Τι σας κινητοποίησε να συνυπογράψετε το κείμενο των γλωσσολόγων;
Η κοινή λογική. Όσα υποστηρίζουμε στο κείμενο, οι γλωσσολόγοι που συνυπογράφουμε, υπακούουν στην κοινή λογική. Υπάρχουν όμως και άλλες πιο περίπλοκες απαντήσεις σε αυτό που με ρωτήσατε. Θα έλεγα ότι είναι μια ειρωνεία της ιστορίας, το ότι στην ιστοσελίδα ενός συλλόγου που έχει το όνομα του μεγάλου μεταρρυθμιστή της εκπαίδευσης, Αλέξανδρου Δελμούζου, γράφονται εν έτει 2012, τέτοια αστήρικτα και αντι-επιστημονικά κείμενα.
Που μεταξύ άλλων υποστηρίζουν ότι τα φωνήεντα υπάρχουν στο DNA μας, από την αρχή της ύπαρξής μας στον πλανήτη, και το κάθε γράμμα έχει την βαρύτητά του, ο κάθε φθόγγος την μουσικότητά του και ο κάθε τόνος την αξία του κ.λπ.
Θα πω ένα απλό επιχείρημα που ίσως πείσει αυτούς που ενθουσιάστηκαν με το κείμενο της κ. Χρυσού ή και την ίδια, αφού μοιάζουν να ενδιαφέρονται για την ετυμολογία. Η ίδια η ετυμολογία των όρων «φθόγγοι, φωνήεντα, σύμφωνα» παραπέμπει στον προφορικό λόγο. Οι φθόγγοι είναι αυτοί τους οποίους «φθεγγόμεθα», δηλαδή, προφέρουμε. Τα φωνήεντα είναι αυτά που έχουν φωνή, ή για να το πω πιο επιστημονικά, είναι αυτοί οι φθόγγοι που όταν τους προφέρουμε δεν υπάρχει φραγμός στην έξοδο του αέρα από την στοματική κοιλότητα και άρα έχουν ηχηρότητα. Τα σύμφωνα δε, είναι εκείνα που δεν μπορούν να προφερθούν μόνα τους και συνοδεύουν τα φωνήεντα.
Η ελληνική ανήκει στις γλώσσες που από παλιά απέκτησαν και γραπτή μορφή, επομένως η προφορική μορφή αποτυπώθηκε με τα γράμματα. Το πολύ απλό, λοιπόν, που θέλαμε να επισημάνουμε στο κείμενο αυτό είναι, ότι είναι άλλο πράγμα τα φωνήεντα, τα σύμφωνα και οι φθόγγοι και άλλο τα γράμματα. Δηλαδή, τα σύμβολα με τα οποία αποτυπώνουμε στον γραπτό λόγο την προφορική μορφή. Σε όλες τις γλώσσες με ιστορική ορθογραφία υπάρχει απόσταση ανάμεσα στην προφορική και τη γραπτή μορφή της γλώσσας.
Ένα άλλο ερώτημα είναι πώς ακριβώς γίνεται η δημόσια συζήτηση στην χώρα. Γιατί ένα κείμενο με χονδροειδείς παρανοήσεις, προερχόμενο από εκπαιδευτικό, βρίσκει μια τεράστια διάδοση, βοηθούντων και των Μέσων Ενημέρωσης, με την χαρακτηριστική τους προχειρότητα, αυτό δεν θέλω να το θίξω περισσότερο, το έχω για προφανές. Αλλά και με κινητοποίηση μεγάλων παθών γιατί κάτι το «εθνικόν» διακυβεύεται εδώ πέρα.
Εδώ υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα. Το ενδιαφέρον ζήτημα είναι ότι πίσω από τα απλά ζητήματα διακρίνουμε σοβαρά στερεότυπα, σοβαρά ιδεολογήματα. Η γνώμη μου είναι ότι τα κύρια ιδεολογήματα που διακρίνουμε πίσω από αυτές τις απόψεις που εκφράστηκαν, είναι α) ότι η προφορική γλώσσα είναι υποδεέστερη από την γραπτή, αντίληψη αστήριχτη επιστημονικά, και β) ότι η νέα ελληνική γλώσσα είναι υποδεέστερη από την αρχαία ελληνική. Αυτές οι δύο, είναι οι βασικές θέσεις που αποκρύπτονται πίσω από τις σχετικά φαιδρές συζητήσεις για τον αριθμό των φωνηέντων. Επιτρέψτε μου, επίσης, να αντιστρέψω το επιχείρημα περί του ότι οι γλωσσολόγοι θέλουν να γίνουμε «αρεστοί στους δυτικούς». Αντιθέτως, θέλω να υπενθυμίσω ότι η ιστορική μελέτη του γλωσσικού ζητήματος μας έχει δείξει ότι η αρχαιολατρία και το ιδεολόγημα ότι η νέα ελληνική είναι φτωχή και μόνο με την αρχαία ελληνική μπορούμε να προχωρήσουμε, προβλήθηκε από την αρχή του γλωσσικού ζητήματος από τους αρχαϊστές και τους καθαρευουσιάνους, δηλαδή από εκείνους που υποστήριζαν ότι για να αρέσουμε στους δυτικούς, πρέπει μόνο με το αρχαιοελληνικό παρελθόν να προχωρήσουμε.
Προβάλλοντας το νεοσύστατο εθνικό κράτος στον καθρέπτη του δυτικού φιλελληνισμού και της αρχαιολατρίας.
Ακριβώς. Είναι καιρός πια, τόσα χρόνια μετά από την σύστασή μας ως κράτος και πολλούς αιώνες μετά από την σύστασή μας ως νεοελληνικό έθνος, να αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση ότι είμαστε νέο ελληνικό έθνος, έχουμε ιστορική σχέση με το παρελθόν, είμαστε όμως νέο έθνος, έχουμε γλώσσα τη νέα ελληνική, αυτονόητης αξίας, όπως και όλες οι ανθρώπινες γλώσσες, σε αυτήν στηριζόμαστε και με αυτήν προχωράμε.
Αυτά τα θέματα έχουν αναλυθεί πάρα πολύ στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος. Θα θυμίσω μόνο την παλιά ρήση «αλίμονο σε σένα που είσαι έκγονος, απόγονος». Αυτό που τονίζω είναι ότι στις δύσκολες στιγμές που περνάει ο λαός μας και η χώρα μας, έχουμε ανάγκη από αυτοπεποίθηση για αυτό που είμαστε και όχι από συμπλέγματα ανωτερότητας ή κατωτερότητας.
Ειδικά όταν το μέλλον των παιδιών μας, έχει υπονομευθεί και σε σημαντικότερα ζητήματα, στους καιρούς που μιλάμε, έτσι δεν είναι;
Ακριβώς. Και επιτρέψτε μου να πω ότι όλοι όσοι έχουν επαφή με την εκπαίδευση ξέρουν ότι αυτό που μπορεί και πρέπει να διδαχθεί στον οποιοδήποτε άνθρωπο, από το Δημοτικό έως το Πανεπιστήμιο, πρέπει να έχει μια στοιχειώδη συνοχή, λογική και να μην προσφέρεται ως δόγμα. Όταν λοιπόν τα μικρά παιδιά, και το ξέρουν αυτό οι συνάδελφοι της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, το πρώτο που ρωτάνε είναι γιατί έχουμε τόσα «ι», εννοώντας «ι», «υ», «η», «ει», «οι», αφού προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, εκεί πρέπει να έχουμε ένα λογικό επιχείρημα για να τους πείσουμε γιατί έχουμε αυτόν τον φθόγγο και αυτές τις γραπτές μορφές που εξηγούνται από την ιστορική ορθογραφία. Χωρίς την κοινή λογική που στηρίζεται φυσικά στην επιστημονική ανάλυση, δεν είναι δυνατόν να συγκινήσουμε κανέναν από τους νέους ανθρώπους. Ο κάθε νέος άνθρωπος θα καταλήξει να βλέπει, όπως γινόταν εδώ και δεκαετίες, τη γραμματική ως το πιο αντιπαθητικό και παράλογο μάθημα του σχολείου.
Η διάδοση αυτής της γλωσσικής κινδυνολογίας που στηρίζεται και σε μυθεύματα, η πολύ μεγάλη διάδοσή της, τουλάχιστον στο διαδίκτυο, μας αποκαλύπτει άλλα πράγματα για το πώς συζητάμε σε αυτή τη χώρα και εδώ η γλωσσική επιστήμη έχει και ένα θλιβερό προνόμιο. Θέλω να πω, προσωπικά δεν αισθάνομαι αρμόδιος να τοποθετηθώ σχετικά με το μποζόνιο του Χίγκς. Για τα γλωσσικά θέματα όμως, περίπου ο καθένας αισθάνεται ότι είναι σε θέση να μιλήσει βασισμένος στα δικά του κριτήρια περί καλλιέπειας και τίποτα παραπάνω.
Αυτό είναι αλήθεια και χαρακτήρισε τις συζητήσεις εντός του γλωσσικού ζητήματος εδώ και πάρα πολλές δεκαετίες. Αυτό θα μπορούσε να έχει μια αρχικά υγιή αφετηρία, ότι δηλαδή οι άνθρωποι δείχνουν ενδιαφέρον να μιλάνε και να σκέφτονται για τη γλώσσα τους. Δεν είναι κακό αυτό. Είναι άλλο πράγμα η γνώμη, που όντως μπορεί να εκφράζει ο καθένας, και άλλο η ειδική επιστημονική γνώση. Ο καθένας, συνήθως, δεν είναι ο μέσος άνθρωπος. Είναι εκείνοι που έχουν την δύναμη να διαμορφώνουν συνειδήσεις και ιδεολογία, και αυτή την παράμετρο, δεν πρέπει να την αγνοούμε. Γιατί είναι αρμοδιότεροι για τη γλώσσα οι δημοσιολογούντες κάθε είδους από τους γλωσσολόγους;
Όχι γιατί εμείς θέλουμε να εκφράσουμε υπογράφοντας το κείμενο που αναφέρατε, ως γλωσσολόγοι, κάποιο συντεχνιασμό ή για να μην κατέβουμε από τις υψηλές έδρες μας που έτσι και αλλιώς δεν υπάρχουν, αλλά γιατί πρέπει να δείξουμε ότι για να εξηγήσουμε πώς λειτουργεί ένα φαινόμενο, στην περίπτωσή μας το φαινόμενο της γλώσσας, χρειάζεται κόπος, χρόνος, εργασία. Στους ολιγομελείς Τομείς της Γλωσσολογίας που έχουμε στην Ελλάδα, σε όλα τα Πανεπιστήμια, Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πατρών, Ιωαννίνων, Θράκης, Κρήτης, σε όλα τα ερευνητικά κέντρα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Ινστιτούτο Επεξεργασίας Λόγου, δεν έχει διεξαχθεί ποτέ μια έρευνα που να αντιβαίνει αυτές τις βασικές παραδοχές της γλωσσολογίας περί διαφοράς προφορικού και γραπτού λόγου.
Το θέμα δεν είναι ποιος έχει το δικαίωμα να πάρει το λόγο. Καταρχήν, μιλώντας θα έλεγε κανείς ότι οποιοσδήποτε θα έχει το δικαίωμα να πάρει το λόγο, αρκεί να το κάνει με ένα ορισμένο τρόπο και ο τρόπος συνίσταται στο να λάβει υπόψη του ότι υπήρξαν και άλλοι πριν από αυτόν που ασχολήθηκαν με αυτά τα θέματα, άρα υπάρχει βιβλιογραφία. Να μπει στον κόπο να αποδείξει τους ισχυρισμούς του με τον τρόπο που κωδικοποιεί ο επιστημονικός τρόπος δουλειάς.
Βεβαίως. Και αν θέλει να λειτουργεί ως επιστήμονας και πολύ καλά θα κάνει, να δει σε ποια μεθοδολογία και σε ποιο πλαίσιο διεξάγει την οποιαδήποτε έρευνα. Αυτό καλούνται να κάνουν τα δημόσια πανεπιστήμια και για να κάνω και μια άλλη παρέμβαση επί της συγκυρίας, η απαξίωση των δημοσίων ελληνικών πανεπιστημίων αυτή την στιγμή, μας έχει φέρει σε ένα τέτοιο σημείο, που να προβληματίζονται οι άνθρωποι αν όντως υπάρχουν επιστήμονες γλωσσολόγοι που ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα.
Πιστέψτε με υπάρχουν πολλοί, η δουλειά των επιστημόνων είναι να κάνουν την έρευνά τους, η δουλειά των πανεπιστημιακών δασκάλων είναι να διδάσκουν το μάθημά τους και βεβαίως να διαδίδουν τις επιστημονικά ορθές απόψεις, δεχόμενοι την κριτική, τον αντίλογο, όπως γίνεται παντού.
Τα υπόλοιπα είναι για τους celebrities της πολιτικής, της δημοσιογραφίας ή και της επιστήμης, που έχουν και σημαντικό μερίδιο ευθύνης για την ευρεία διάδοση λανθασμένων και παραπλανητικών απόψεων τόσο για τη γλωσσική εκπαίδευση όσο και για τη νεοελληνική ταυτότητα.