Κεντροαριστερή πολιτική, χειρισμός και δικαιώματα

του Τάσου Βαρούνη

 

Η μπάλα πετιέται στην εξέδρα όχι όταν αρνείσαι να ρουφηχτείς από ένα θέμα «αυτό καθεαυτό» αλλά όταν το αποκόβεις από τις εκάστοτε και συγκεκριμένες συσχετίσεις και στοχεύσεις του. Τώρα που έκλεισε ο κύκλος του φύλου, η κυβέρνηση προχωρά στο τρίφυλλο. Πιθανά να ξεκινήσει ξανά μια ολόκληρη συζήτηση με επιχειρήματα και αντεπιχειρήματα. Με στρατοπεδεύσεις «προόδου» και «συντήρησης». Όπου πάλι θα διαφημιστεί το «αριστερό αποτύπωμα» μιας κατά τα άλλα απολύτως μνημονιακής κυβέρνησης.

Δε γνωρίζουμε τι ακριβώς προβλέπεται να περάσει η κυβέρνηση για το θέμα της κάνναβης αλλά σίγουρα ο Γιωργάκης θα είχε ακόμα πιο προωθημένες απόψεις περί του ζητήματος. Τέτοιο ανατρεπτικό αποτύπωμα. Κανείς βέβαια εξ’ αριστερών δε θα τολμούσε να γράψει «επιτέλους» ή «μπράβο» αν αντίστοιχα μέτρα νομοθετούνταν από την κυβέρνηση ΓΑΠ. Παρομοίως και για το θέμα του περιβόητου μερίσματος που παρουσιάζεται ως δείγμα πολιτικής υπέρ των αδυνάτων. Καμιά αντίστοιχη ενίσχυση δεν χειροκροτήθηκε όταν ο Σαμαράς δοκίμαζε να πολιτευτεί με επιδόματα.

Δεν στέκει το να καταγράφεται κάτι ως θετικό την ίδια στιγμή που αυτοί που το προωθούν χρεώνονται πολιτικές εξόντωσης της κοινωνίας. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν στέκει τουλάχιστον αν αφετηρία σου είναι η αλλαγή των πραγμάτων και αναφορά σου η κοινωνική δυναμική. Η οπτική «να δούμε τα υπέρ και τα κατά», η αντίληψη δηλαδή ότι η κυβέρνηση έχει τα θετικά και τα αρνητικά της, τις επιτυχίες και τις αστοχίες της, αποκρύπτει την κεντρική κατεύθυνση της ακολουθούμενης πολιτικής. Ο στόχος είναι να την κατακερματίσει στα διάφορα πεδία για να επιλέξει έπειτα το περισσότερο πρόσφορο για το επικοινωνιακό της προφίλ. Έτσι μάλιστα ακυρώνεται και κάθε δυνατότητα ιεράρχησης και ταξινόμησης των πραγμάτων σε καίρια, δευτερεύοντα και επουσιώδη. Μαζί και η ικανότητα κρίσης και εκτίμησης. Αν όλα είναι εξίσου σημαντικά τότε τίποτα δεν είναι σημαντικό. Μπορεί με αφορμή τέτοια ζητήματα να ερεθίζεται και να προχωρά η σκέψη, μπορεί η κατηγορία περί «αποπροσανατολισμού» να μην είναι επαρκής, αλλά δεν μπορεί από την άλλη να υποτιμάται εντελώς και το λαϊκό αισθητήριο («Με τι ασχολούμαστε τώρα…»).

Πέρα όμως από τη μέθοδο, και σε σχέση με το περιεχόμενο. Σημαντικό ένα θέμα για ποιον, για ποιους; Υπάρχει κάτι που μπορεί να ανιχνευθεί και να προσδιοριστεί ως κοινωνική δικαιοσύνη και ποια η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με αυτό; Ποιοι είναι κάποιοι χοντρικοί δείκτες, μερικά κριτήρια που θα επέτρεπαν να αξιολογηθεί μια πολιτική κατεύθυνση και τα αποτελέσματά της; Αν όχι, πλέουμε στα πελάγη ενός απόλυτου σχετικισμού. Έχουμε ήδη αποδεχτεί ότι η κοινωνία δεν είναι παρά ένα άθροισμα ατόμων και έτσι το ερώτημα περί κοινής μοίρας στερείται νοήματος. Μα μόνο στη βάση του «κοινού» -και όχι συμπαγούς, ομοιογενούς ή δίχως αντιθέσεις- μπορεί να οικοδομηθεί μια εναλλακτική πολιτική.

Το παράδειγμα του μεταναστευτικού ζητήματος και της διαχείρισής του είναι χαρακτηριστικό. Ο αντιρατσιστικός λόγος από κυβερνήσεις που καταστρέφουν τις κοινωνίες που τις εξέλεξαν, στην πραγματικότητα προωθεί την άνοδο της ακροδεξιάς. Όταν η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεταναστών σημαίνει εξισωτισμός προς τα κάτω, τότε αυτό δεν αποτελεί κάποια προοδευτική κατάκτηση αλλά μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει στον εκφασισμό.Δεν υπάρχει κάποιο «ευτυχώς» που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει τάχα κάποια ευαισθησία. Όποιος υπογράφει για τη φτώχεια που διαρκώς αυξάνεται δεν έχει τίποτα να προσφέρει στο επίπεδο κανενός άλλου δικαιώματος.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η πολιτική είναι ένας οδοστρωτήρας που σαρώνει τα πάντα ή απλά ένα εργαλείο. Πως δεν υπάρχουν ρωγμές και αντιφάσεις. Πως τα πάντα διακυβεύονται στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής. Το πρόβλημα είναι ότι σήμερα ζούμε από τη μία το απαραβίαστο και αδιαμφισβήτητο των κεντρικών αποφάσεων που ορίζουν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, και από την άλλη την –φαινομενική πάντα- ευαισθησία για τα δικαιώματα ορισμένων ομάδων. Αν πάνω-κάτω «οι μάζες γράφουν την ιστορία», τότε η αδιαφορία γι’ αυτές είναι το πρωταρχικό ζήτημα.

Η κεντροαριστερή πολιτική λοιπόν δεν είναι μια πιο ελαφριά εκδοχή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής αλλά ακριβώς η χρησιμότερη φυσιογνωμία που υποστηρίζει την επέκταση και τη διαιώνισή της. Μόνο μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να τοποθετηθεί η συζήτηση για το ποια κυβέρνηση είναι καλύτερη ή χειρότερη. Δηλαδή για το «Παναγιά μου, μην έρθει ο Κούλης» που αποτελεί και τη βαθύτερη κυβερνητική προπαγάνδα. Όσοι ακόμα πιστεύουν ότι «η Ν.Δ. είναι χειρότερη», απλά συντηρούν αυτό το παραμύθι. Είναι μάλιστα τέτοια τα ψέματα περί «κανονικότητας», «νησίδας σταθερότητας» και «γεωπολιτικής ενδυνάμωσης» που μια πιο ριζική κριτική της αριστερής κυβέρνησης περί αποδοχής τετελεσμένων, κυνικού ρεαλισμού και ιδεολογικής υποστήριξης του ΤΙΝΑ, φαντάζει ψιλά γράμματα. «Μακάρι» δηλαδή να μην ήταν ίδια με τους προηγούμενους ώστε να είχαμε την πολυτέλεια να της χρεώναμε περιοριστική αντίληψη περί ανατρεπτικής πολιτικής. Ότι δηλαδή αντιμετωπίζει τον λαό με τρόπο πατερναλιστικό. Ως κάτι που υφίσταται τις όποιες πολιτικές, που χτυπιέται, που υπομένει. Και τους εαυτούς τους ως τη λύση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!