του Ντίνου Καραμητρούση

Ο θάνατος του Γιάννη Διακογιάννη τις προηγούμενες μέρες, σε ηλικία 91 ετών, ήρθε να επισφραγίσει το τέλος μιας εποχής την οποία ο ίδιος προσδιόρισε και χαρακτήρισε με το ύφος του, τη συνέπεια, τη γνώση του και το επίπεδο του δημοσιογραφικού του λόγου, στοιχεία μέσα από τα οποία καταξιώθηκε στο υψηλότερο και σημαντικότερο επίπεδο, στο καταπονημένο κομμάτι της αθλητικής δημοσιογραφίας.

Ο αείμνηστος δημοσιογράφος και συγγραφέας ήταν ένας «μπον βιβέρ» στο χώρο των μέσων επικοινωνίας και ενημέρωσης, στο γραπτό και ηλεκτρονικό Τύπο, γνωρίζοντας άριστα το αντικείμενό του και διαβασμένος επαρκώς, έχοντας το περιεχόμενο που τον έθετε στην κορυφή ενός χώρου δύσκολου αλλά και πολλαπλά κρινόμενου.

Γιατί είτε θα ασχολούνταν με το προσφιλές του ποδόσφαιρο, είτε με τον αγαπημένο του κλασσικό αθλητισμό, είτε ακόμα και με την ποδηλασία, το χόκεϊ ή οποιοδήποτε άλλο άθλημα, ήταν τόσο καλά ενημερωμένος ώστε έδινε την εντύπωση ότι ζούσε μέσα από αυτά τα αγωνίσματα και πρόσφερε το καλύτερο δυνατό προϊόν στον τηλεθεατή, τον αναγνώστη, τον ακροατή.

Δημιούργησε μία «σχολή» ουσιαστικά μόνος του και το παράδειγμα του ώθησε μία καινούργια στρατιά νέων δημοσιογράφων στο να ασχοληθούν με την αθλητική δημοσιογραφία χωρίς ωστόσο κανένας να φτάσει στο επίπεδο, στην αξιοπρέπεια, στη γνώση και στην ευγένεια με την οποία ο ίδιος «έντυνε» τις αθλητικές του μεταδόσεις.

Λάτρης του ωραίου, αγαπούσε πάρα πολύ τη γαλλική μουσική, χωρίς να παραγνωρίζει την ελληνική, την κλασσική, παθιάζονταν με τον κινηματογράφο, το καλό κρασί, το καλομαγειρεμένο γεύμα και πάντα ήθελε να ταξιδεύει στη δεύτερη χώρα καταγωγής του τη Γαλλία όπου και η καταγωγή της μητέρας του αλλά και της πρώτης συζύγου του.

Με τη συμπεριφορά και τη στάση του έδινε παραδείγματα προς μίμηση σε ένα πλήθος νέων δημοσιογράφων, πώς να μένουν ανέγγιχτοι και σε εύλογη απόσταση όχι μόνο από τον οπαδισμό, αλλά και από την εξάρτηση, τη σωματειακή τοποθέτηση και τις πολλές φιλίες, με παράγοντες, αθλητές και ανθρώπους γενικά του αθλητισμού.

Αυτό ήταν ένα από τα «όπλα» του ώστε να μπορεί να κάνει απερίσπαστος τη δουλειά του αλλά και να απολαμβάνει της εκτίμησης όλων των ανθρώπων οι οποίοι είτε τον περιέβαλαν στην εργασία του, είτε από απόσταση αναγνώριζαν το έργο του.

Προσωπικά τον γνώρισα στο τέλος σχεδόν της πολυκύμαντης δημοσιογραφικής του καριέρας, όταν ήταν 60 ετών, σε ένα παιχνίδι στο Βέλγιο το 1991, συνοδεύοντας την ποδοσφαιρική ομάδα του ΠΑΟΚ όπου είχαμε τη χαρά μίας αμφίπλευρης επικοινωνίας στην οποία κατέδειξε την εκτίμηση και τον συναδελφικό σεβασμό του ακόμα και για νεότερους συναδέλφους.

Εκείνη την περίοδο είχε αναλάβει μάλιστα να παρουσιάζει –αφιλοκερδώς– ένα ωριαίο πρόγραμμα τα Σαββατοκύριακα με μουσική και τραγούδια του γαλλικού πενταγράμμου, που τόσο του άρεσαν, στον «902, Αριστερά στα FM» στην Αθήνα, για να ικανοποιεί το προσωπικό του μουσικό πάθος αλλά και να μεταλαμπαδεύει την αγάπη του για την μουσική.

Έμεινε μακριά από την κομματικοποίηση αλλά με έντονα χαρακτηριστικά της γνώσης των πραγμάτων που χαρακτήριζαν τη χώρα και πολιτικά και κοινωνικά εκτός από το αθλητικό γίγνεσθαι.

Χειρίστηκε επιδέξια τον δημοσιογραφικό του λόγο και με το ήθος του αλλά και ένα ευρηματικό πλούσιο λεξιλόγιο το οποίο χαρακτηρίζονταν από το βαθύ προσωπικό του περιεχόμενο, έκανε τις μεταδόσεις απόλαυση. Η απώλειά του ασφαλώς σημαντική για τον δημοσιογραφικό κλάδο και δη για την αθλητική δημοσιογραφία.

Ο χώρος δεν πρόκειται να τον λησμονήσει και ειδικότερα όσοι τον πρόλαβαν στην εποχή της επαγγελματικής του δραστηριότητας και της μεγάλης καριέρας που έχτισε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!