Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο

 

Είχα την τύχη να διαβάσω το γινάτι – Ο σοφός της λίμνης, το νέο μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου, πριν κυκλοφορήσει επίσημα στα βιβλιοπωλεία στις αρχές αυτής της εβδομάδας από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Κι είχα την ακόμη μεγαλύτερη τύχη να συζητήσω μαζί του, ακόμη μια φορά.

Κάθε νέο βιβλίο του είναι ένας καινούργιος κόσμος. Δεν το διαβάζεις, το ζεις. Και δεν είναι μόνο η πλοκή και οι όμορφες ερωτικές ιστορίες που πλάθει. Είναι αυτό το ξεχωριστό ταλέντο του να ζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή. Η ιστορία, οι συνήθειες, η ζωή των καθημερινών ανθρώπων, οι τόποι, τα έθιμα και βεβαίως η γλώσσα, που με έκπληξη βλέπεις να αλλάζει από βιβλίο σε βιβλίο και να προσαρμόζεται στον τόπο και στην εποχή που μας ταξιδεύει ο συγγραφέας.

Όποιος έχει έστω αποπειραθεί να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα, αντιλαμβάνεται πόσο μόχθο και ταλέντο απαιτεί κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό άλλωστε τα περισσότερα ιστορικά μυθιστορήματα, μόνο «ιστορικά» δεν είναι και απλώς βλέπουν μια εποχή με τα μάτια του σήμερα. Ο Καλπούζος γράφει και σε κάνει να νιώθεις πως έχει ζήσει τα γεγονότα. Ήταν εκεί!

Κι όμως. Θα το γράψω ακόμη μια φορά γιατί δεν μπορώ να το χωνέψω: Η κριτική σε γενικές γραμμές στέκεται αμήχανη απέναντι στο έργο του: Πώς γίνεται ένας ποιοτικός συγγραφέας να πουλάει κιόλας; Απαράδεκτο!

Η Σέρρα, προηγούμενο μυθιστόρημα του, από τις σημαντικές στιγμές της λογοτεχνίας μας, δεν ήταν καν υποψήφιο για κάποιο βραβείο. Διαβάστε τις διάφορες λίστες και κάντε τις συγκρίσεις σας…

Ας ελπίσουμε το… γινάτι της κριτικής και των διαφόρων φορέων να σταματήσει επιτέλους!

Ως τότε αξίζει να διαβάσετε τα όσα μας είπε ο Γιάννης Καλπούζος. Και προσέξτε ιδιαιτέρως την τελευταία φράση αυτής της συνέντευξης.

 

Τι ήταν αυτό που σε έκανε να διαλέξεις τα Γιάννενα ως τόπο που διαδραματίζεται το νέο σου μυθιστόρημα;
Η περιοχή των Ιωαννίνων, και η χρονική περίοδος από το 1917 μέχρι το 1929, προσφερόταν για να ξετυλίξω τα θέματα που με απασχολούν στο συγκεκριμένο βιβλίο, πέρα από την έλξη που έτσι κι αλλιώς ασκεί πάνω μου ο γενέθλιος τόπος της Ηπείρου. Για παράδειγμα, η συνύπαρξη χριστιανών και μουσουλμάνων μετά το 1913, όταν αλλάζουν οι ρόλοι εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, η ταυτότητα τού Έλληνα μέσα από το πολυφυλετικό περιβάλλον, καθώς και το πολυσχιδές γινάτι. Να διευκρινίσω ότι το γινάτι είναι ωσάν την αρετή και την κακία, χωρίζεται σε δύο δρόμους, και στο βιβλίο αναλύονται, μέσα από τους χαρακτήρες των ηρώων του, πολλών λογιών γινάτια.

 

Χρησιμοποιείς πάντοτε μια διαφορετική γλώσσα σε κάθε σου βιβλίο. Σα να την ανακαλύπτεις από την αρχή κάθε φορά, ώστε να δένει με τον τόπο και τον χρόνο. Πώς καταφέρνεις να πετύχεις αυτή τη «μεταμόρφωση»;
Πολύ εύστοχη ερώτηση, η οποία αποκαλύπτει και την εμβριθή παρατήρησή σου! Μπορεί να παλεύω μήνες μέχρι να βρω με ποια γλώσσα θα ξεδιπλώσω τη μυθοπλασία κάθε νέου μου βιβλίου. Μέχρι να καταλήξω, αδυνατώ να προχωρήσω. Είναι το κλειδί που μου ανοίγει δεκάδες πόρτες, με πιο σπουδαία το κίνητρο να αναμετρηθώ με ένα ύφος γραφής που θα διακρίνεται ως δικό μου και συγχρόνως θα διαφέρει από τα πρωτύτερα κείμενά μου. Αποτελεί τη δημιουργική πρόσκληση και πρόκληση. Όσον αφορά στην εκάστοτε «μεταμόρφωση» με βοηθά η μελέτη επιστολών, στίχων τραγουδιών, μαρτυριών, παλιότερων βιβλίων, άρθρα τοπικών εφημερίδων, αρχείων προξενείων και Υπηρεσιών, η ντοπιολαλιά και η ρωμαίικη γλώσσα που με αυτήν μεγάλωσα και την ανασύρω στη μνήμη μου. Όλα διηθούνται μέσα μου και ζυμώνονται με βάση τη δική μου αισθητική, αλλά υπάρχει και κάτι μη ανιχνεύσιμο. Λέω ότι με ακουμπά στον ώμο το χέρι του Θεού και ξεχύνεται η ιδέα. Όταν νιώσω ότι βρήκα τη γλώσσα, πλέον είμαι σίγουρος ότι θα γράψω το βιβλίο. Όλα ξεκινούν από εκεί.

 Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, πατάμε σε αχνάρια και ζωγραφίζεται η ψυχή μας από τον Έλληνα του 1940, του 1921, του 1912, του 1821 και πάει το ράμμα πολύ πίσω στα χρόνια

Σε απασχολούν, συνήθως, άγνωστες πτυχές της ιστορίας μας. Μάς ταξιδεύεις κάθε φορά σε έναν άλλον τόπο. Ποια δική σου ανάγκη κρύβεται πίσω από αυτή την επιλογή;
Να μάθω, να γοητευτώ πρώτος εγώ από την περιπλάνηση σε παλιές εποχές κι ύστερα να τα μεταφέρω συμπυκνωμένα και ξεδιαλυμένα στους αναγνώστες. Θέλω και να ανακαλύψω από τι είμαστε κτισμένοι, καθώς κουβαλάμε, συνειδητά και κυρίως ασυνείδητα ή τουλάχιστον χωρίς να το ερευνούμε, νοοτροπίες, παθογένειες, προτερήματα ή ελαττώματα, συμπεριφορές, μυθεύματα, συνήθειες, λέξεις ή έννοιες, κώδικες και χίλια δυο άλλα, διά μέσου της προφορικής διδαχής από γενεά σε γενεά. Αυτή καθορίζει δυναμικά την οντότητά μας και τις αντιδράσεις μας. Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, πατάμε σε αχνάρια και ζωγραφίζεται η ψυχή μας από τον Έλληνα του 1940, του 1921, του 1912, του 1821 και πάει το ράμμα πολύ πίσω στα χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για όσους λαούς μας μπόλιασαν θετικά ή αρνητικά. Μ’ ενδιαφέρει και ο Ελληνισμός στις διάφορες χρονικές περιόδους, και ο άνθρωπος γενικότερα, μια και κτίζουμε συνεχώς έναν νέο Έλληνα. Τι χάσαμε, τι μπορεί να ανακτηθεί, τι καλό ή κακό προσθέσαμε.

 

«Αρκούν το σπέρμα και το αίμα, η θρησκεία, ο τόπος και ο πολιτισμός του παρελθόντος και του παρόντος να ονομάζεσαι Έλληνας»; αναρωτιέται ο ήρωάς σου και απαντά με ένα «ίσως». Η δική σου άποψη ποια είναι;
Με τη συνήθη έννοια του όρου, αρκούν. Καταγράφεσαι Έλληνας ως κληρονομικό δικαίωμα. Όμως, με την ουσιαστική σημασία δεν αρκούν, ενώ σίγουρα δεν μπορούν να αποκλείσουν αυτόν που θέλει να είναι και να νοιώθει Έλληνας. Για μένα, ο Έλληνας πρέπει να έχει όραμα και ν’ αγαπά τη γλώσσα μας. Αν υπάρχει μια ξεχωριστή κληρονομιά μας, αυτή είναι η φιλοσοφία. Ο σιορ Δονάτος στο γινάτι κάνει μια πρόταση να ιδρυθούν παντού σχολές φιλοσοφίας. Ας είναι δημόσιες, ας είναι και ιδιωτικές. Ας διδάσκουν Έλληνες και ξένοι. Θα μπορούσε να αποτελέσει όραμα αυτό. Το πλάτεμα της σκέψης του λαού μας. Να μάθει να παρατηρεί και να αναλύει, να στοχάζεται.

 

Εσύ έχεις γινάτι; Υποκύπτεις σ’ αυτό;
Πάμπολλα γινάτια. Τα αρνητικά μου, θα τα αποκρύψω. Με διακρίνει το γόνιμο και δημιουργικό πείσμα. Εντάξει, ενίοτε και η ξεροκεφαλιά ως Ηπειρώτης. Πάντως ό,τι κατάφερα να πετύχω το οφείλω στο πείσμα μου. Αφότου είπα θα λιώσω στη δουλειά και θα πετύχω τον στόχο μου. Ότι θα περπατήσω με τα δικά μου πόδια και χωρίς να αναζητώ στηρίγματα.

 

Τι θα έγραφε ένας μυθιστοριογράφος του μέλλοντος ανατρέχοντας στη δική μας εποχή;
Μπορώ να μιλήσω μόνο για μένα, προσπαθώντας να δω το σήμερα απ’ το μέλλον. Θα προσπερνούσα καταρχάς όλα τα ονόματα που μας βομβαρδίζουν μέσα από τις Ειδήσεις και θα καυτηρίαζα τη νοοτροπία ότι ως χώρα πορευόμαστε με το βλέποντας και κάνοντας. Κυρίως θα έσκυβα στους απλούς ανθρώπους, στην καθημερινή ζωή. Θα με απασχολούσε η ταχύτητα σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής μας, σε όσα δεν εκτιμάμε και σε όσα περιφρονούμε. Ότι αναμένουμε την ελπίδα από θαυματοποιούς, χωρίς να αναζητούμε τι έφταιξε και φτάσαμε στην τωρινή κατάντια. Θα απορούσα γιατί ο κόσμος ξεσηκώνεται για χίλια δυο θέματα, ενώ για τη μεγάλη απάτη του χρηματιστηρίου η οποία κατέστρεψε τα ασφαλιστικά ταμεία και χιλιάδες συμπατριώτες μας δεν έγινε καμιά ογκώδης διαδήλωση. Βεβαίως, αυτές είναι σκέψεις εν θερμώ. Σε ένα μυθιστόρημα όλα ζυγίζονται με τον καιρό και μηρυκάζονται με άλλους κανόνες. Μπορεί και να προσέγγιζα με τελείως διαφορετικό τρόπο τα πράγματα. Ίσως μέσα από μια γερόντισσα, η οποία αδυνατεί να χρησιμοποιήσει το κινητό τηλέφωνο. Να είναι ανήμπορη και να στέκεται με παράπονο και απόγνωση μπροστά σε μια μηχανή.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!