«Εκείνη τη χρονιά που η ξηρασία έμοιαζε να μην τελειώνει, ο χρόνος ψηνόταν ώσπου να γίνει στάχτη κι ο ήλιος, αν προσπαθούσες να τον πιάσεις, κολλούσε πάνω στα χέρια σαν κάρβουνο…»
Έτσι ξεκινά ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, ένα –χωρίς υπερβολές– σύγχρονο αριστούργημα… Ο Γιεν Λιένκε με το «Χρόνια, μήνες, μέρες» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια – μετάφραση Σωτήρης Χαλικιάς) μας μεταφέρει σε μια ακαθόριστη εποχή. Σε μια εποχή τρομερής ξηρασίας, όπου όλοι οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τα χωριά τους κάπου στην Κίνα. Ο μόνος που μένει είναι ο Παππούλης, με τον τυφλό σκύλο του. Που με νύχια και με δόντια προσπαθεί να αναστήσει το τελευταίο βλαστάρι καλαμποκιάς που έχει απομείνει. Ώστε από τους σπόρους της να έρθει νέα ζωή, όταν ξανάρθουν οι βροχές. Μέρες και νύχτες ατέλειωτες. Με πείνα και δίψα.
Μια πεισματική μάχη, ένας απελπισμένος αγώνας που όμως πάντα συνοδεύεται από την αγάπη του ανθρώπου για τον σκύλο και του σκύλου για τον άνθρωπο, μέχρι τη δραματική κορύφωση του τέλους, όπου ο ένας από τους δυο πρέπει να θυσιαστεί για να επιβιώσει ο άλλος και να κρατήσει ζωντανή την καλαμποκιά.
Αρουραίοι, πεινασμένοι λύκοι είναι, μαζί με την ξηρασία, οι εχθροί που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι φρουροί της μοναδικής πηγής. Σε αυτές τις σκληρές συνθήκες, η τρυφερότητα και η ανθρωπιά ξεχειλίζουν…
Οι εικόνες που διαδέχονται η μια την άλλη είναι απίστευτα δυνατές και ζωντανές.
Είχα τη χαρά και την τιμή να συνομιλήσω –έστω και διαδικτυακά, χάρη στη βοήθεια του εκδοτικού οίκου– με τον συγγραφέα και να μοιραστεί μαζί μου κάποιες σκέψεις για το μυθιστόρημα και την Κίνα.
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Τι είναι αυτό που σας οδήγησε να γράψετε για μια ιστορία που χάνεται πίσω στον χρόνο;
Από το 1991 και μετά υπέφερα από οσφυϊκή και αυχενική σπονδύλωση, οπότε δεν μπορούσα ούτε να περπατήσω, ούτε να παραμείνω ξαπλωμένος με το κεφάλι κάτω. Το φθινόπωρο του 1996, πήγα στην πόλη Σιάν, να δω έναν ειδικό για την οσφυϊκή και αυχενική σπονδύλωση. Κατοικούσα στα περίχωρα της Σιάν. Το αποτέλεσμα της θεραπείας ήταν θαυμάσιο. Μισό μήνα μετά μπορούσα να περπατάω. Εκείνη την περίοδο πήγαινα κάθε μέρα στην εξοχή για άσκηση. Μια μέρα, λοιπόν, καθώς είχε πέσει πια το σκοτάδι και βάδιζα μόνος μου στην ερημιά όπου δεν υπήρχε άνθρωπος, οι ώριμες σχεδόν καλαμποκιές ήταν παντού τριγύρω μου. Τότε ακριβώς, καθώς βάδιζα κοιτάζοντας τα χωράφια με τις καλαμποκιές, μες στο μυαλό μου ξεπήδησε ξαφνικά μια σκέψη: Αν γράψω ένα μυθιστόρημα πώς θα είναι τα πράγματα αν στην ιστορία του υπάρχει μόνο ένας άνθρωπος και μία μόνο καλαμποκιά;
Ίσως αυτό να είναι ό,τι λέμε έμπνευση.
Την επόμενη μέρα απ’ αυτή τη στιγμιαία διαίσθηση, πήρα το τρένο από τη Σιάν και γύρισα στο Πεκίνο. Την τρίτη μέρα κάθισα πάλι στην αναπηρική μου καρέκλα και με κατεβασμένο το πλαίσιο σήκωσα τα μπράτσα μου κι άρχισα να γράφω το μυθιστόρημά μου. Χρειάστηκε μια εβδομάδα για να γραφτεί το βιβλίο «Χρόνια, μήνες, μέρες» που διαβάζουν όλοι σήμερα. Αυτή ήταν επίσης η πρώτη φορά που βίωσα πραγματικά την έμπνευση του συγγραφέα, τη στιγμή δηλαδή που ο Θεός αγγίζει το κεφάλι σου με το χέρι του.
Έχετε προσωπικά βιώματα από τη ζωή στα χωριά της Κίνας;
Έχω μια πολύ πλούσια προσωπική εμπειρία της ζωής στο χωριό. Μέχρι σήμερα, πάντα θεωρώ πως εξακολουθώ να είμαι αγρότης, ένας αγρότης που απλά έζησε στην πόλη. Ως τα είκοσι, ποτέ δεν είχα φύγει από το μικρό ορεινό χωριό μου στην κεντρική Κίνα. Μόλις έγινα είκοσι χρονών, πήγα στο στρατό κι έτσι για πρώτη φορά έφυγα από το χωριό. Για πρώτη φορά μπήκα σε τρένο, για πρώτη φορά είδα τηλεόραση. Για πρώτη φορά είδα στην τηλεόραση ότι υπάρχει ένα άθλημα που ονομάζεται βόλεϊ και για πρώτη φορά έμαθα ότι τα μυθιστορήματα έχουν τρεις τύπους, διηγήματα, νουβέλες, μεγάλα μυθιστορήματα. Ακόμη και σήμερα, όλοι σχεδόν οι συγγενείς μου βρίσκονται ακόμη σε χωριά, όλοι τους είναι αγρότες.
Περιγράφετε με μεγάλη τρυφερότητα τη σχέση του Παππούλη με τον τυφλό σκύλο. Πέρα από τον συμβολισμό εσείς έχετε μια ιδιαίτερη σχέση με τα ζώα;
Μικρό παιδί μεγάλωνα στα χωράφια και έγινα έτσι ένα με τα ζώα και τα φυτά. Να βόσκω βόδια, να βόσκω πρόβατα, να βόσκω γουρούνια ήταν κομμάτι της ζωής μου. Αλλά και μέσα στο σπίτι τάιζα γάτες και σκύλους, τάιζα περιστέρια. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ότι τάιζα και ένα μικρό κοράκι έως ότου μεγάλωσε κι ήταν σαν περιστέρι και ξαφνικά μια μέρα, κουβαλώντας ένα χαρτονόμισμα δύο γιουάν, κατέβηκε και στάθηκε στον ώμο μου. Πρέπει να ξέρετε ότι εκείνον τον καιρό στην Κίνα με δύο γιουάν μπορούσες ν’ αγοράσεις πάνω από δέκα ουγγιές αλάτι. Ήταν δηλαδή πολλά λεφτά κι έτσι μ’ αυτά όχι μόνο αγοράσαμε αλάτι αλλά αγόρασα κι εγώ καραμέλες. Η ζάχαρη είναι πολύ γλυκιά.
Ήταν η πρώτη φορά που βίωσα πραγματικά την έμπνευση του συγγραφέα, τη στιγμή δηλαδή που ο Θεός αγγίζει το κεφάλι σου με το χέρι του
Υπάρχει σήμερα τέτοιου είδους αλληλεγγύη και φροντίδα;
Τώρα ζω στο Πεκίνο, όμως 30 χρόνια συνεχώς στο σπίτι υπάρχει πάντα ένα σκυλάκι. Όταν κάθομαι να γράψω, ο σκύλος ξαπλώνει δίπλα μου κι αυτό κάθε μέρα όλα αυτά τα χρόνια. Πρέπει να προσθέσω ότι η Κίνα έχει δώδεκα ζώα στον ζωδιακό της κύκλο κι εγώ είμαι σκύλος.
Τι σας αρέσει και τι σας πληγώνει στην Κίνα σήμερα;
Είμαι ήδη 62 χρονών κι ό,τι επιθυμώ πάνω απ’ όλα είναι στη ζωή μου να υπάρχουν βουνά, νερά και λίγοι άνθρωποι, ό,τι παλιά ήταν η αγροτική ζωή. Το Πεκίνο έχει πληθυσμό 20 εκατομμύρια, κάτι που είναι τρομαχτικό. Τεράστια πλήθη ανθρώπων παντού και οι σχέσεις μεταξύ τους περίπλοκες. Φυσικά εκεί στην εξοχή θα μπορούσα να έχω και να μεγαλώνω πολλά μικρά ζώα, όπως ελπίζω κι έναν ηλιόλουστο χώρο για το διάβασμα και το γράψιμο. Δυστυχώς ίσως σ’ αυτή τη ζωή δεν θα το υλοποιήσω αυτό το όραμα.
Ό,τι με πονάει είναι πως πάρα πολλά μου έργα δεν μπορούν να δημοσιευτούν στην Κίνα. Οι πρώτοι αναγνώστες, αυτοί της μητρικής μου γλώσσας, δεν μπορούν να διαβάσουν αυτά τα έργα κι έτσι δεν μπορώ να επικοινωνήσω με τους αναγνώστες μου. Η πληγή απ’ αυτό, τόσο στην προσωπική μου ζωή όσο και στο γράψιμο, δεν μπορεί να ειπωθεί με λόγια.