Ο απόδημος ελληνισμός χωρίς αμφιβολία αποτελεί εθνικό κεφάλαιο. Αυτό είναι κάτι που διαχρονικά έχει αποδειχτεί – από την επανάσταση του 1821 μέχρι και σήμερα. Η ομογένεια συγκροτεί εκτός των συνόρων μας μια δεύτερη Ελλάδα που πολλές φορές –ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνουμε– προσφέρει σε πολλά επίπεδα στη χώρα – πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά, πολιτιστικά. Όμως παρόλη την αξία που έχει ο απόδημος ελληνισμός για την Ελλάδα, το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν συμπεριφέρεται ανάλογα. Δεν στηρίζει όσο θα έπρεπε τον απόδημο ελληνισμό με πολιτικές για την παιδεία, για τη γλώσσα, για τον πολιτισμό αλλά και με την παροχή καλύτερων υπηρεσιών μέσα από τους κρατικούς θεσμούς, τις πρεσβείες και τα προξενεία. Ο απόδημος ελληνισμός νιώθει πολύ κοντά με την Ελλάδα, διακατέχεται από αγωνία και αγάπη για τη χώρα αλλά πρακτικά τις περισσότερες φορές το ελληνικό κράτος μοιάζει να μην ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την ομογένεια – παρά μόνο όταν θέλει να τη χρησιμοποιήσει.
Κατά αυτόν τον τρόπο φαίνεται να λειτουργεί και η κυβέρνηση Μητσοτάκη σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής στις εκλογές του απόδημου ελληνισμού. Γρήγορα, βιαστικά, εν μέσω πυρκαγιών, προχωράει στην ψήφιση ενός νομοσχεδίου για το ζήτημα με βασική ρητορική ότι φροντίζει συνολικά και για τη χώρα και για την ομογένεια, ότι δίνει φωνή στους Έλληνες του εξωτερικού και ότι απλά διευκολύνονται όσοι είναι γραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους με τις νέες ρυθμίσεις.
Υποκριτική πλήρως ρητορική όταν η χώρα καίγεται και η Βουλή συζητά σαν να μην τρέχει τίποτα∙ όταν η κυβέρνηση είναι έτοιμη για εθνικές υποχωρήσεις προς την Τουρκία κατ’ εντολή των συμμάχων και παράλληλα κάνει πως νοιάζεται για τον Ελληνισμό∙ όταν η κυβέρνηση έχει αφήσει, και αυτή με τη σειρά της, τον απόδημο ελληνισμό χωρίς καμία στήριξη∙ όταν η Ν.Δ. έχει υλοποιήσει και συναινέσει σε όλες αυτές τις πολιτικές που οδήγησαν πολλούς συμπολίτες μας να ζούνε και να εργάζονται εκτός συνόρων.
Την ίδια στιγμή αποτελεί ψέμα ότι απλά γίνεται μια διευκόλυνση αφού το νομοσχέδιο βασίζεται στο «δίκαιο του αίματος» και ο Έλληνας πολίτης προσδιορίζεται από κάποιον πρόγονο ομογενή ή κάποιον με ελληνική ιθαγένεια. Άρα όποιος πληροί αυτό το κριτήριο μπορεί και να γραφτεί στους εκλογικούς καταλόγους. Καταλαβαίνουμε ότι εδώ πάει να δημιουργηθεί μια κατάσταση που όποιος έχει ελληνική καταγωγή μπορεί να ψηφίσει στις εκλογές και έτσι να έχουμε μια πολύ μεγάλη διεύρυνση των εκλογικών καταλόγων με τέτοιο τρόπο που δυνητικά να ανοίγει ο δρόμος και για ευθεία παρέμβαση διάφορων ξένων λόμπι. Αυτό που θα έπρεπε να γίνει είναι ένας ουσιαστικός διάλογός με συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων και κύρια της ομογένειας, να υπάρξει ξεκαθάρισμα των εκλογικών καταλόγων, απογραφή του απόδημου ελληνισμού και κατόπιν να υπάρξουν προτάσεις προς διαβούλευση για το πώς μπορεί να προχωρήσει το θέμα της συμμετοχής των ομογενών στις εκλογές.
Αντί αυτών παίζεται ψηφοθηρικό παιχνίδι στις πλάτες του απόδημου ελληνισμού και χρησιμοποιείται το ζήτημα στην εγχώρια κομματική αντιπαράθεση και στο εγχώριο πολιτικό παιχνίδι. Γιατί εκτός των άλλων το ζήτημα χρησιμοποιείται και για πολιτικούς χειρισμούς όπως για να προωθηθεί η ιδέα ότι η Ν.Δ. νοιάζεται για τον Ελληνισμό και τη χώρα σε μια περίοδο που η κυβέρνηση είναι έτοιμη να εκχωρήσει εθνική κυριαρχία προς την Τουρκία, για να πολλαπλασιαστούν οι δίαυλοι επικοινωνίας με κομμάτια του ΠΑΣΟΚ αλλά και το περιβάλλον του Α. Λοβέρδου αλλά και για να αποπροσανατολιστεί η κοινωνία από τα πραγματικά προβλήματα που ταλανίζουν τη χώρα.
Πάντως στη συζήτηση που έχει γίνει ως τώρα στη επιτροπή της Βουλής, υπέρ του νομοσχεδίου έχουν ταχθεί η Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, η Νίκη, η Πλεύση Ελευθερίας και οι Σπαρτιάτες. Κατά είναι το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταθέσει τη δική του πρόταση ενώ η Ελληνική Λύση επιφυλάχθηκε για την ψήφο της στην Ολομέλεια. Αν ισχύσει αυτός ο συσχετισμός τότε αναμένεται το νομοσχέδιο να ψηφιστεί με πάνω από 220 βουλευτές, πράγμα που σημαίνει ότι ο ρυθμίσεις θα ισχύουν ήδη από τις επόμενες εκλογές δηλαδή τις ευρωεκλογές.
Μ.Α.