημόσια, να θέσουμε έστω ερωτήσεις, για όσα αποτελούν θεμελιώδεις αρχές του νεοφιλελεύθερου οικοδομήματος της Ε.Ε, που αποτελούν τη θεσμική τροχοπέδη των διεκδικήσεων του ελληνικού λαού;
Να θυμίσουμε ότι οι αιματηροί κανόνες του ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου, το Δημοσιονομικού Συμφώνου και το Σύμφωνο Σταθερότητας, μεταξύ άλλων, προβλέπει:
• Τη συνταγματική θέσπιση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών με έλλειμμα που δεν θα υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ.
• Μηχανισμός αυτόματων κυρώσεων σε περίπτωση υπέρβασης του ελλείμματος 3% (Μάαστριχτ) εκτός αν η ειδική πλειοψηφία (85%) των χωρών μελών αντιτίθεται στις κυρώσεις.
• Η Κομισιόν αποκτά εξουσίες επόπτη των κρατικών προϋπολογισμών και των όρων δημοσιονομικής συμμόρφωσης μιας χώρας, με δικαίωμα να αναπέμπει τους προϋπολογισμούς που δεν ικανοποιούν τα κριτήρια λιτότητας και δημοσιονομικής αρετής.
• Η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στο κόστος διάσωσης μιας χώρας, δηλαδή το κούρεμα του χρέους, αποκλείεται διά ροπάλου. Χρεοκοπία επιτρέπεται μόνο με βάση τους κανόνες του ΔΝΤ.
• Η ομοφωνία για αποφάσεις σχετικές με την κατεπείγουσα ένταξη υπερχρεωμένης χώρας στο μηχανισμό ESM καταργείται και αντικαθίσταται από ειδική πλειοψηφία 85%. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, τη δυνατότητα μεταφοράς όλης της δημοσιονομικής και οικονομικής εξουσίας στο διευθυντήριο των Βρυξελών (ακόμη και ερήμην της) όταν η Κομισιόν και η ΕΚΤ το κρίνουν αναγκαίο. Αντιθέτως, οι τρεις μεγάλες χώρες -Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία- είναι οι μόνες που δεν διατρέχουν κίνδυνο, αφού η συμμετοχή τους στο ESM ξεπερνά το 15% και άρα έχουν δικαίωμα βέτο.
Είναι φανερό ότι οι όροι «εξανδραποδισμού» μιας απείθαρχης χώρας δεν εξαντλούνται, αποκλειστικά, μέσα από τα μνημόνια ή τους ταπεινωτικούς ελέγχους «χαμηλόβαθμων υπαλλήλων-τεχνοκρατών». Αντίθετα, οι όροι μιας ταπεινωτικής επιτήρησης της οικονομίας των χωρών-μελών αποτελούν θεσμοθετημένες αρχές της Ε.Ε., με απαίτηση να αποτελούν και συνταγματικές δεσμεύσεις των χωρών-μελών.
Η αναζήτηση, λοιπόν, μιας «έντιμης συμφωνίας», η αναζήτηση ενός δρόμου που «θα βοηθήσει ολόκληρη την Ευρώπη να βγει από το ζουρλομανδύα της λιτότητας, της ύφεσης και του αποπληθωρισμού» προϋποθέτει να «διανοηθούμε» προτάσεις και ιδέες που θα απευθύνονται, πρωτίστως, στους λαούς της Ευρώπης και δεν θα συμπιέζονται στα ασφυκτικά όρια του σημερινού ευρωπαϊκού πλαισίου, ούτε στις προτάσεις του ΟΟΣΑ, ούτε στις ιδέες για «εργαλεία χρηματοπιστωτικής μηχανικής μηχανικές» που αντί να απαλλάξουν τη χώρα από το μεγαλύτερο βάρη ενός άδικου και απεχθούς χρέους, από τα βάρη της χρεομηχανής, όπως προβλέπουν άλλωστε ρητά οι συνεδριακές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, θα αναζητά τάχα διέξοδο στο πάγωμα των επόμενων γενιών που θα κληθούν να πληρώσουν μελλοντικά όσα ο ελληνικός λαός απέρριψε, δικαίως, σήμερα.