Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου
Στα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Εκπαίδευση και τον Πολιτισμό γίνεται λόγος για την «σκιώδη εκπαίδευση» (shadoweducation), η οποία αποτελεί πλέον ένα σημαντικό τομέα επιχειρηματικής δραστηριότητας. Περί τίνος πρόκειται και πώς σχετίζεται με τα θέματα της στήλης μας; Πρόκειται για την ανάπτυξη ενισχυτικής υποστήριξης των μαθητών εκτός σχολείου σε όσες δραστηριότητες αναπτύσσονται εντός σχολείου. Σύμφωνα με τα σχετικά κείμενα (δες EUDGEducation&Culture, NESSE, “Thechallengeofshadoweducation” 2011): «Κάθε χρόνο ευρωπαϊκά νοικοκυριά σε όλη την Ευρώπη ξοδεύουν δισεκατομμύρια ευρώ προκειμένου να υποστηρίξουν την εξέλιξη των παιδιών τους μέσα στα σχολεία με εξωσχολική υποστήριξη, επιθυμώντας να διασφαλίσουν ότι τα παιδιά τους θα ανταποκριθούν με επάρκεια στις εξετάσεις, δουλειά ωστόσο που αποτελεί βασική ευθύνη του σχολείου. Αυτή η ενισχυτική υποστήριξη των μαθητών είναι ευρύτατα γνωστή ως σκιώδης εκπαίδευση και η μεταφορά αυτή χρησιμοποιείται ακριβώς επειδή οι μηχανισμοί εξωσχολικής υποστήριξης μιμούνται την εκπαίδευση. Έτσι, αν κάποια καινούρια δραστηριότητα ενταχθεί στο εκπαιδευτικό σύστημα, τότε λίαν συντόμως εμφανίζεται και στη σκιώδη εκπαίδευση».
Η συζήτηση για τα οικονομικά της εκπαίδευσης που εγκαινιάσαμε στο προηγούμενο σημείωμα οφείλει να συνδεθεί οργανικά με αυτό το φαινόμενο, όχι μόνο για λόγους οικονομικών μεγεθών, αλλά κυρίως για να μπορέσουμε να διακρίνουμε το κατά πόσο η «επιχειρηματική δραστηριότητα» τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τα περιεχόμενα της εκπαίδευσης. Τα στοιχεία για την ελληνική πραγματικότητα είναι βέβαια πιο εντυπωσιακά. Με βάση τη μελέτη του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ,[1] το έτος 2013 δαπανήθηκαν από τις ελληνικές οικογένειες 5.247.405.437,48 ευρώ. Για να περιοριστούμε σε κάποιες μόνο από τις βαθμίδες, 1,7 δισ. ευρώ δαπανώνται για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (15,1% για δίδακτρα σε ιδιωτικά, 56,9% για φροντιστήρια / ιδιαίτερα, 26,4% για ξένες γλώσσες και 1,6% για εκδρομές/εκπαιδευτικές επισκέψεις), 138 εκατ. ευρώ για τη Μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση μη τριτοβάθμιου επιπέδου, π.χ. ΙΕΚ, Κολλέγια, και 1,5 δισ. για την Τριτοβάθμια (7,3% για δίδακτρα σε μεταπτυχιακά, 0,4% για φροντιστήρια, 76,7% για δαπάνες σπουδών σε άλλη πόλη στην Ελλάδα, 15,3% για δαπάνες σπουδών σε άλλη χώρα και 0,3% για εκδρομές).
Βαρετά, κουραστικά στοιχεία θα σκεφτείτε, που ίσως απλώς προσφέρουν περισσότερη πληροφορία στην ήδη βιωματική γνώση του κάθε νέου, του κάθε γονιού ότι πρέπει να πληρώνει για τη δωρεάν παιδεία ή στην ήδη βιωμένη απογοήτευση αυτού που δεν έχει να πληρώσει και ξέρει από πολύ νωρίς ότι θα αντιμετωπίσει τη σχολική αποτυχία. Ο στόχος αυτού του σημειώματος, όμως, δεν είναι να κάνει την οικονομική ανάλυση του φαινομένου, αλλά να δείξει ότι η δημόσια τυπική εκπαίδευση νομιμοποιεί και τροφοδοτεί την παραπάνω επιχειρηματική δραστηριότητα. Την τροφοδοτεί όταν απαιτεί ως τυπικές γνώσεις αυτές που έχουν παρασχεθεί στη σκιώδη εκπαίδευση, π.χ. κατά τη διαδικασία εισαγωγής στην Τριτοβάθμια ή όταν απαιτεί επίπεδα γλωσσομάθειας, τα οποία δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν από το μάθημα της ξένης γλώσσας στη δημόσια εκπαίδευση. Τη νομιμοποιεί, επομένως, ανεξάρτητα από τις κατά καιρούς –ήπιες ή οξείες– δηλώσεις των υπουργών Παιδείας της κυβέρνησης της αριστεράς για την υπεράσπιση της δημόσιας εκπαίδευσης.
Πρέπει να σημειωθεί με έμφαση ότι η παραχώρηση στον ιδιωτικό τομέα τόσο κεντρικού ρόλου στην εκπαιδευτική διαδικασία δεν γίνεται από ανάγκη ή λόγω έλλειψης δομών ή εξειδικευμένου προσωπικού. Πλήθος αποφοίτων πανεπιστημιακών σχολών θα μπορούσαν να δουλέψουν με αξιοπρεπείς όρους. Στο χώρο της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης, για παράδειγμα, τα Τμήματα Ξένων Γλωσσών και Φιλολογιών των πανεπιστημίων μας εκπαιδεύουν καθηγητές γλώσσας με όλες τις απαραίτητες επιστημονικές προδιαγραφές, των οποίων μόνο ένα μικρό μέρος δουλεύει στη δημόσια εκπαίδευση. Στην ελεύθερη αγορά των φροντιστηρίων εργάζονται για εξευτελιστικό ωρομίσθιο παράλληλα με όσους δεν έχουν πτυχίο πανεπιστημιακού τμήματος ή όλοι μαζί συντηρούν τον φαύλο κύκλο των ιδιαίτερων μαθημάτων.
Για να μείνουμε στο παράδειγμά μας, μια στοιχειώδης ρύθμιση του χώρου της ξενόγλωσσης εκπαίδευσης απαιτεί πολιτική σύγκρουση αφενός με τους μεγάλους φροντιστηριακούς οργανισμούς και αφετέρου με τα Ινστιτούτα και τα Μορφωτικά Ιδρύματα των πρεσβειών και την πολιτιστικό ηγεμονισμό που παραδοσιακά ασκούν. Για μια τέτοια σύγκρουση απαιτείται όμως πολιτικό θάρρος, το οποίο η παρούσα κυβέρνηση έχει και σε άλλες περιπτώσεις αποδείξει ότι δεν διαθέτει.
Εάν όλος ο προβληματισμός που προηγήθηκε θα ακουγόταν ως «κρατικιστικός» μέχρι μερικά χρόνια πριν, σήμερα –μετά από επτά χρόνια συνεχόμενης απαξίωσης των δομών της δημόσιας εκπαίδευσης και των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται σε αυτήν– η συζήτηση για τη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου στην εκπαίδευση διαθέτει επείγοντα χαρακτηριστικά και αφορά την επιβίωσή της.
* Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)
[1]Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, «Δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση σε περιβάλλον κρίσης», Αθήνα, 2014