Του Γιάννη Ζήβα
Γεννημένος στο Άιζεναχ της Θουριγγίας πριν 333 χρόνια (1685) σε μουσικό περιβάλλον, σπούδασε κοντά σε μεγάλους δασκάλους της εποχής του για να αναδείξει μέσα σε λίγα χρόνια το μεγάλο του ταλέντο, σε όλες τις φόρμες της μουσικής δημιουργίας της εποχής του ώριμου μπαρόκ. Η μουσική του ουσιαστικά αποτελεί ένα αρχιτεκτόνημα, στο οποίο γίνεται ένας θαυμαστός συγκερασμός όλων των μέχρι τότε κατακτήσεων στα πλαίσια των εκφραστικών μέσων. Αποτέλεσε τον οδηγό και τον τηλαυγή αστέρα όλων των κατοπινών μουσικών εξελίξεων. Τα έργα του μοιάζουν με ένα απέραντο λιβάδι από μοσχομυριστά μουσικά άνθη. Συνέθεσε μουσική δωματίου (για σόλο, δύο ή περισσότερα όργανα), κοντσέρτα, σουίτες, φούγκες, τοκκάτες, μοτέττα, λειτουργίες, καντάτες, ορατόρια, το ασύλληπτης συνθετικής δεξιοτεχνίας έργο «Το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο», την «Τέχνη της φούγκας» και πλήθος άλλων έργων. Συνολικά ο κατάλογος έργων του Ι. Σ. Μπάχ (BWV) περιλαμβάνει περίπου 1.200 έργα. Μεταξύ των επωνύμων έργων του συγκαταλέγονται τα έξι Βραδεμβούργεια Κοντσέρτα, τα Ορατόρια των Χριστουγέννων και του Πάσχα, τα Κατά Ματθαίον και κατά Ιωάννην Πάθη, οι περίφημες γαλλικές σουίτες για βιολοντσέλο, οι 4 ορχηστρικές του σουίτες, η μεγαλειώδης Λειτουργία σε σι ελάσσονα και λοιπά. Επηρεάστηκε βαθιά από δύο μεγάλες προσωπικότητες της εποχής του, τον βενετσιάνο Αντόνιο Βιβάλντι (1678-1741) και τον δανικής καταγωγής Βορειογερμανό συνθέτη και οργανίστα Ντίτριχ Μπουξτεχούντε (1637-1707), τον οποίο ο Ι. Σ. Μπάχ πολλές φορές επισκεπτόταν στην βόρεια γερμανική πόλη Λύμπεκ, μεταβαίνοντας εκεί πεζός.
Στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του ο Ι. Σ. Μπάχ έζησε στις πόλεις Κέτεν και Άρνσταντ, ενώ η πόλη με την οποία συνδέθηκε άρρηκτα στο μεγαλύτερο μέρος του βίου του ήταν η Λειψία. Εκεί, στον περίφημο ναό του Αγίου Θωμά, διετέλεσε διευθυντής της χορωδίας και της ορχήστρας οριζόμενος πλέον ως Κάντωρ (αρχιμουσικός), αλλά και συντελεστής της εν γένει μουσικής δραστηριότητας, που είχε ως σημείο αναφοράς τον ανωτέρω ναό.
Η εργατικότητα, η μεθοδικότητα και ή οργάνωση στην δουλειά του ήταν παροιμιώδεις. Έφθασε σε σημείο να συνθέτει για κάθε μία Κυριακή του έτους μία ξεχωριστή καντάτα, που ερμηνευόταν στον Άγιο Θωμά, αλλά και σε άλλους χώρους. Είναι αδιαμφισβήτητη η συμβολή του στην ανάδειξη της θρησκευτικής μουσικής σε έναν χώρο όπου δέσποζαν οι αρχές της λουθηρανικής μεταρρύθμισης. Υπήρξε άφθαστος μαιτρ του εκκλησιαστικού οργάνου αλλά και του κλαβεσέν. Στο έργο του εντυπωσιάζει η τελειότητα στην ανάπτυξη της μελωδικής γραμμής και του ρυθμού αλλά και μία παιγνιώδης σε πολλές περιπτώσεις εκφορά του μουσικού του ιδιώματος.
Η επίδρασή του τόσο στην κλασική καθ’ εαυτή περίοδο της μουσικής (τέλη 18ου – αρχές 19ου αιώνα), στην ρομαντική αλλά και στην σύγχρονη περίοδο της μουσικής δημιουργίας, είναι καταλυτική. Στοιχεία που συγγενεύουν με την μουσική του απαντώνται ακόμη και σε συνθέσεις της μουσικής τζαζ.
Απέκτησε πολλά παιδιά από τους δύο του γάμους, τρία δε από αυτά υπήρξαν σημαντικές μουσικές προσωπικότητες στο μεταίχμιο της μπαρόκ και της κλασικής περιόδου της μουσικής (Κάρλ Φίλιπ Εμμάνουελ, Βίλχελμ Φρήντμαν και Γιόχαν Κρίστιαν).