Συνέντευξη στον Κώστα Δημητριάδη
Με ιδιαίτερη ικανοποίηση παρουσιάζουμε συνέντευξη με τον κ. Γ. Κοντογιώργη, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου. Η συζήτηση είχε ως αφετηρία την έκδοση των παραδόσεων που έδωσε ο Ν. Πουλαντζάς στο Πάντειο το 1977 την οποία επιμελήθηκε ο κ. Κοντογιώργης, και την εκτίμηση της σκέψης του Ν. Πουλαντζά μέσα στους σημερινούς εξαιρετικά διαφορετικούς όρους που ορίζουν μια νέα εποχή. Γρήγορα όμως έλαβε πολύ ευρύτερο χαρακτήρα και επικεντρώθηκε στην κοινή διαπίστωση ύπαρξης μιας καθοριστικής κρίσης σε ό,τι αφορά την παραγωγή ενός συστήματος γνώσης επαρκούς για να δώσει λύσεις στα προβλήματα του παρόντος εξεταζόμενα από την οπτική των αναγκών της κοινωνικής χειραφέτησης, και στην αναζήτηση των αιτιών αυτής της κατάστασης.
Ο Δρόμος στο πλαίσιο της επιδίωξής του να συμβάλει στη συζήτηση των πολλαπλών διαστάσεων που παρουσιάζει το κεντρικής σημασίας πρόβλημα της διερεύνησης των όρων για την κοινωνική χειραφέτηση τόσο σε παγκόσμια κλίμακα όσο και στην ειδικότερη ελληνική εκδοχή του που πρωτίστως μας κινητοποιεί, αισθάνεται την ανάγκη να επισημάνει τον γόνιμο χαρακτήρα του πλαισίου στοχασμού που συνοπτικά παρουσίασε ο κ. Κοντογιώργης ανταποκρινόμενος στα ερωτήματα που του θέσαμε.
Με ενδιαφέρον είδαμε την έκδοση των μαθημάτων του Νίκου Πουλαντζά στο Πάντειο το 1977 την οποία επιμεληθήκατε. Με δεδομένο το ότι σήμερα η απόσταση που μας χωρίζει από το 1977 είναι πολύ μεγάλη με ιστορικούς όρους (θα λέγαμε ότι ζούμε σε μια πολύ διαφορετική εποχή), ποιες πλευρές του έργου του Πουλαντζά δείχνουν αντοχή στο χρόνο και ποιες θεωρείτε ότι έχουν κλείσει τον κύκλο τους;
Ο Νίκος Πουλαντζάς υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους στοχαστές της εποχής του και τα μαθήματα αυτά συμπυκνώνουν το ουσιώδες του έργου του. Τα γεγονός ότι το βιβλίο το συνοδεύει ο ζωντανός λόγος του σε CD προσθέτει μια αρχειακού τύπου μαρτυρία που δίνει άλλη διάσταση στο έργο ενός στοχαστή. Ο Πουλαντζάς συνέβαλε όσο λίγοι στην ανανέωση της μαρξικής σκέψης καθώς προσέθεσε σ’ αυτήν το κεφάλαιο της σχετικής πολυσημίας της ταξικής συγκρότησης και λειτουργίας που ανάγεται σε τελική ανάλυση στη σχετική αυτονομία της πολιτικής. Εισήγαγε δηλαδή το πολιτικό στοιχείο στη μαρξική ανάλυση ως μια αυτόνομη παράμετρο που επηρεάζει τους κοινωνικούς συσχετισμούς. Αν και τότε η παράμετρος αυτή θεωρήθηκε επαναστατική, ο χρόνος που πέρασε από τότε απέδειξε τον περιορισμένο της ορίζοντα. Διαβάζοντας κανείς σήμερα το έργο του έχει την αίσθηση ότι γράφτηκε αιώνες πριν, και όχι στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Τούτο δεν οφείλεται προφανώς στον Πουλαντζά ούτε απομειώνει την πρωτοτυπία του με βάση τις δεδομένες παραδοχές της εποχής. Οφείλεται αποκλειστικά στην αδυναμία της νεοτερικής διανόησης να παρακολουθήσει τις εξελίξεις, κυρίως όμως να συλλάβει τον χαρακτήρα της εποχής μας και να διαμορφώσει ένα σύστημα γνώσης ικανό να δώσει απαντήσεις, δηλαδή λύσεις στα προβλήματα του παρόντος.
«Δεν θα αντιληφθούμε τι συμβαίνει στις ημέρες μας εάν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε εισέλθει σε μια άλλη φάση που άφησε πίσω της τις συνθήκες που γέννησαν τον Διαφωτισμό»
Δεν είναι τυχαίο ότι ούτε ένας στοχαστής στον σύγχρονο κόσμο δεν μας λέει ποια είναι η φύση και η φάση την οποία διέρχεται η εποχή μας, πού πηγαίνει εντέλει ο κόσμος. Όλοι στοχάζονται για το σήμερα με τους όρους του 18ου και 19ου αιώνα. Ο Πουλαντζάς δεν μπορούσε να εξαιρεθεί από το αδιέξοδο αυτό. Θα έλεγα μάλιστα ότι ο εγκιβωτισμός αυτός του Πουλαντζά στο σχήμα της προσέγγισης του κόσμου που προέκρινε ο Διαφωτισμός προσέθεσε στη σκέψη του ένα ακόμη αδιέξοδο. Το πολιτικό στοιχείο που εισήγαγε στην προβληματική του περιείχε ως προϋπόθεση μια εξ ορισμού ασύμβατη σύνθεση του οικονομικού σοσιαλισμού με τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το εν λόγω αδιέξοδο δεν του επέτρεψε ποτέ να εξηγήσει πώς το «φιλελεύθερο» πολιτικό σύστημα θα ηδύνατο να οδηγήσει στο σοσιαλισμό τον οποίο διακινούσε στο έργο του. Υπάρχουν ωστόσο ειδικότερα ζητήματα στη σκέψη του τα οποία διατηρούν τη σημασία τους, όπως η διαπίστωσή του –όχι όμως και η αιτιολογία της– ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να αποκτήσει την ιδεολογική ηγεμονία επί της αστικής τάξης, όπως συνέβη με αυτήν έναντι της φεουδαλικής τάξης. Η μεγαλύτερη σημασία του έργου του σήμερα έγκειται ωστόσο στο ότι δύναται κανείς με βάση αυτό να αποτιμήσει τις εξελίξεις στον χώρο της άρχουσας Αριστεράς, και ιδίως τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της με την πιο ακραία εκδοχή της διεθνούς των αγορών.
Στις μέρες μας παρατηρούμε έναν διχασμό ανάμεσα σε δύο μεγάλα μπλοκ: σε εκείνο που ενεργοποιείται από τις εξαιρετικές δυνατότητες του κεφαλαίου να κινείται σε παγκόσμιο διακρατικό επίπεδο (το καθεστώς της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης) και έχει υπαγάγει την Αριστερά σε ρόλο θεραπαινίδας των επιδιώξεών του και στο άλλο μπλοκ, το αναγκαστικά ετερογενές, που παίρνει τα μαζικά του χαρακτηριστικά από τη διευρυνόμενη δυσφορία έναντι μιας ολιγαρχίας της διεθνούς των αγορών, δυσφορία και αντίθεση αρθρωμένη στο επίπεδο του έθνους-κράτους. Οι δυσμενείς όροι για τη χειραφέτηση των δυνάμεων της εργασίας που επισημαίνει ο Πουλαντζάς έχουν εκδηλωθεί σε διευρυμένη κλίμακα, ενώ η ασυμμετρία ανάμεσα στις δυνατότητες επιβολής που διαθέτει το κεφάλαιο έναντι της εργασίας επιτρέπουν στο πρώτο να παρουσιάζει τις επιλογές του με την ισχύ φυσικού νόμου. Σε μια τέτοια κατάσταση, προς ποιες κατευθύνσεις θα έπρεπε να αναζητηθούν οι δυνατότητες που θα υποστήριζαν την επιδίωξη της κοινωνικής χειραφέτησης;
Σπεύδω να πω ότι η ηγεμονία της διεθνούς των αγορών δεν είναι πρωτογενής. Το κεφάλαιο δεν ηγεμονεύει ως κεφάλαιο, αλλά δυνάμει της ιδιοκτησίας του επί του οικονομικού συστήματος και επέκεινα της ομηρίας της πολιτικής. Στις ημέρες μας επικρατεί η αρχή της ενιαίας σκέψης. Μολονότι παριστάμεθα μάρτυρες κοσμογονικών εξελίξεων, προσεγγίζουμε τα πράγματα, και ιδίως το οικονομικό και πολιτικό σύστημα, με απολύτως στατικό τρόπο, ως εάν πρόκειται να παραμείνει ες αεί απαράλλακτο. Έτσι, αντιμετωπίζουμε τους συσχετισμούς στο ασφυκτικό περιβάλλον του παρόντος συστήματος όπου όμως οι προϋποθέσεις μιας ισορροπίας μεταξύ οικονομίας και κοινωνίας έχουν οριστικά ανατραπεί. Στο κλίμα αυτό έχει σημασία να προσεχθεί πώς η διεθνής των αγορών έχει οικοδομήσει επίσης μια χωρίς προηγούμενο ιδεολογική ηγεμονία. Αρκεί να αναφέρω ότι Ακροδεξιά σήμερα δεν θεωρείται η φασιστική Δεξιά, αλλά ο παλαιός φιλελευθερισμός, αυτός που οχυρώθηκε στο σύνορο του κράτους.
Με μια λέξη, δεν θα αντιληφθούμε τι συμβαίνει στις ημέρες μας εάν δεν συνειδητοποιήσουμε ότι έχουμε εισέλθει σε μια άλλη φάση που άφησε πίσω της τις συνθήκες που γέννησαν το Διαφωτισμό. Και συνακόλουθα τις ιδέες του. Τότε το διακύβευμα ήταν η έξοδος από τη φεουδαρχία. Σήμερα η έξοδος από το κράτος-φρούριο της εθνικής αστικής τάξης, με τη συνδρομή της τεχνολογίας της επικοινωνίας και τη χειραφέτηση της οικονομίας. Σε ποιο επίπεδο θα αποκατασταθεί η ισορροπία μεταξύ κοινωνίας και οικονομίας, στο μέτρο μάλιστα που ζούμε σε περιβάλλον κρατοκεντρισμού; Πολλοί πιστεύουν ότι οι δυνάμεις της εργασίας πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα της ιδιοκτησίας της οικονομίας και να επιζητήσουν την παγκοσμιοποίησή τους. Η αυταπάτη αυτή έδειξε τα όριά της με την κατάληξη των λεγόμενων κινημάτων τύπου Γένοβας ή Πόρτο Αλέγκρε που διακινούσαν τη διεθνοποίηση της ταξικής πάλης. Στη συνέχεια οι δυνάμεις αυτές εναγκαλίσθηκαν το διατακτικό της διεθνούς των αγορών για την ελεύθερη διακίνηση της εργασίας. Τον σοσιαλιστικό διεθνισμό τον υποκατέστησαν με τον διεθνισμό των αγορών. Οι αγορές με τον τρόπο αυτόν πετυχαίνουν να εκτονώσουν το κοινωνικό πρόβλημα που δημιουργούν στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, ενώ μεταφέροντάς το στις χώρες του κέντρου αφενός θέτουν υπό πίεση την πολιτειοτική εργασία μεταβάλλοντάς την από σχέση δημοσίου δικαίου σε εργασία εμπόρευμα και αφετέρου να δημιουργήσουν επικίνδυνες ρηγματώσεις στην πολιτισμική/κοινωνική συνοχή των χωρών αυτών, με απώτερο στόχο την κάμψη κάθε αντίστασης της κοινωνίας στις πολιτικές τους. Οι αγορές γνωρίζουν ότι ο μόνος τρόπος να αναιρεθεί η ηγεμονία τους είναι οι κοινωνίες να ορθώσουν αρραγή αξίωση συμμετοχής την πολιτεία, δηλαδή στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων. Ξέρετε, στον ανθρωποκεντρικό χρόνο συντρέχει ένας αλάνθαστος νόμος: όσο οι κοινωνίες περιέρχονται σε πολιτική αδυναμία επιζητούν μεγαλύτερη συμμετοχή στις υποθέσεις της πολιτείας. Στην εποχή της φεουδαλικής μετάβασης τούτο επιδιώχθηκε με παρένθετο τρόπο, δια της κομματικής νομενκλατούρας. Στη νέα περίοδο στην οποία εισήλθαμε οι κοινωνίες θα επιδιώξουν την άμεση συμμετοχή τους ως εταίροι στην πολιτεία. Η νέα αυτή πραγματικότητα αναγγέλλει τη μετάβαση από την κληρονομική ή αιρετή μοναρχία που χαρακτηρίζει την πρώιμη ανθρωποκεντρική φάση που διάγει η εποχή μας στην αντιπροσώπευση και, επέκεινα, στη δημοκρατία. Έτσι, στο μέτρο που η κοινωνία της εργασίας συγκροτεί την πλειοψηφία, θα μεταβληθεί αναπόφευκτα σε κύρια δύναμη της πολιτείας.
Κατά τι διαφέρει η συλλογιστική σας από εκείνη του Μαρξ που εξήγγειλε την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο;
«Είναι επείγον η ελληνική κοινωνία να ανακτήσει την ιστορία της, να εμπνευσθεί από την ανθρωποκεντρική (οικουμενική και δημοκρατική) ιδιοσυστασία της και να πραγματοποιήσει ένα ελάχιστο άλμα προς τα εμπρός»
Ο Μαρξ και οι μαρξιστές εννοούσαν μ’ αυτό την κατάκτηση της εξουσίας από το κόμμα της εργατικής τάξης, όχι από την ίδια την κοινωνία. Η διαφορά είναι κολοσσιαία. Είδαν την κοινωνική σχέση να εξελίσσεται στο πεδίο των συσχετισμών, θεωρώντας ότι το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα ήταν δεδομένο και ανεξέλικτο. Εξού και η προσοχή τους εστιάσθηκε στο ζήτημα του ανήκειν της ιδιοκτησίας της οικονομίας κατά κύριο λόγο στον ιδιώτη ή στο κράτος. Από τον συλλογισμό αυτόν απουσίαζε/απουσιάζει η κοινωνία ως συλλογικό υποκείμενο τόσο από το σύστημα της οικονομίας όσο και από το πολιτικό σύστημα. Το κράτος έτσι ήταν το παν: ενσάρκωνε το πολιτικό σύστημα δίκην φυσικού φαινομένου, την οικονομία, τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, τον στρατό, την αστυνομία. Το κράτος αυτό απέληξε να είναι το κόμμα. Αυτή όμως η εξέλιξη αποτελεί την επιτομή του ολοκληρωτισμού. Ο Μαρξ και οι μαρξιστές μέχρι σήμερα δεν έχουν αντιληφθεί ότι στο ζήτημα της σχέσης κοινωνίας και οικονομίας, κοινωνίας και πολιτικής, ομοιάζουν σε όλα με τον φιλελευθερισμό ως μια σταγόνα νερού, με την εξαίρεση του διακυβεύματος της ιδιοκτησίας της οικονομίας. Το επισημαίνω αυτό, διότι και η διελκυστίνδα του μονοκομματισμού ή του πολυκομματισμού, παρόλη την σημασία της σε ένα άλλο επίπεδο, δεν μεταβάλλει τη σχέση αυτή. Η κοινωνία κατέχει σε κάθε περίπτωση θέση ιδιώτη, όχι εταίρου του όποιου συστήματος. Έτσι, από τη στιγμή που εξέλιπε και το δίλημμα ιδιωτική ή κρατική ιδιοκτησία της οικονομίας, η Αριστερά αναζήτησε καταφύγιο σε ρόλο θεραπαινίδας της πιο ακραίας εκδοχής της διεθνούς των αγορών. Κατά τούτο έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι στις ημέρες μας η Αριστερά υπεραμύνεται του συστήματος της οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας που οικοδόμησε ο Διαφωτισμός, και μάλιστα του δημοκρατικού του χαρακτήρα, με πάθος. Είναι επίσης αυτή που πρωτοστατεί στη διακίνηση της ιδέας ότι η Ακροδεξιά ταυτίζεται με το διακύβευμα του εθνικού φιλελευθερισμού που έχει ως βάση το περίκλειστο κράτος, νομιμοποιώντας με τον τρόπο αυτόν τη σύμπλευσή της με το δόγμα της διεθνούς των αγορών.
Η παραδοχή αυτή για τον στατικό χαρακτήρα του οικονομικού και του πολιτικού συστήματος οδήγησε τον Μαρξ και τους μαρξιστές στην πρόταξη της ταξικής πάλης και, επέκεινα, της κατάργησης των τάξεων που θα επέφερε η κρατικοποίηση της οικονομικής ιδιοκτησίας ως μοναδική λύση για την ηγεμονία του προλεταριάτου. Στην ίδια παραδοχή οφείλεται και η μονοσήμαντη αντίληψη ότι η μεν οικονομία είναι η υποδομή, το δε κράτος το εποικοδόμημα. Πρόκειται για δύο κρίσιμης σημασίας λάθη που οφείλονται στο έλλειμμα γνωσιολογίας που διακρίνει τη νεοτερικότητα και προφανώς τη μαρξιστική σκέψη. Διότι διαφορετικά θα γνώριζαν ότι το πολιτικό σύστημα δεν είναι φύσει κτήμα του κράτους, αλλά αποτελεί κτήμα αυτού μόνον στο βρεφικό ανθρωποκεντρικό στάδιο των κοινωνιών. Το πολιτικό αυτό σύστημα στην τυπολογία της πολιτικής ακολουθούν η αντιπροσώπευση και η δημοκρατία στις οποίες την πολιτεία την ενδύεται εν μέρει ή εν όλω η εν δήμω συγκροτημένη κοινωνία. Ώστε διά της ενσάρκωσης της πολιτείας από την κοινωνία των πολιτών η κοινωνία της εργασίας αποκτά την πολιτική ηγεμονία και συνακόλουθα την οικονομική ηγεμονία. Τούτο δε χωρίς την κατάργηση των τάξεων ή την περιέλευση της ιδιοκτησίας στο όποιο κράτος. Η πολιτική έτσι μεταβάλλεται σε υποδομή και η οικονομία σε εποικοδόμημα. Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρεί την καταστατική σημασία της νομισματικής οικονομίας στο ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι.
Επισημαίνετε στα Προλεγόμενα της έκδοσης το γεγονός ότι για την Αριστερά μέχρι και τις μέρες μας «η κοινωνία ως όλον και η εργατική τάξη ειδικότερα γίνονται αντιληπτές ως διανοητικά, ιδεολογικά και πολιτικά αχειράφετες». Σε αυτό το έδαφος είναι εμφανές ότι μια ολόκληρη θεώρηση γύρω από το ζήτημα της ενιαιοποίησης της βούλησης έχει ανέκκλητα χρεοκοπήσει. Όμως μπροστά στο πρόβλημα της ενιαίας βούλησης που παραμένει, και μάλιστα σε ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από τη γενικευμένη αύξηση των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας αλλά και από τον εκρηκτικό τους κατακερματισμό, πώς θεωρείτε ότι θα έπρεπε να προσανατολιστεί κανείς;
Ο μαρξισμός έχει μια ελιτιστική αντίληψη του ρόλου της ηγεσίας του και μια βεβαιότητα ότι η κοινωνία και προπαντός η εργατική τάξη δεν μπορεί να αποτελέσει αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο. Διεκδικεί τον ρόλο του καθοδηγητή και δεν αναγνωρίζει στην κοινωνία τη δυνατότητα να σκέφτεται ή να βουλεύεται. Εν προκειμένω υπάρχει ένα πρόβλημα. Αντιλαμβάνεται, όπως άλλωστε και ο φιλελευθερισμός, δηλαδή το σύνολο της νεοτερικότητας, την κοινωνία ως άθροισμα ατόμων. Αυτό είναι αληθές εάν την προσεγγίσουμε υπό το πρίσμα της ιδιωτείας, όπως στις ημέρες μας, όπου κάθε άτομο διακονεί βασικά την προσωπική του ελευθερία και ένα απλό σώμα κοινωνικοπολιτικών δικαιωμάτων. Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο αυτό η κοινωνία δεν συγκροτεί συλλογικότητα, επομένως δεν διαθέτει δυνατότητα να διαμορφώσει ιδίαν βούληση. Εξού και στην παρούσα φάση την κοινωνική βούληση ανέλαβε να διατυπώσει με αυθεντικό τρόπο, μάλιστα δε και ενάντια στην εκπεφρασμένη καθολική εναντίωση της κοινωνίας, το κόμμα. Η αδυναμία αυτή της κοινωνίας να λειτουργήσει ως συλλογικό υποκείμενο δεν είναι εγγενής. Οφείλεται στο γεγονός ότι παραμένει αποκλεισμένη από την πολιτεία και όχι στην (ταξική ή άλλη) πολυσημία της. Όπως κάθε συλλογικό υποκείμενο, η κοινωνία των πολιτών πρέπει να γίνει θεσμός προκειμένου να αποκτήσει βούληση, εν προκειμένω να μεταβληθεί σε εταίρο της πολιτείας. Αυτό το διασφαλίζει η αντιπροσώπευση (όπου η κοινωνία συγκροτημένη σε δήμο οπλίζεται με τις αρμοδιότητες του εντολέα) και η δημοκρατία (όπου η κοινωνία αποκτά την καθολική πολιτική αρμοδιότητα). Στις πολιτείες αυτές η κοινωνία/δήμος ως θεσμημένο συλλογικό υποκείμενο βουλεύεται και αποφασίζει, διαθέτει ιδίαν βούληση. Προφανώς η νεοτερικότητα (και μαζί της η Αριστερά) δεν είναι έτοιμη να αποδεχθεί ότι η κοινωνία μπορεί να γίνει δήμος, να μοιρασθεί έστω μαζί της την πολιτεία. Κάτι τέτοιο θεωρείται αδιανόητο και, σύμφωνα με τη λογική του Διαφωτισμού, ολοκληρωτικό. Παρατηρούμε μάλιστα ότι μπροστά στον κίνδυνο αυτόν διακινείται ήδη η ιδέα ότι η «πλειοψηφία της κοινωνίας» αποτελεί απειλή για τα «δικαιώματα» των ομάδων. Στην πραγματικότητα ομολογείται ότι η απόδοση της πολιτικής ελευθερίας στην κοινωνία απειλεί την ηγεμονία των διάφορων (κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών) ολιγαρχικών ομάδων. Η Αριστερά όπως και η Δεξιά, έχοντας ωστόσο υποτιμήσει το διδακτικό μέρος της ιστορίας, αρνούνται να αποδεχθούν ότι έχουμε ήδη εισέλθει στο στάδιο της μετάβασης από την αιρετή ολιγαρχική μοναρχία σε μια προοπτική αντιπροσωπευτικής πολιτείας. Η αντισυμβατική ψήφος που διακινούν οι δυτικές κοινωνίες ήδη εγγράφεται προοπτικά στην κατεύθυνση αυτή.
«Η κοινωνία των πολιτών πρέπει να γίνει θεσμός προκειμένου να αποκτήσει βούληση, εν προκειμένω να μεταβληθεί σε εταίρο της πολιτείας. Αυτό το διασφαλίζει η αντιπροσώπευση και η δημοκρατία»
Πώς αντιλαμβάνεστε αυτήν την προσαρτηματική πρόσδεση του μαρξισμού στις πηγές του φιλελευθερισμού;
Συμπληρωματικά σε όσα είπα θα προσθέσω ένα μόνο παράδειγμα. Γνωρίζουμε ότι ο φιλελευθερισμός διέκρινε την ιστορική εξέλιξη σε τρεις περιόδους: την αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα και τη νεοτερικότητα. Ο μαρξισμός με τη σειρά του διακρίνει τη δουλοκτητική κοινωνία (που κατ’ ουσίαν είναι η αρχαιότητα), τη φεουδαρχία (ήτοι τον Μεσαίωνα) και τον καπιταλισμό (που είναι η νεοτερικότητα). Σε κάθε περίπτωση, η τυπολογία αυτή αγνοεί ή μάλλον αποκρύπτει την κοσμοσυστημική γενεαλογία της εξέλιξης που διδάσκει ο ελληνικός ανθρωποκεντρικός κόσμος, η οποία μάλιστα είναι η μόνη ικανή να εμπνεύσει μια γνωσιολογία του κοινωνικού ανθρώπου που να απαντά στα ερωτήματα της επιστήμης: την εννοιολογία, την τυπολογία των φαινομένων και τη βιολογία της κοινωνικής εξέλιξης. Είναι αδιανόητο πόση αυθαιρεσία κρύβει η μαρξιστική τυπολογία της εξέλιξης: θεωρεί τη φεουδαρχία ανώτερο από τη δημοκρατική πόλη στάδιο, χωρίς να συνεκτιμά καν ότι η μεν ήταν πνευματικά πνιγηρή, ενώ η άλλη παρήγαγε έναν ρωμαλέο πνευματικό πολιτισμό. Είδε στον σοσιαλισμό το επόμενο στάδιο του καπιταλισμού, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ο εναλλακτικός δρόμος της απόσεισης της φεουδαρχίας στις κοινωνίες που ήσαν σε υστέρηση κ.λπ. Το παράδειγμα αυτό αρκεί για να αντιληφθούμε γιατί ο μαρξισμός αδυνατεί να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα της μετάβασης στην οποία εισήλθε ήδη ο κόσμος της εποχής μας, ακόμη και γιατί αδυνατεί να κατανοήσει τις εξελίξεις. Στοχάζεται με τα ιδεολογικά υλικά του 18ου αιώνα, τη στιγμή που ο φιλελευθερισμός παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις του συστήματός του. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι η άρχουσα Αριστερά ποτέ δεν είχε τόσο λίγα να πει όσα σήμερα. Πράγμα που εξηγεί άλλωστε τη μεταβολή της σε αυθεντική θεραπαινίδα της διεθνούς των αγορών.
Περνώντας στη δική μας, την ελληνική περίπτωση, και εστιάζοντας σε αυτά τα χρόνια της κρίσης, παρατηρούμε ότι υπήρξε ένα μεγάλο κύμα κοινωνικού ριζοσπαστισμού που άγγιξε καίρια ζητήματα. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε μια χαρακτηριστική αδυναμία συγκρότησης μιας πρότασης διεξόδου, και μια ιδιαίτερη ευκολία να καταλήξει αυτό το ρεύμα ριζοσπαστισμού διά της ανάθεσης στην απόσβεσή του από μια Αριστερά-Κεντροαριστερά. Φαίνεται μάλιστα πως στις ειδικές ελληνικές συνθήκες η Αριστερά-Κεντροαριστερά διαθέτει αυξημένη δυνατότητα τέτοιας χειραγώγησης των ριζοσπαστικών διαθέσεων που προκύπτουν μέσα στην κοινωνία. Ποιοι παράγοντες θεωρείτε ότι εμποδίζουν μια πιο χειραφετητική εξέλιξη και τη δυνατότητα συγκρότησης των προϋποθέσεων για μια πολιτική διεξόδου;
Για να γίνει κατανοητό το σημερινό ελληνικό πρόβλημα πρέπει να συγκρατήσουμε τρεις χρονολογίες: 1204, 1453, 1821. Αντιπροσωπεύουν ισάριθμα στάδια που σηματοδοτούν τη συντριπτική ήττα του ελληνικού δρόμου προς τη νεοτερικότητα για τον κόσμο όλον. Όμως το 1821 θα σημάνει το τέλος του ελληνισμού ως έθνους κοσμοσυστήματος. Στη φάση της οικουμενικής ολοκλήρωσης με θεμελιώδη κοινωνία την πόλη/κοινό την οποία βίωνε ακόμη ο ελληνικός κόσμος της Τουρκοκρατίας, και μάλιστα παρά τις στρεβλώσεις της οθωμανικής δεσποτείας, η δημοκρατική αρχή κάλυπτε τόσο το οικονομικό όσο και το πολιτικό σύστημα. Η θεσμική πρόσδεση της ελλαδικής κοινωνίας στο άρμα της ευρωπαϊκής απολυταρχίας και στη συνέχεια της αιρετής μοναρχίας δημιούργησε σε όλα τα επίπεδα μια ασφυκτική κατάσταση, ένα είδος εσωτερικής πολιτικής κατοχής ανάλογης με εκείνη της οθωμανικής δεσποτείας.
Εν ολίγοις, εάν η ελληνική κοινωνία δεν αποτινάξει τα δεσμά αυτού του αναντίστοιχου προς την κληρονομημένη ανθρωποκεντρική της ανάπτυξη πολιτειακού μορφώματος, είναι προδιαγεγραμμένο να συνεχίσει να φθίνει μέχρις ότου εκλείψει έως το τέλος αυτού του αιώνα. Όντως, η κομματοκρατία που έχει επιβληθεί και διαχειρίζεται το δυναστικό κράτος δίκην ιδιοκτήτη, αφού συνέβαλε δραστικά στην εξαφάνιση του μείζονα ελληνισμού, καταγίνεται συστηματικά με τη συρρίκνωση και του ελλαδικού ελληνισμού. Για να μην συμβεί αυτό, είναι επείγον η ελληνική κοινωνία να ανακτήσει την ιστορία της, να εμπνευσθεί από την ανθρωποκεντρική (οικουμενική και δημοκρατική) ιδιοσυστασία της και να πραγματοποιήσει ένα ελάχιστο άλμα προς τα εμπρός. Το πρόβλημα της νεοελληνικής κοινωνίας σήμερα είναι βαθιά πολιτικό. Να οδηγηθεί στην εναρμόνιση του σύνολου κράτους με το συμφέρον της κοινωνικής συλλογικότητας. Με μια λέξη, να επιβάλει τη μεθάρμοση πολιτείας. Από την αιρετή μοναρχία να εισέλθει στη φάση της κατ’ ελάχιστον αντιπροσωπευτικής πολιτείας. Αν η εξέλιξη αυτή για τον σύγχρονο κόσμο εγγράφεται στη λογική της μετάβασης στον επόμενο ανθρωποκεντρικό χρόνο, για την ελληνική κοινωνία είναι όρος επιβίωσης.
Επανάσταση στο πεδίο των εννοιών
Μέσα στις σημερινές έντονα μεταβατικές συνθήκες σε παγκόσμια κλίμακα, σε ποια κατεύθυνση κατά τη γνώμη σας θα έπρεπε να αναζητηθούν οι δυνατότητες για την υποστήριξη της επιδίωξης της κοινωνικής χειραφέτησης;
Εάν αποδεχθούμε την υπόθεση ότι η αποκατάσταση των συσχετισμών και η επιστροφή στη θεραπεία ενός ελάχιστου κοινού συμφέροντος διέρχεται από τη μεταβολή της πολιτείας, πρώτη πράξη για τις δυνάμεις της προόδου οφείλει να είναι μια επανάσταση στο πεδίο των εννοιών. Να απογαλακτισθούμε από τις ιδεολογικές δουλείες του Διαφωτισμού ο οποίος διέπραξε δυο μεγάλες ρήξεις: με την κοσμοϊστορία, προκειμένου να τοποθετηθεί η Δύση αντί του Βυζαντίου ως ο αναγκαίος κόμβος από την αρχαιότητα στη νεοτερικότητα και με τις έννοιες τις οποίες αποκένωσε από το πραγματικό τους περιεχόμενο για να τις αναγομώσει με το περιεχόμενο των αξιών και του συστήματος της εποχής της. Κατάφερε έτσι να ορίσει τη βιούμενη αιρετή μοναρχία ως την πεμπτουσία της δημοκρατίας, να μας πείσει ότι είναι εφικτό το θαύμα της συγκέντρωσης τριών ασυμβάτων μεταξύ τους πολιτειών (της μοναρχίας, της αντιπροσώπευσης και της δημοκρατίας) στο ίδιο σύστημα, να αναγορεύσει την ατομική ελευθερία ως ανώτερη της καθολικής ελευθερίας και πλήθος άλλων. Συγχρόνως απέκρυψε το έγκλημα της κατάλυσης του ελληνικού δρόμου προς τη νεοτερικότητα που ξεκίνησε στο Βυζάντιο για να εμφανίσει την επανεκκίνηση της ανθρωποκεντρικής νεοτερικότητας που η ίδια διακινούσε από μηδενική αφετηρία ως ιστορική νομοτέλεια. Το «επίτευγμα» αυτό εξηγεί τη βίαιη αντίδραση με την οποία αντιμετωπίζει ιδίως η αριστερή διανόηση την ελληνική συνέχεια. Στο κλίμα αυτό το διακύβευμα της ελληνικής κοινωνίας τίθεται κατά τρόπο μονοσήμαντο: να ακολουθήσει απομιμητικά το διατακτικό του Διαφωτισμού, να επιλέξει μεταξύ της αιρετής μοναρχίας και του αυταρχισμού. Το δίλημμα αυτό, που ανάγεται στη συντριπτική ήττα που γνώρισε ο ελληνισμός στην Επανάσταση και στη βίαιη αποκοπή του από τις δημοκρατικές του ρίζες που βίωνε αδιατάρακτα, παρά τις κακουχίες του, από την αρχαιότητα έως τον 19ο αιώνα, βρίσκεται στην πηγή της ελληνικής κακοδαιμονίας. Γιατί εάν η Δύση την περίοδο αυτήν αγωνιούσε να απαλλαγεί από τη φεουδαλική δεσποτεία, ο ελληνικός κόσμος με τον εγκιβωτισμό του στο απολυταρχικό κράτος οπισθοδρόμησε στις προσολώνειες απαρχές του.