Ο Γιάννης Φιλιππίδης με το νέο του μυθιστόρημα Είχε λιακάδα σήμερα, που κυκλοφορεί από την Άνεμος Εκδοτική, αποδεικνύει ακόμη μια φορά πως είναι μια από τις ξεχωριστές σύγχρονες φωνές στο μυθιστόρημα.

Οι ήρωες του βγαλμένοι μέσα από την πραγματικότητα, εποχές που σκιαγραφούνται με ακρίβεια και γλαφυρότητα – όπως στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα τα χρόνια της δικτατορίας, άνθρωποι που αγωνίζονται με τον τρόπο τους και δεν το βάζουν κάτω. Ακόμη κι όταν η μάχη μοιάζει να χάνεται είναι πολλά αυτά που έχουν κερδηθεί.

Δεν διστάζει να δώσει και την πολιτική διάσταση, αναλύοντας τους τρόπους που η πολιτική μπαίνει στην καθημερινότητά μας και συχνά την καθορίζει ερήμην μας. Δεν διστάζει να δώσει όνομα στον εχθρό. Να τον περιγράψει. Κι ας μη γίνει αρεστός σε κάποιους. Δεν διστάζει αν μιλήσει γι’ αυτά που σωπαίνουμε και δεν επαναπαύεται στην απατηλή παρηγοριά ενός HappyEnd. Δεν θα χαμογελάτε κλείνοντας το βιβλίο. Όμως θα έχετε πάρει δύναμη. Και είναι «μόνο» ένα μυθιστόρημα.

Το βασικό κομμάτι του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στη μέση της δικτατορίας. Γιατί διάλεξες αυτή την περίοδο;

Γεννήθηκα στην καρδιά της επταετίας, πρόλαβα να κρατήσω μέσα μου κάτι από την οσμή της, η πρώτη μου πολιτική ερώτηση προς τον πατέρα μου ήταν «ποιος είναι αυτός που κατεβαίνει από το αεροπλάνο». Χρόνια μετά επέστρεφα μαζί του σε κείνη την περίοδο, τις αλήθειες, τα μεγάλα πολιτικά ψέματα. Άντεχα ν’ ακούσω, εγώ ήθελα να μάθω, είχα ο ίδιος απορίες, ως τα δέκα μου χρόνια ήμουν έτοιμος να ζήσω την Ελλάδα –πολιτικά– στο μετά της, γνωρίζοντας αρκετά για το τι έχει συμβεί πριν. Έχουμε, φοβάμαι, ξεχάσει πως οι συνταγματάρχες ήταν οι ίδιοι που, ως νέοι στρατιωτικοί, στήριξαν τον Μεταξά. Παλεύουν πολύ οι άνθρωποι που έχουν αυτές τις πολιτικές ρίζες, να ξεχάσουμε ότι οι δύο δικτατορίες, είχαν σχέση συγγενική. Το συγκλονιστικότερο για μένα είναι πως στην έρευνά μου για το νέο μου βιβλίο, ένιωσα πως ακουμπάω τον ιστό της αράχνης, που ύφανε το αλλοτινό, αλλά αλίμονο, και το σημερινό πολιτικό τοπίο.

Έχει υπάρξει λες κάθαρση από εκείνη τη σκοτεινή εποχή; Τι κατάλοιπα μας έχει αφήσει;

Καμία άξια κάθαρση δε συντελέστηκε τα επόμενα χρόνια. Φοβάμαι πως για ένα ευρύ πολιτικό χρόνο που ακολούθησε, ίσως και να το νομίσαμε. Αλλά θα το πω συγγραφικά: Είναι σα να αφήσαμε όλον τον περισσευούμενο εθνικοσοσιαλισμό εκείνης της εποχής σ’ ένα δωμάτιο, μαζί με τα απόνερά του. Έτσι, δεκαετίες μετά, που χαρακτηρίστηκαν από πρόσωπα σαν τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Μητσοτάκη ή τον Σημίτη –που μας έφεραν στην Ελλάδα της διαρκούς επιτροπείας– η υγρασία σ’ εκείνο το ξεχασμένο δωμάτιο, κακοφόρμισε, έβγαλε μούχλα, μετατράπηκε σε τοξικό πολιτικό λόγο, πήρε πολιτικό σχηματισμό και, το χειρότερο, πέρασε και περνάει σ’ έναν μεγάλο πληθυσμό ανιστόρητων κι άβουλων ως τώρα ανθρώπων, τη ρητορική του μίσους στο στόμα τους, τη μη ιδεολογία, τον μηδενισμό, που ενεργοποιεί το πολιτικό αυτό περιθώριο, το κάνει να ανθίζει ξανά. Γι’ αυτό θεωρώ σκοπό μου να δείχνω κάθε τόσο εκείνο το ξεχασμένο δωμάτιο. Για να μαθαίνουν οι νεότεροι τι και για ποιον στόχο δούλευαν οι παλιότεροι. Για την πατρίδα, τη δημοκρατία, την πρόοδο και την ανάπτυξη; Ή παίζαν κι άλλα παρατράγουδα στον πολιτικό τους νου;

Μία από τις βασικές σου ηρωίδες είναι μια τραγουδίστρια-αστέρι της εποχής. Είχες κάποιες συγκεκριμένες στο μυαλό σου όταν φιλοτεχνούσες το πορτρέτο της;

Μα και βέβαια, στο ξεκίνημα της συγγραφής, είχα τη δική μου ηρωίδα πανέτοιμη, εξωτερικά και εσωτερικά. Εξωτερικά, χρειάστηκε να παρελάσουν από την οθόνη του υπολογιστή και το μυαλό μου, στιγμές και πρόσωπα που χαρακτήρισαν καλλιτεχνικά εκείνη την εποχή. Μοιραία ωστόσο, κι επειδή το κύριό μου μέλημα είναι να γράφω βιβλία δυνατών συναισθημάτων, η εμφάνισή της, καθορίστηκε από τον ίδιο τον χαρακτήρα της. Ερωτεύθηκα ο ίδιος μια γυναίκα, που υπήρξε για πρώτη φορά στο δικό μου κεφάλι, την άφησα να ζει χειραφετημένη για την εποχή της και ταυτόχρονα της εμφύσησα χαρακτηριστικά ανυποταξίας. Δε μπορώ να γνωρίζω αν υπήρξε κάποιο αστέρι της εποχής εκείνης, που να ‘χει τα δικά της τελικά και διαμορφωμένα από μένα, χαρακτηριστικά. Αλλά για μένα, ελπίζω και για τους αναγνώστες, ήταν τόσο πειστική, που κατά τη συγγραφή, κυκλοφορούσε στον χώρο γύρω μου. Και μόνο όταν τα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος που αντιγράφει μια αλλοτινή πραγματικότητα φτάσουν να αποκτούν μ’ έναν τρόπο φαντασιακό, πραγματική υπόσταση, τότε είναι η στιγμή η δική μου, να στρωθώ να γράψω γι’ αυτούς.

Τι υπάρχει από σένα μέσα στους ήρωες του βιβλίου;

Θα μιλήσω μόνο για το συγκεκριμένο βιβλίο, γιατί το στήσιμο ενός μύθου, έχει κάθε φορά, διαφορετικά χαρακτηριστικά και κίνητρα. Εδώ λοιπόν στο Είχε λιακάδα σήμερα, επειδή η ιστορία αναπτύσσεται σε σκοτεινές δεκαετίες με μπόλικο παρακράτος, ρουφιανιά και φόβο, προσέδωσα στον πατέρα και αδερφό για τις δύο βασικές μου ηρωίδες, αδερφή και κόρη του, όλα όσα δεν θα ‘θελα να ‘ναι κανένας άνθρωπος που να γνωρίζω: Τον έκανα εθνικιστή χωρίς ιδεολογία, φασίστα άνευ λόγου, οπισθοδρομικό, καθεστωτικό, είναι η επιτομή ενός μικρόμυαλου και μικρόψυχου ανθρώπου. Όλα τα άλλα πρόσωπα ωστόσο, χαρακτηρίζουν εμένα, οι συμπεριφορές τους καθορίστηκαν από το δικό μου θυμικό, το συναίσθημα, τα πολιτικά μου πιστεύω. Αυτό το μοίρασμα, δεν είναι βέβαια δίκιο στο ζύγι, αλλά γιατί θα ‘πρεπε; Όλα θα γίνουν, έτσι όπως είναι το δίκιο της ελεύθερης σκέψης των άλλων, ο φασίστας πατέρας θα εκμηδενιστεί. Ειλικρινά το χάρηκα πολύ κι αυτή η ανισορροπία στη ζυγαριά, έφερε κατά την κρίση μου, την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, που όλοι οι καλόπιστοι δικαιούμαστε, το ίδιο συμβαίνει και με τους ήρωές μου, πλην του ενός.

Μιλάς χωρίς περιστροφές και ωραιοποιήσεις για τον καρκίνο και αφιερώνεις κι ένα σημείωμα στο τέλος του βιβλίου. Δεν είναι δύσκολο να γράφεις για ένα τέτοιο θέμα;

Το δύσκολο είναι να βιώνεις ένα τέτοιο θέμα, όχι το να γράφεις γι’ αυτό. Είναι ωστόσο αλήθεια, πως χρειαζόμουν ένα υστερόγραφο, τόσο για να καταδείξω πως στον αγώνα κατά του καρκίνου από τα χρόνια του ’70 έχουν γίνει ιλιγγιώδεις πρόοδοι. Κόσμος χάνεται ακόμα, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που χαρακτηρίζεται εξατομικευμένα ως χρόνιο νόσημα. Με τον ίδιο τρόπο αναφέρομαι και σε κάθε χρόνιο νόσημα, ανήκω στα άτομα χαμηλής οράσεως, γνωρίζω από πρώτο χέρι, ότι στην υγεία δεν είναι τίποτα δεδομένο. Έτσι το βιβλίο αυτό, αφιερώνεται σε όσους και όσες δεν αγωνίζονται για να νικήσουν τον θάνατο, αλλά να κερδίσουν την ίδια την ζωή. Και να το κάνουν αυτό, κάθε μέρα από την αρχή. Μ’ επίγνωση της τύχης τους, όταν συμβαίνει να ‘ναι υγιείς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!