Της Έλενας Πατρικίου.Το πρόβλημα, προφανώς, δεν είναι ο κύριος Κασιμάτης. Διότι ο κύριος Κασιμάτης ήταν πάντα του ο ίδιος πληκτικός και απωθητικός κος Κασιμάτης.
Αυτά που έγραψε προ ημερών, και ήγειραν την ιερή μας αγανάκτηση, τα επαναλαμβάνει εδώ και χρόνια, ανιαρός και (για να κολάσει, υποθέτω, αυτά τα βασικά εγγενή ελαττώματα της σκέψης και της γραφής του) χυδαία «αστείος»: μία αρσενική κοσμικογράφος, που σέρνει στις σελίδες της Καθημερινής έναν ξεπουπουλιασμένο σαλονίστικο σνομπισμό επιπέδου Μαντάμ Σουσού, πασπαλισμένο με πολιτικές κοινοτοπίες συμμοριτοπολεμικής τσιριχτής υστερίας και μαυραγορίτικης ψωροευρωπαϊκής κακουγουστιάς.
Το βασικό του πρόβλημα είναι πως δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα όζοντα βαλκανικού επαρχιωτισμού και μακαρθικής κομμουνιστικοφαγικής υπεραπλούστευσης «αστειάκια», που δεν προκαλούν παρά την αηδία. Η πασιφανής απελπισία του έγκειται στο ότι ποτέ δεν θα καταφέρει να γίνει αρθρογράφος (ελληνιστί: opinion maker) στον Economist ή στην Figaro, πώς ποτέ δεν θα καταφέρει δηλαδή να γίνει «εφάμιλλος των καλυτέρων ευρωπαϊκών» οπότε εξαπολύει άσφαιρα πυρά (κοινώς: στρακαστρούκες), ώστε, κάνοντας ντόρο, να γίνει τουλάχιστον πρόσωπο.
Το πρόβλημα είναι, δυστυχώς, γιατί εμείς δώσαμε αίφνης τόσο χώρο και τόσο χρόνο από την ζωή μας σε έναν διανοητικά και πολιτικά ανύπαρκτο συνοδοιπόρο του Στάθη Καλύβα. Το πρόβλημα είναι δηλαδή γιατί όλα αυτά τα ανιστόρητα παραληρήματα περί «οιονεί νομιμοποιημένης βίας της Αριστεράς» μας πείραξαν τώρα, ενώ όχι απλώς κυκλοφορούν επί δεκαετίες, αλλά έχουν από το ’90 και μετά, αναζωπυρωθεί, και μάλιστα επενδυμένα με το καρναβαλίστικο κοστούμι μίας ιστορικά δικαιωμένης κοινόχρηστης αλήθειας. Με τι ποτά από αυτά που πίνουν οι ανδρείοι (της ηδονής;) μεθύσαμε και λησμονήσαμε ότι, για ένα ικανό μέρος του πολιτικού πληθυσμού, ήμασταν και θα παραμείνουμε ες αεί κατσαπλιάδες; Πώς τυφλωθήκαμε τόσο ολοκληρωτικά από την ευφορία της Μεταπολίτευσης ώστε να πιστέψουμε πως, στο ηθικό και το ιστορικό τουλάχιστον επίπεδο, «νικήσαμε», πως το δίκιο μας είναι πλέον κατοχυρωμένο, πως η θυσία μας είναι «πατενταρισμένη», πως οι απέναντι και οι πλησίον διπλανοί εχθροί μας διαβιούν πλέον συντετριμμένοι και κατατεθλιμμένοι από το πασιφανές του αδίκου τους; Και πώς αποβλακωθήκαμε τόσο πολιτικά ώστε να πιστεύουμε με την ακράδαντη βεβαιότητα του αίματός μας πως τα παλιά, πρόστυχα, αλλά ω! πόσον αποτελεσματικά, επιχειρήματα των θεωρητικών της αστικής ευτέλειας δεν θα αναδυθούν την ώρα της κρίσεως;
Αφήσαμε τους αγώνες του αντιδικτατορικού αγώνα έρμαιο στην υποβολιμαία μπουρδολογία των συνεργατών της χούντας· εγκαταλείψαμε το Πολυτεχνείο βορά στην συστηματική υπόσκαψη της πολιτικής του γενναιότητας· παρατήσαμε τον Γιωτόπουλο, ως νομιζόμενο «εκπρόσωπο» των δυτικοευρωπαϊκών αντιδικτατορικών ομάδων, και μαζί του όλη την (παρτσακλή, έστω, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο πολύτιμη) ονείρωξη των ένοπλων αγώνων στην ύποπτα ασύντακτη εξίσωσή τους με την τρομοκρατία, και, αθεράπευτα νωθροί, δεν μπήκαμε καν στον κόπο να ορίσουμε, έστω για μας, την έννοια της πολιτικής τρομοκρατίας.
Κι ακόμα περισσότερο, προσπαθήσαμε να εκσυγχρονιστούμε, εκχωρώντας τα άγια τοις κυσί, εκχωρώντας τους κατ’ εξοχήν τίτλους ευγενείας που διαθέταμε, δηλαδή την ιστορία της Αντίστασης, στην σφαίρα της γραφικότητας. Τι μας φταίει τώρα ο αξιοδάκρυτος κος Κασιμάτης αν, σε κατάσταση μνημονιακού παραληρήματος, πιστεύει πως μπορεί να χλευάσει τον Γλέζο;
Ηττηθήκαμε. Ηττηθήκαμε ήδη από το ’45, ήδη από το ’49, ήδη από το ’67. Κι η μεταπολιτευτική ευωχία δεν ήταν νίκη, ήταν απλώς η στοχαστική προσαρμογή των εχθρών μας. Τώρα που αυτοί εξοπλίζουν την φαιοφορούσα αιχμή του δόρατος, τώρα που η Χρυσή Αυγή τους δίνει την ευκαιρία να επανεγκαθιδρύσουν σε νέες βάσεις την αστική τους δημοκρατία εξευτελίζοντας οριστικά τις λέξεις και τα πράγματα, τώρα είναι ίσως η τελευταία μας ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την ταυτότητά μας (και τα βίαια ή μη πρόσημά της) που, από το ’74 τουλάχιστον, απεμπολίσαμε χαλαρά, θεωρώντας την δικαιωμένη.
Το βασικό του πρόβλημα είναι πως δεν καταφέρνει να ξεπεράσει τα όζοντα βαλκανικού επαρχιωτισμού και μακαρθικής κομμουνιστικοφαγικής υπεραπλούστευσης «αστειάκια», που δεν προκαλούν παρά την αηδία. Η πασιφανής απελπισία του έγκειται στο ότι ποτέ δεν θα καταφέρει να γίνει αρθρογράφος (ελληνιστί: opinion maker) στον Economist ή στην Figaro, πώς ποτέ δεν θα καταφέρει δηλαδή να γίνει «εφάμιλλος των καλυτέρων ευρωπαϊκών» οπότε εξαπολύει άσφαιρα πυρά (κοινώς: στρακαστρούκες), ώστε, κάνοντας ντόρο, να γίνει τουλάχιστον πρόσωπο.
Το πρόβλημα είναι, δυστυχώς, γιατί εμείς δώσαμε αίφνης τόσο χώρο και τόσο χρόνο από την ζωή μας σε έναν διανοητικά και πολιτικά ανύπαρκτο συνοδοιπόρο του Στάθη Καλύβα. Το πρόβλημα είναι δηλαδή γιατί όλα αυτά τα ανιστόρητα παραληρήματα περί «οιονεί νομιμοποιημένης βίας της Αριστεράς» μας πείραξαν τώρα, ενώ όχι απλώς κυκλοφορούν επί δεκαετίες, αλλά έχουν από το ’90 και μετά, αναζωπυρωθεί, και μάλιστα επενδυμένα με το καρναβαλίστικο κοστούμι μίας ιστορικά δικαιωμένης κοινόχρηστης αλήθειας. Με τι ποτά από αυτά που πίνουν οι ανδρείοι (της ηδονής;) μεθύσαμε και λησμονήσαμε ότι, για ένα ικανό μέρος του πολιτικού πληθυσμού, ήμασταν και θα παραμείνουμε ες αεί κατσαπλιάδες; Πώς τυφλωθήκαμε τόσο ολοκληρωτικά από την ευφορία της Μεταπολίτευσης ώστε να πιστέψουμε πως, στο ηθικό και το ιστορικό τουλάχιστον επίπεδο, «νικήσαμε», πως το δίκιο μας είναι πλέον κατοχυρωμένο, πως η θυσία μας είναι «πατενταρισμένη», πως οι απέναντι και οι πλησίον διπλανοί εχθροί μας διαβιούν πλέον συντετριμμένοι και κατατεθλιμμένοι από το πασιφανές του αδίκου τους; Και πώς αποβλακωθήκαμε τόσο πολιτικά ώστε να πιστεύουμε με την ακράδαντη βεβαιότητα του αίματός μας πως τα παλιά, πρόστυχα, αλλά ω! πόσον αποτελεσματικά, επιχειρήματα των θεωρητικών της αστικής ευτέλειας δεν θα αναδυθούν την ώρα της κρίσεως;
Αφήσαμε τους αγώνες του αντιδικτατορικού αγώνα έρμαιο στην υποβολιμαία μπουρδολογία των συνεργατών της χούντας· εγκαταλείψαμε το Πολυτεχνείο βορά στην συστηματική υπόσκαψη της πολιτικής του γενναιότητας· παρατήσαμε τον Γιωτόπουλο, ως νομιζόμενο «εκπρόσωπο» των δυτικοευρωπαϊκών αντιδικτατορικών ομάδων, και μαζί του όλη την (παρτσακλή, έστω, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο πολύτιμη) ονείρωξη των ένοπλων αγώνων στην ύποπτα ασύντακτη εξίσωσή τους με την τρομοκρατία, και, αθεράπευτα νωθροί, δεν μπήκαμε καν στον κόπο να ορίσουμε, έστω για μας, την έννοια της πολιτικής τρομοκρατίας.
Κι ακόμα περισσότερο, προσπαθήσαμε να εκσυγχρονιστούμε, εκχωρώντας τα άγια τοις κυσί, εκχωρώντας τους κατ’ εξοχήν τίτλους ευγενείας που διαθέταμε, δηλαδή την ιστορία της Αντίστασης, στην σφαίρα της γραφικότητας. Τι μας φταίει τώρα ο αξιοδάκρυτος κος Κασιμάτης αν, σε κατάσταση μνημονιακού παραληρήματος, πιστεύει πως μπορεί να χλευάσει τον Γλέζο;
Ηττηθήκαμε. Ηττηθήκαμε ήδη από το ’45, ήδη από το ’49, ήδη από το ’67. Κι η μεταπολιτευτική ευωχία δεν ήταν νίκη, ήταν απλώς η στοχαστική προσαρμογή των εχθρών μας. Τώρα που αυτοί εξοπλίζουν την φαιοφορούσα αιχμή του δόρατος, τώρα που η Χρυσή Αυγή τους δίνει την ευκαιρία να επανεγκαθιδρύσουν σε νέες βάσεις την αστική τους δημοκρατία εξευτελίζοντας οριστικά τις λέξεις και τα πράγματα, τώρα είναι ίσως η τελευταία μας ευκαιρία να ξανασκεφτούμε την ταυτότητά μας (και τα βίαια ή μη πρόσημά της) που, από το ’74 τουλάχιστον, απεμπολίσαμε χαλαρά, θεωρώντας την δικαιωμένη.
Σχόλια