Αναδημοσιεύουμε απόσπασμα «Για τη γλώσσα» από άρθρο της Ιωάννας Τσιβάκου στην ιστοσελίδα Αντίφωνο.
«Σήμερα, στην Ελλάδα, όπως και σε όλον τον δυτικό κόσμο, κυριαρχεί ο σκεπτικισμός με αποτέλεσμα να ακυρώνεται κάθε κανονιστική αξία όπως και κάθε υψηλό, συλλογικό ιδεώδες, ενώ κάθε έκφανση του οργανωμένου βίου να διαποτίζεται με την αίσθηση της αβεβαιότητας, της ματαιότητας και της ατομικιστικής απόλαυσης. Οι κεντρικές νοηματοδοτήσεις της νόησης και της γλώσσας υποκλίνονται στη λειτουργική λογική των μέσων –ΜΜΕ και διαδικτυακά Κοινωνικά Μέσα– που τις διακινούν, όσων δηλαδή συμβάλλουν στην επικοινωνιακή τους εξάπλωση.
Εξ αιτίας των τεχνολογικών εξελίξεων, στις μέρες μας, αντί να μιλάμε για διπλή άρθρωση γλώσσας και νόησης, μιλάμε για υποταγή της γλώσσας στην τεχνολογία. Η παλιά ρήση του Καστοριάδη για τη σύζευξη λέγειν και τεύχειν (η οποία προσπαθεί να συλλάβει την ιστορική διάσταση του κοινωνικού πράττειν), έχει παραχωρήσει τη θέση του τεύχειν στην τεχνολογία, σ’ έναν δηλαδή παράγοντα ο οποίος είναι ταυτόχρονα και λέγειν καθώς περικλείει και τον λόγο της επιστήμης. Βεβαίως, ένα μέρος της γλώσσας εξακολουθεί να αρδεύεται από τον βιόκοσμο (όπως για παράδειγμα η γλώσσα της λογοτεχνίας), όμως η επιρροή της στο κοινωνικό πράττειν διέρχεται σήμερα μέσα από τη διεπιφάνεια μέσων-χρήστη, ώστε να επιτυγχάνεται η ροή της πληροφορίας.
Βάσει των παραπάνω, στην εποχή μας, η κοινωνία που προηγείται στην τεχνολογία είναι εκείνη η οποία καθιστά τη γλώσσα της lingua franca και επηρεάζει με τις δικές της σημασίες την παγκόσμια κουλτούρα, άρα και κάθε ατομική και συλλογική συνείδηση. Η αγγλική θα παραμένει lingua franca όσο οι ΗΠΑ κρατούν τα τεχνολογικά πρωτεία και θα ασκεί καταλυτική επιρροή στα πολιτισμικά πρότυπα των λαών.
Με το να υποκύπτει η εθνική γλώσσα στα γλωσσικά συμβολικά συστήματα της κυρίαρχης τεχνολογικής δύναμης, μειώνεται η ικανότητά της να λειτουργεί και ως οικοδομικό υλικό της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας. Η συμμετοχή διαφορετικών ατομικών ταυτοτήτων στην ίδια γλώσσα, ανήγαγε την τελευταία σε συστατικό της κοινής τους αναγνώρισης πως ανήκουν στο ίδιο έθνος. Άρα, η γλώσσα, λειτουργούσε, από το ένα μέρος, ως ιμάντας μεταφοράς των κοινών παραδόσεων, ως μέσον συγγραφής και διατηρήσεως της ιστορικής βιογραφίας του έθνους και, από το άλλο, ως ο τόπος του συνανήκειν. Σε κοινωνίες όπου σημειώνεται ύφεση στη δυναμική της γλώσσας τους, τα άτομα χάνουν την προσωπική τους αίσθηση του συνανήκειν, οδηγούμενα εκόντα άκοντα σε οντολογική ανασφάλεια ικανή να τα καταστήσει ευάλωτα απέναντι σε εχθρικές επιβουλές.
Ζώντας σε εποχή παρακμής των συλλογικοτήτων, το μετανεωτερικό ελληνικό υποκείμενο, εφόσον αποκόπτεται σιγά, σιγά, από τις ρίζες της γλώσσας του, κινδυνεύει να απολέσει τη συλλογική του μνήμη, άρα να απομακρυνθεί από το παρελθόν του, με αποτέλεσμα η συνείδησή του να στερείται βασικών ερεισμάτων της εθνικής του ταυτότητας. Ένα τέτοιο υποκείμενο, αιωρούμενο σ’ ένα ατομικιστικό σύμπαν, είναι πρόθυμο να μεταναστεύσει και να εγκολπωθεί τον τρόπο ζωής μιας οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας που θα του εξασφαλίζει τη ναρκισσιστική επιβεβαίωση των επαγγελματικών του δεξιοτήτων. Αφ’ ης στιγμής οικειοποιηθεί μια ξένη γλώσσα, η σχέση του με τον ελληνικό πολιτισμό γίνεται σχέση παρατηρητή με το αντικείμενό του, όχι σχέση πάσχοντος με το πάθος του.
Θα μπορούσε βεβαίως κάποιος να ισχυριστεί, πως υπάρχει συγγένεια μεταξύ των γλωσσών, όπως μαρτυρεί τουλάχιστον το ενέργημα της μετάφρασης. Οι γλώσσες είναι εσωτερικά συνάλληλες μέσα σε αυτό που θέλουν να εκφράσουν (κατά τη γνωστή ρήση του Μπένγιαμιν, στο “Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας”). Κατά συνέπεια, η αφομοίωση και χρήση μιας ξένης γλώσσας δεν οδηγεί αναπόφευκτα στην αδυναμία του ομιλούντος ή του γράφοντος να συλλάβει τα νοήματα που μεταφέρει η γενέθλια γλώσσα του. Εκείνο που εδώ υποστηρίζεται είναι πως ο ετερόγλωσσος χρήστης μιας γλώσσας δεν μπορεί να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο υποφώσκει εντός της η εθνική μνήμη και τον οποίο συλλαμβάνει ο ομόγλωσσος όντας μέτοχος της εθνικής συνείδησης. Σε αυτήν την εθνική, ιστορική συνείδηση παραπέμπει η εθνική γλώσσα, εφόσον, βεβαίως, μιλιέται και, κυρίως, γράφεται στη ζωντανή της εκδοχή, υπό την προϋπόθεση πως ο κληρονομημένος ιστορικός της πλούτο δεν έχει περισταλεί από μισαλλόδοξες περικοπές.»