Φωτ: Ο Γιάννης σκιτσάρει τη Χρύσα πάνω στο τραπέζι, υπό το βλέμμα του Βίκου και τους ήχους των Χειμερινών Κολυμβητών (φωτό Στ. Ελληνιάδη, 27.1.2002)

 

Δεν είχαμε ποτέ έλλειψη από καλούς γελοιογράφους. Το αντίθετο, μάλιστα. Και πολλούς και καλούς, από τις ναυαρχίδες του Τύπου μέχρι τα φτηνά περιοδικά ευρείας κατανάλωσης, σαν το Ρομάντζο, το Θησαυρό και τη Βεντέτα, αυτό που κοίταζες πρώτα ήταν τα σκίτσα του Δημητριάδη, του Αρχέλαου, του Βλάχου, του Χριστοδούλου, του Μητρόπουλου, του Σκουλά, του Μποστ… Καθώς μεγαλώναμε κι εμείς, ο Κυρ, ο Λογό και ο Ιωάννου μεσουρανούσαν με τις σατιρικές, κοινωνικές και πολιτικές γελοιογραφίες και τα κόμικς που συζητιούνταν στις παρέες και καρφιτσώνονταν στους τοίχους και τα ταμπλό στα φοιτητικά δωμάτια και τις σχολές. Οι παρεμβολές τους κατά κανόνα καίριες, εύστροφες και ευφάνταστες, έπιαναν το «ζουμί» από τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, πηγαίνοντας πολλές φορές σε μεγαλύτερο βάθος και με επισημάνσεις συχνά πιο εύστοχες από τους πολιτικούς και τους σχολιαστές, χρησιμοποιώντας σαν τρυπάνι το ξεχωριστό τους προσόν, το χιούμορ μέσα από το σκίτσο. Μερικές φορές με τόσο διαπεραστικό τρόπο που νόμιζες ότι οι εικόνες είχαν κίνηση και ήχο, ακόμα και μυρωδιά. Μέσα σ’ αυτό το πολύ απαιτητικό πεδίο, ο Καλαϊτζής σκάει σαν φρέσκια βόμβα. Στη μεταπολίτευση, μέσα από την Ελευθεροτυπία που εκφράζει πιο δημοκρατικά το πνεύμα της μεταπολίτευσης, αναδείχνεται σαν ο κεντρικός εκφραστής της μαχητικής γραμμής που δεν χαρίζεται σε κανέναν, με πολλές ιδιοτυπίες, στη σκέψη, τη σύλληψη, την προσέγγιση και την καλλιτεχνική αποτύπωση. Πολύ γρήγορα παίρνει τη θέση που του αξίζει ανάμεσα στους μεγάλους μετρ του είδους, αλλά ποτέ δεν εφησυχάζει ούτε περιορίζεται στα επιτεύγματά του. Γιατί, κατά βάθος, οι γελοιογραφίες και τα κόμικς είναι τα βασικά, αλλά όχι αποκλειστικά του όπλα σε ένα διαρκή δημιουργικό ακτιβισμό, που εκφράστηκε πανηγυρικά στον αγώνα που έκανε για να πετύχει η συνεργατική «Εφημερίδα των Συντακτών».

Είχα το προνόμιο της φιλίας του. Το οποίο δεν εξαντλήθηκε στις ατελείωτες συζητήσεις και τις ανθεκτικές (και μη) οινοποσίες του Αη-Γιαννιού. Στη δεκαετία του 1980, που βγάλαμε το περιοδικό «ντέφι», o Γιάννης συμμετείχε με το «Εικονογράφημα του Γιάννη Καλαϊτζή» στο εγχείρημα μιας σπουδαίας παρέας, σχολιάζοντας σε ένα δισέλιδο τις αντιφάσεις της εποχής, με τον ρεμπέτη που κατά βάθος ήτανε ροκάς και τον ροκά που κατά βάθος ήτανε ρεμπέτης ή με τον Μαρξ που επανήλθε στη ζωή μέσα στο σώμα μιας πόρνης. Κι αυτό έπαιξε ίσως ένα ρόλο που εκδηλώθηκε αργότερα στο δικό του εγχείρημα, με μια άλλη μεγάλη παρέα, όταν πήρε την πρωτοβουλία και επένδυσε με όλη τη φαιά του ουσία στην έκδοση της «Γαλέρας». Ένα εξαιρετικό από την άποψη του περιεχομένου και της αισθητικής περιοδικό, στου οποίου τη συγγραφή, αλλά και τις ενδιαφέρουσες συνελεύσεις, μετείχα γνωρίζοντας και άλλα σημαντικά χαρίσματα του Γιάννη, όπως την ικανότητά του να γράφει μικρά, αλλά πολύ ωραία κείμενα και να οργανώνει ή να υποστηρίζει παράλληλες δράσεις, όπως τις εκθέσεις κόμικς, τη ραδιοφωνική εκπομπή «Στο Κόκκινο» και το ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα των αστέγων στο οποίο παίξαμε κι εμείς μπάλα ως «βετεράνοι», στην πλατεία Συντάγματος!

Τον θαύμαζα γιατί δεν άφηνε το συγκροτημένο μυαλό και την αξιοθαύμαστη μεθοδικότητά του, ούτε τις σκοτούρες του, να εξουδετερώνουν τον αναβλύζοντα αυθορμητισμό του. Φαινόταν στην ανεξάντλητη έμπνευσή του, φαινόταν και στο άρπαγμα της «στιγμής». Το σκιτσάρισμα δεν έγινε ποτέ επάγγελμα, το οποίο σεβόταν, για τον Καλαϊτζή. Θυμάμαι τι συνέβη ένα βράδυ που πίναμε ρακί σ’ ένα από τα στέκια της Βαλτετσίου, απέναντι από τη Ριβιέρα. Συζητώντας, είδα τον Ψαραντώνη που περνούσε από μπροστά μας και τον προσκάλεσα να καθίσει μαζί μας. Μετά τις συστάσεις, εντυπωσιασμένος ο Γιάννης από την σκαμμένη και πολύ εκφραστική φιγούρα του Κρητικού λυράρη, αλλά κι απ’ τις ιστορίες που λέγαμε γύρω από τη μεγάλη περιοδεία που είχαμε τότε πραγματοποιήσει στην παρευξείνια ζώνη και τα Βαλκάνια, άρχισε να σκιτσάρει το κεφάλι του καλλιτέχνη πάνω στο μάρμαρο του τραπεζιού. Μόλις τελείωσε και είδε ο Ψαραντώνης το σκίτσο, τρελάθηκε! Είχε ενθουσιαστεί με τη ζωγραφιά, η οποία ήταν πράγματι εξαιρετική, αλλά έπαθε σοκ όταν συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν σε χαρτί, που θα μπορούσε να το πάρει, αλλά στο μάρμαρο του τραπεζιού! Του ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι αυτό το σκίτσο, το τόσο καλό, ήταν καταδικασμένο να σβηστεί, λίγο αργότερα, από το σφουγγάρι του σερβιτόρου. Το κοίταζε και το ξανακοίταζε με ευχαρίστηση, θαυμασμό και απογοήτευση ταυτόχρονα. Κι ένα άλλο βράδυ, στις «Γραμμές» που είχαμε πάει παρέα με την Όλια Λαζαρίδου, τον Βίκο Ναχμία και άλλους φίλους για να ακούσουμε τους Χειμερινούς Κολυμβητές, ο Γιάννης ζήτησε ένα μολύβι από το μαγαζί και βάλθηκε να σκιτσάρει την ανιψιά μου που καθόταν απέναντί του, πάνω (πού αλλού;) στο μάρμαρο του τραπεζιού. Αυτή τη φορά η υπόθεση ήταν οικογενειακή! Η Χρύσα Διαμαντοπούλου ένιωθε όπως ένιωσε ο Ψαραντώνης, και ποιος ξέρει πόσα άλλα «θύματα» είχαν αισθανθεί το ίδιο, όταν κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να απολαύσει την απεικόνισή της, δια χειρός Καλαϊτζή, παρά μόνο για δυο-τρεις ώρες μέχρι να λήξει η παράσταση και να σκουπιστούν τα τραπέζια. Τότε σκεφτήκαμε ότι ο μόνος τρόπος για να σώσουμε το έργο τέχνης, και να μην χαθεί σαν του Ψαραντώνη, ήταν να φύγουμε παίρνοντας μαζί και το τραπέζι, αλλά, δυστυχώς, ο έκπληκτος καταστηματάρχης αρνήθηκε να μας το δώσει! Μόνο την τρίτη φορά, έχοντας πλέον την εμπειρία εις διπλούν, όταν τον είδα να ζητάει μολύβι, έτρεξα μέσα στο εστιατόριο την ώρα που τρώγαμε και βρήκα ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί που το έβαλα μπροστά του ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόταν να τραβήξει την πρώτη γραμμή πάνω στο τραπέζι! Έτσι, η Ιωάννα Κλειάσιου έχει φυλάξει το σκίτσο που της έκανε ο Γιάννης εκείνο το βράδυ στο «Γιάντες».

Αλλά το πιο μεγάλο «χάπενινγκ» που ζήσαμε οικογενειακώς ήταν η φάση που αποφασίσαμε να σμίξουμε τα γατιά μας! Τον Στράτο μας, που θύμιζε Διονυσίου, με την επίσης Σιαμ παρθένα πριγκίπισσά τους. Όταν η Γεωργία και η Λουίζα, οι δύο από τις τρεις «υπέροχες» του Γιάννη (η Μύρινα έλειπε), προσπάθησαν να πλησιάσουν τους «νιόνυμφους» την ώρα που κυνηγιόνταν ερωτικά στην κουζίνα και έριχναν με πάταγο τα πιάτα από την πιατοθήκη, ο Στράτος, θεωρώντας την παρουσία τους σαν παρενόχληση, αγρίεψε και έστειλε και τις δύο στο νοσοκομείο με σοβαρά τραύματα στα χέρια και τα πόδια! Εκείνο το βράδυ, κανένας τους δεν τόλμησε να ξαναμπεί στο διαμέρισμα. Την άλλη μέρα το πρωί, που κλήθηκα εσπευσμένα να βοηθήσω, βρήκα τον Γιάννη μαζί με τη Γεωργία και τη Λουίζα με επιδέσμους, να περιμένουν έξω από την πόρτα, μην τολμώντας να αντικρύσουν το θηρίο! Όμως, επειδή η διακόρευση φαίνεται ότι είχε συντελεσθεί, μόλις φώναξα τον Στράτο, εμφανίστηκε κάτω από μια πολυθρόνα, ήρεμος και ωραίος, έτοιμος να με ακολουθήσει. Όπως ήταν αναμενόμενο, μετά την τραυματική εμπειρία της οικογένειας Καλαϊτζή, το ζευγάρι δεν ξαναέσμιξε ποτέ και γι’ αυτό, ίσως, η ερωτευμένη πριγκίπισσα, μια μέρα εξαφανίστηκε από την πολυκατοικία της Θεμιστοκλέους.

Παρ’ όλο που ο Γιάννης μας άφησε ένα μεγάλο θησαυρό από σκίτσα του, λυπάμαι που δεν τον παρότρυνα να κάνει μια σειρά σκίτσων των σημαντικότερων δημιουργών του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού. Η γνώση του και η βαθιά κατανόηση των τραγουδιών αναμφίβολα θα ενσωματώνονταν στις εικονογραφήσεις του. Απόδειξη είναι το θαυμάσιο σκίτσο του Μάρκου Βαμβακάρη με το οποίο φιλοτέχνησε το αντίστοιχο άρθρο μου στη «Γαλέρα». Του πήγαιναν αυτά τα πορτρέτα, γιατί αυτός ο γλυκός και μπεσαλής άνθρωπος ήταν παιδί και μάγκας ταυτόχρονα. Γλεντζές μέχρι τελικής πτώσεως, όπως καταμαρτυρούν κάποιες μη δημοσιεύσιμες φωτογραφίες μας από ένα αποκριάτικο γλέντι στο παλιότερο σπίτι του στο Νέο Ηράκλειο, αλλά και βαρύς όταν μιλούσε για σοβαρά κοινωνικά θέματα, όταν υπερασπιζόταν τις απόψεις του για τον πολιτισμό ή όταν εκδήλωνε το θυμό του για την κακοποίηση του περιβάλλοντος, ειδικά όταν αυτό αφορούσε την Πύλο που τόσο αγαπούσε. Εκρηκτικός άνθρωπος με συνετή σκέψη, ώριμος πάντα και πηγαία νεανικός. Ίσως γι’ αυτό να στέριωσε στα Εξάρχεια, ο Κοκκινιώτης. Γι’ αυτά και για πολλά άλλα, η ύπαρξή του θα μας συντροφεύει ανεξίτηλη.

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!