Υποδύεται τον Νίκο Ζαχαριάδη στην παράσταση «Ομπίντα» και μιλά για τον εξόριστο κομμουνιστή ηγέτη, την εποχή του και τη σχέση ατόμου και συλλογικότητας
Συνέντευξη στον Γιώργο Παπαϊωάννου
Στην παράσταση «Ομπίντα», οι τελευταίες ώρες του Νίκου Ζαχαριάδη αναφερθήκαμε και στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας μας. Έχουμε σήμερα τη χαρά να δημοσιεύουμε μια συνέντευξη που παραχώρησε στον Δρόμο ο Γιώργος Κοτανίδης. Ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και συγγραφέας του έργου, αναφέρεται στην υποδοχή που είχε η παράσταση και φυσικά στην προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη και τους λόγους που τον έκαναν να γράψει ένα θεατρικό έργο για αυτόν.
«Ομπίντα», δηλαδή στα ρώσικα «πίκρα» ή «κακοκάρδισμα», όπως μαθαίνουμε στην παράσταση. Πώς βιώνετε κύριε Κοτανίδη, την πίκρα ενός ηγέτη που ετοιμάζεται να φύγει από τη ζωή, διαμαρτυρόμενος έτσι για την απομόνωση που του επέβαλαν οι χθεσινοί σύντροφοί του;
Ο Νίκος Ζαχαριάδης είναι ένας τραγικός ήρωας. Τον εξόντωσε το σοβιετικό καθεστώς και το ίδιο του το κόμμα που το υπηρέτησε όλη του τη ζωή. Αυτό που τον κρατάει όρθιο, που τον θρέφει, είναι η άρνησή του να υποταχθεί, να σκύψει το κεφάλι και από την άποψη αυτή παραμένει ασυμβίβαστος επαναστάτης. Το ό,τι περνάει τη θηλιά στο λαιμό του, γίνεται τελικά μια πράξη αντίστασης στην εξουσία και κάθαρσης. Για μένα είναι μια σκληρή και επίπονη σκηνική διαδρομή και προσπαθώ να τη βιώνω με αλήθεια.
Φοβόσασταν κάτι όταν αποφασίσατε να γράψετε το συγκεκριμένο έργο; Ποια ήταν τα διλήμματα που αντιμετωπίσατε και οι κίνδυνοι που είχε το εγχείρημά σας;
Η υπόθεση Ζαχαριάδη ήταν για παραπάνω από μισό αιώνα η «καυτή πατάτα» που κανείς δεν ήθελε να την αγγίξει. Τους βόλευε όλους η απομόνωσή του στη Σιβηρία και εν συνεχεία η εξόντωσή του και η λήθη. Αισθάνομαι ότι έριξαν πάνω του πολλούς τόνους πάγου προκειμένου να μείνει θαμμένος για πάντα. Ήξερα λοιπόν ότι, εκτός από ελάχιστους, όλοι ήταν έτοιμοι να πουν γι’ αυτόν μια βρισιά ή καταδίκη που τους βόλευε. Είχα μεγάλη πίστη για την ορθότητα του εγχειρήματος και κανένα φόβο γι αυτούς που θα μπορούσαν να ενοχληθούν. Εγώ κάνω αυτό που πιστεύω και σ’ όποιον αρέσει.
Το «Ομπίντα» παίζεται ήδη, εδώ και λίγες βδομάδες. Τι αποκομίζετε έως τώρα, κύριε Κοτανίδη, πώς ανταποκρίνεται ο κόσμος που παρακολουθεί την παράσταση;
Αισθάνομαι δικαιωμένος από το κοινό και τον τρόπο που δέχεται την παράσταση. Οι εκδηλώσεις είναι πολύ θερμές και ήδη έχει ανοίξει μια συζήτηση γύρω από το έργο, την παράσταση και τον ήρωά μου. Οι συζητήσεις που γίνονται μετά την παράσταση αλλά και η επικοινωνία που ανοίγουν μαζί μου οι θεατές δείχνουν ότι ο στόχος επιτεύχθηκε.
Ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν μάλλον «απαγορευμένο πρόσωπο» στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να υπάρχει ενδιαφέρον για αυτήν τη σημαντική προσωπικότητα. Γιατί μια θεατρική παράσταση για τον Ν. Ζαχαριάδη λίγο πριν το 2017;
Ο Νίκος Ζαχαριάδης είναι γνήσιο τέκνο της Οκτωβριανής επανάστασης που κουβαλάει όλα τα θετικά και τα αρνητικά της. Ήταν τιμητική φρουρά στο φέρετρο του Λένιν και ανέλαβε την ηγεσία του ΚΚΕ τη δεκαετία του ’30 απογειώνοντάς το. Είναι λοιπόν τραγικό το τέλος του και για μένα μια ανάγκη αναστοχασμού και ανάδειξης όλων των πλευρών της προσωπικότητάς του. Είναι μακράν ο σημαντικότερος Έλληνας κομμουνιστής ηγέτης και τον εκτιμούσαν όλοι οι άλλοι κομμουνιστές ηγέτες. Το ό,τι υπήρξε «απαγορευμένο πρόσωπο» στα χρόνια της μεταπολίτευσης ήταν για μένα ένας παραπάνω λόγος να ασχοληθώ μαζί του. Τον σκεφτόμουν χρόνια στην παγωμένη Σιβηρία να κάνει απεργίες πείνας για να κερδίσει την ελευθερία του και αυτό ήταν για μένα ένα μεγάλο κίνητρο.
Η ιστορία του συνδέεται αναμφίβολα με τη συγκεκριμένη περίοδο του κομμουνιστικού κινήματος, είχε όμως και κάποιες ιδιαιτερότητες σε σχέση με την εποχή του, που αναδεικνύονται θα λέγαμε από το έργο. Θα θέλατε να μας μιλήσετε για αυτό;
Υπάρχει μια διάσταση υπαρξιακή σε σχέση με αυτό που πίστευε και με τον τρόπο που και ο ίδιος επέβαλλε την άποψή του σαν ηγέτης. Από την πλευρά αυτή, έμοιαζε με τον Στάλιν. Υπάρχει ο μύθος του σκληρού επαναστάτη που τον χτυπούν με τους βούρδουλες ώσπου να κουραστούν χωρίς να ακούσουν τη φωνή του. Και υπάρχουν οι πολιτικές του θέσεις που φαίνονται στη «θεωρία των δύο πόλων» και στο γράμμα του που έγραψε το 1940 μέσα από την απομόνωση καλώντας τον λαό να πολεμήσει τον φασισμό, σπάζοντας τη γραμμή της Μόσχας και της Διεθνούς που έλεγαν ότι οι κομμουνιστές δεν πολεμούν στον πόλεμο των ιμπεριαλιστών.
Η παράσταση αναμφίβολα γεννά σκέψεις γύρω από ηθικά ζητήματα. Πώς βλέπετε εσείς κύριε Κοτανίδη, τη σχέση πολιτικής και ηθικής, τότε και σήμερα;
Θα σας απαντήσω με τα δικά του λόγια που ακούγονται στην παράσταση: «Ο καθοδηγητής δεν έχει ανάγκη από καμιά ρεκλάμα γιατί η ζωή, τα έργα, πρέπει να μιλάνε μόνα τους. Εδώ δεν έχει καμμιά θέση και καμμιά έμπραχτη αξία να χτυπάς το στήθος σου και να φωνάζεις “τόσα χρόνια έχω στο κόμμα, τόσα χρόνια έκανα φυλακή” διεκδικώντας αξιώματα. Αυτά πιο πολύ σε υποχρεώνουν χωρίς να σου δίνουν δικαιώματα».
Ένα από τα θέματα που αναδεικνύει η παράσταση, αναμφίβολα είναι η σχέση του ατόμου με ένα ευρύτερο σύνολο, με τη συλλογικότητα, εκφρασμένη τότε κυρίως μέσα από το κόμμα. Μια δύσκολη σχέση που ταλανίζει και σήμερα κάθε συλλογική προσπάθεια, όχι μόνο στον χώρο της πολιτικής. Πώς το βλέπετε εσείς;
Πολλή εύστοχη παρατήρηση. Οι συλλογικότητες εκφράστηκαν στο παρελθόν με τρόπους που επικρατούσαν τότε. Το ότι η επανάσταση είχε ιερό σκοπό, «αγίασε» τα μέσα, έδωσε ώθηση για υπερβάσεις που περιείχαν τη βία. Το ότι ο λαός ή τα μέλη του κόμματος ακολουθούσαν πιστά και άκριτα, ήταν η παγίδα που δικαίωνε τις επιλογές της ηγεσίας. Αυτό που μπορούμε και πρέπει να δούμε σήμερα είναι η ευθύνη του ατόμου. Είναι σχετικά εύκολο να καταλάβει την εξουσία ένα επαναστατικό κόμμα αλλά για την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας, χρειάζεται να ανέβει το επίπεδο των ανθρώπων. Το μέλλον κάθε επανάστασης πρέπει να περάσει από την ευθύνη των πολιτών και όχι από τις επιλογές της ηγεσίας και μόνον.
Έχετε ακούσει γνώμες για την παράσταση από νεότερο κόσμο και από ανθρώπους που δεν γνωρίζουν την ιστορία του Ζαχαριάδη ή και ευρύτερα τα γεγονότα της εποχής του; Θα είχε ενδιαφέρον η δική τους οπτική.
Αυτό που βλέπω με ικανοποίηση είναι η έκπληξη πολλών νέων ανθρώπων που ανακαλύπτουν την προσωπικότητα του Νίκου Ζαχαριάδη και αντιδρούν θετικά. Και χαίρομαι γιατί αναζητούν μέσα στο χάος και την ιδιοτέλεια που βασιλεύει να βρουν το θετικό παράδειγμα.
Κύριε Κοτανίδη, σας ευχαριστούμε πολύ. Θα θέλατε να συμπληρώσετε κάτι ακόμα;
Θα μου επιτρέψετε να κλείσω με ένα σχόλιο του Μιλτιάδη Χουρμούζη, ενός αγωνιστή του ‘21 που έγινε συγγραφέας και είπε ότι «αυτό που μας πονεί πρέπει και να το ομιλούμεν». Εμένα η τραγική ιστορία του Νίκου Ζαχαριάδη με πονούσε όλα αυτά τα χρόνια και γι αυτό μιλώ γι αυτόν.
INFO
Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» – Πειραιώς 206, Ταύρος
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.00 (μέχρι 31/1)
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Γιώργος Κοτανίδης
Συνεργαζόμενος σκηνοθέτης: Ιωσήφ Βαρδάκης
Σκηνικά: Πουλχερία Τζόβα. Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα
Video art: Κλεοπάτρα Κοραή
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Μουσική επιμέλεια: Νίκος Γιατράκος
Παίζουν: Γιώργος Κοτανίδης, Δώρα Χρυσικού, Σπύρος Περδίου