Παλιός γνώριμος της εφημερίδας μας ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης συμμετείχε στη σειρά αφιερωμάτων με τίτλο «Πόλεων ψυχές και μνήμες» που είχε σχεδιάσει και επιμεληθεί ο Σταμάτης Μαυροειδής. Στο βιβλίο του «Δίφορη μνήμη» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, μας μιλά για τις «ψυχές και τις μνήμες» της δικής του ιδιαίτερης πατρίδας, της Δεσφίνας, μια ιστορικής κωμόπολης της Φωκίδας.

Πράγματι, μέσα από σύντομα κείμενα-σπαράγματα μνήμης, με μια σειρά από φωτογραφίες με ταξίδια μπρος και πίσω στον χρόνο, καταφέρνει να συλλάβει τη ψυχή του τόπου του και να μοιραστεί μαζί μας στιγμές πολύτιμες, δύσκολες, σκληρές. Ένα παζλ που καταλήγει όμως σε ένα πορτρέτο πλήρες.

Η Δεσφίνα του Θεοχάρη υπάρχει σε πολλές πόλεις και χωριά της Ελλάδας. Πέρα από τις ιδιαιτερότητες του κάθε τόπου, πολλά είναι τα κοινά σημεία. Το βιβλίο αυτό θα σας βοηθήσει να ανασύρεται δικά σας βιώματα ή των προγόνων σας.

Δεν είναι όμως ένα ουδέτερο βιβλίο ποτισμένο με νοσταλγία. Και θέση παίρνει και όπως έλεγε ο Ρίτσος λέει «τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη». Διότι δεν είναι μνήμες που ξεχωρίζουν τον συγγραφέα από τον κόσμο, αλλά που ενώνουν τον κόσμο.

Καταγόμενος κι εγώ από τη Φωκίδα, ήταν στιγμές που ένιωθα διαβάζοντας ότι ο συγγραφέας μιλά και για το δικό μου χωριό…

Δίνει φωνή και υπόσταση σε ανθρώπους, σπίτια, τόπους με μια θαυμάσια γραφή, που αλλάζει και μορφή ανάλογα με το θέμα ή το αντικείμενο που απασχολεί τον συγγραφέα.

 Γιατί «δίφορη» μνήμη; Τι εκφράζει ο τίτλος;

Ταλαντεύτηκα πολύ ώσπου να καταλήξω στον τίτλο του βιβλίου. Ο αρχικός τίτλος ήταν «Αναβρυτά νερά της μνήμης» κι άλλοι τίτλοι που σκέφτηκα ήσαν: «Δίφορης μνήμης κλώνια», «Στα μάτια μου δυο κόσμοι», «Αμεσίτευτη μνήμη», «Μνημονικά παραλεγόμενα», «Η μνήμη καρπίζει», ωστόσο με τον εκδότη μου καταλήξαμε στον τίτλο «Δίφορη μνήμη» και για το σύντομο και για το περιεκτικό της διατύπωσης και για την αμφισημία του τίτλου. «Δίφορη μνήμη» γιατί καθώς τα εσπεριδοειδή καρπίζουν δύο φορές το χρόνο, έτσι κι η μνήμη καρπίζει ασταμάτητα και ανασύρει χαρές και πληγές, γέλια κι αίματα, κλάματα και τραύματα.

Είναι νοσταλγία αυτό που σας οδήγησε να γράψετε αυτά τα κείμενα;

Δεν είναι νοσταλγία με τη σημασία της γλυκερής επιθυμίας να επιστρέψει κανείς στις ρίζες και στην παιδική ηλικία. Είναι μνήμη που κοχλάζει μέσα μου με όσα έζησα και όσα διαμεσολαβημένα πλούτισαν, πονώντας, την παιδική μου ψυχή. Είναι ανάγκη έκφρασης μνημονικών πληγών ενός παιδιού που γεννήθηκε δύο χρόνια μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον Γράμμο κι έκαμε τα πρώτα του βήματα στη ζωή σ’ ένα χωριό όπου το εμφύλιο μίσος κυριαρχούσε για χρόνια και που καθώς έτεινε να καταλαγιάσει ήρθε η δικτατορία των συνταγματαρχών και το αναζωπύρωσε, πάλι σε βάρος των ηττημένων. Δεν είναι λοιπόν νοσταλγία, είναι πόθος για απόδοση δικαιοσύνης, μέσ’ από τη λογοτεχνία, στα θύματα και των δύο πλευρών. Κι ακόμη είναι μία προσπάθεια αποτύπωσης των παθών της τραχύτητας του αγροτικού κόσμου σε ένα αποκλεισμένο, σχεδόν, οδικά, χωριό. Συναξάρι απλών ανθρώπων με τον πρωτογενή τρόπο που πέρασαν στη μνήμη και στην ψυχή μου είναι εκείνο που κινεί στη γραφή αυτού του βιβλίου.

«Δεν είναι νοσταλγία με τη σημασία της γλυκερής επιθυμίας να επιστρέψει κανείς στις ρίζες και στην παιδική ηλικία. Είναι μνήμη που κοχλάζει μέσα μου…»

Αυτές οι μνήμες θα μπορούσαν να αποτελέσουν την πρώτη ύλη για μια ιστορική προσέγγιση της εποχής;

Προφανώς. Η Δεσφίνα είχε ιταλική φρουρά σ’ όλη την Κατοχή. Αλλά στις 7 Ιουνίου 1944, ήρθαν για πρώτη φορά Γερμανοί στο χωριό, από τη μεριά της Αράχωβας οδηγημένοι από Δεσφινιώτη δοσίλογο, αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού. Ενεπλάκησαν με τη μαχητική ομάδα της ΕΠΟΝ Λιβαδειάς που βρισκόταν στο χωριό και μακέλεψαν τα παλληκαράκια. Τρεις μέρες μετά οι SS έκαναν τα αίσχη τους στο γειτονικό Δίστομο. Ωστόσο σ’ ό,τι αφορά την Ιστορία της περιοχής στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, συμπεριλαμβανομένης και της Δεσφίνας, ευτυχήσαμε να την ερευνά και να την καταγράφει ένας από τους καλύτερους νέους ιστορικούς ο Ιάσονας Χανδρινός. Έχουν υπάρξει κάποιες ελάχιστες μονογραφίες για την περίοδο αυτή με σημαντικότερη εκείνη που υπογράφει ο αείμνηστος θείος μου Δημήτριος Ι. Παπακωνσταντίνου, φιλόλογος, αξιωματικός του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, στο βιβλίο του «Γλυκές και πικρές θύμησες» (να ακόμη μια δίφορη μνήμη), αυτοέκδοση (Αθήνα 1980), κι ακόμα το βιβλίο του Αμφισσέα δημοσιογράφου Γιώργου Γάτου «Η Εθνική Αντίσταση στη Φωκίδα» (Πνοή 2015), όμως εκκρεμεί πάντα μια συνολική ιστορική αποτύπωση των γεγονότων της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου στη Φωκίδα κι ελπίζω ο Ι. Χανδρινός να μας τη δώσει στο μέλλον.

Η Φωκίδα δοκιμάστηκε πολύ στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Τι τραύματα έχει αφήσει αυτή η εποχή;

Πιστεύω ότι δεν υπήρξε συμβολικότερη στιγμή για τη Φωκίδα και τις πληγές που άφησε στο σώμα των ανθρώπων της ο Εμφύλιος, από το reperage του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όταν διάλεξε τον Γυαλί Καφενέ της Άμφισσας για τη σκηνή της λεκτικής και μουσικής αντιπαράθεσης χιτών και αριστερών, στην ταινία «Ο Θίασος». Πράγματι η Φωκίδα με τις Ελασίτικες ανταρτομάδες στον Παρνασσό και στη Γκιώνα, με τον Άρη και τη μάχη στο Κλίμα της Δωρίδας, όπου ηττήθηκε το 5/42 και σκοτώθηκε ο συνταγματάρχης Ψαρρός, ιδρυτής του, καθώς και της ΕΚΚΑ (ένα από τα τρία τάγματα του 5/42 ήταν αυτό της Δεσφίνας-Αράχωβας), με τη μάχη στις Καρούτες, όπου ο ΕΛΑΣ κατανίκησε τον Αύγουστο του 1944 το 3ο Τάγμα του 18ου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών των Γερμανών. Με τη δημιουργία του ΕΛΑΝ στον Κορινθιακό και με τις μάχες του Δημοκρατικού Στρατού στην επίθεση για την κατάληψη της Άμφισσας, στον Παρνασσό και στη Γκιώνα, τ’ άπαρτα βουνά του αντάρτικου κινήματος. Στη Φωκίδα, που όντως έζησε το τραύμα της τρομερής δεκαετίας του 1940, η μνήμη επιβίωσε τραυματισμένη για πολλά χρόνια και με τη Δικτατορία του 1967, εν πολλοίς, κακοφόρμισε. Υπάρχουν αναφορές, ελάχιστες είναι η αλήθεια, στο βιβλίο, κυρίως στην αφήγηση του πατέρα μου, και στην ποιητική πρόζα «Πατρίδος καταβοή και συγκατάβασις».

Τι πιστεύετε πως θα γεννά σε νεότερους αναγνώστες το διάβασμα του βιβλίου;

Εύχομαι να κινητοποιεί το ενδιαφέρον τους για γνώση της Ιστορίας, γενικότερα. Συνακόλουθα ελπίζω κάποιοι νέοι αναγνώστες του βιβλίου να καταλάβουν πόσο σημαντική είναι η διάσωση της πρωτογενούς μνήμης από εκείνους που ζουν τα γεγονότα, είτε της μικροϊστορίας είτε της Ιστορίας και να τους παρακινήσουν να τα διηγηθούν και να τα καταγράψουν. Θα παρέχει πληροφορίες και εικόνες μιας ζωής στην τραχύτητα της Φύσης και του αγροτικού μόχθου και πόνου, κάτι που σήμερα, δυστυχώς, συνθλίβεται από την κυριαρχία της τεχνολογίας. Τέλος μακάρι να νιώσουν ότι βιβλία που το περιεχόμενό τους κινείται στις διεπιφάνειες Ιστορίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας είναι χρήσιμα για την εθνική μας αυτογνωσία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!