Η απάντηση του πλήρους κενού στο εναγώνιο ερώτημα της πληρότητας

του Αντώνη Ανδρουλιδάκη*

 

Στο διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ Μπάρτλμπι, ο γραφέας, που πρωτοεκδόθηκε το 1853, ο ήρωας, ένας πραγματικά αλλόκοτος άνθρωπος, εργάζεται σε ένα μικρό γραφείο που το μοναδικό παράθυρο του βλέπει σ’ έναν πλινθόκτιστο τοίχο. Ο Μπάρτλμπι, όλο και πιο συχνά απαντάει στα όσα εύλογα του αναθέτει το αφεντικό του με την ατάκα «Θα προτιμούσα όχι», ώσπου βέβαια φτάνει στο σημείο να αρνείται να κάνει το παραμικρό. Μένει να ατενίζει βουβός τον τοίχο έξω από το παράθυρο του, έτσι που στο τέλος γίνεται κάτι σαν το στοιχειό του γραφείου, καθώς μια μέρα καταλήγει κουλουριασμένος και νεκρός να επιμένει να «αντικρίζει» τον τοίχο του γραφείου-κελιού.

Πίσω από την καταναγκαστικά επαναλαμβανόμενη φράση «θα προτιμούσα όχι», κρύβεται μια μάλλον ασυνείδητη αρνητικότητα. Μια επιθυμία να γυρίσει κανείς την πλάτη του στον μέλλον και στον Άλλο, να απαρνηθεί τον κόσμο, εγκαταλείποντας τον ίδιο του τον εαυτό. Η μοναδική θέα που συντηρεί το βλέμμα, η θέα που συστήνει αλλά ταυτόχρονα «παγώνει» την ύπαρξη, είναι ένας «τυφλός τοίχος». Ο Μπάρτλμπι σιωπά, αντιπροσωπεύοντας το υπάκουο υποκείμενο. Δηλαδή, το αντικείμενο.

Όπως ορίζει ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν, «Ο Μπάρτελμπυ είναι ένας χαρακτήρας… χωρίς κόσμο, απών και απαθής… ένα λευκό χαρτί», που κανείς δεν υπάρχει εκεί για να το γράψει. Γιατί στην πραγματικότητα, αυτό που του συμβαίνει είναι η απώλεια της όρεξης για ανθρώπινη επαφή. Λένε στην Κρήτη, «δεν σε ρέγομαι» και εννοούν δεν σε ορέγομαι, δεν γουστάρω τα μούτρα σου. Αρνούμαι να σε «ερωτευτώ»! Αρνούμαι να σχετιστώ μαζί σου!

Ίσως, κάπως όπως ο Μπάρτλμπι, έχουμε αναθέσει το άγχος μας σε κάποιους άλλους γύρω μας, με τον ίδιο τρόπο που ένα ανορεξικό άτομο που αρνείται να τραφεί, περνάει το άγχος της κατάστασης του σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο από τον περίγυρο του. Και το πρόβλημα είναι, ότι ακριβώς αυτή η παραινετική βοήθεια του αγαπημένου άλλου, προκαλεί την επιδείνωση. Γιατί αυτό που χρειαζόμαστε είναι κατανόηση και όχι συμβουλές. Χρειάζεται να κατανοήσουμε τους Μπάρτλμπι του καιρού μας.

******

Ίσως κάπως σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η συναισθηματική μας επαφή με τον Άλλο είναι ένα καμπανάκι συναγερμού που σημαίνει προδοσία, εγκατάλειψη, παραμέληση, νοσηρή προσκόλληση ή εμμονή. Σημαίνει απώλεια του Εαυτού μας, δηλαδή επιζήμια, επιβλαβή και σίγουρα όχι χρήσιμα, πράγματα, όπως συχνά μας συμβούλευε η «μητέρα». Ο Μπάρτλμπι μέσα μας ενεργοποιείται σαν μια αντίδραση στα θετικά τρυφερά συναισθήματα που μπορεί να τρέφουμε για τον Άλλο. Είναι μια ανεπίγνωστη αντίδραση στην αβάσταχτη προοπτική της σχέσης. Πόσο τραγικό!

Κι έτσι, όταν μας ρωτούν για την Ηριάννα, η απάντηση πολλών είναι κάτι σαν το «θα προτιμούσα όχι». Η απάντηση, ίσως των περισσότερων, είναι ένα βλέμμα σ’ έναν τοίχο, ακριβώς εκεί όπου χρειαζόμαστε την επαφή του βλέμματος. Πρόκειται για την απάντηση του πλήρους κενού στο εναγώνιο ερώτημα της πληρότητας. Ένα ερωτηματικό που εκπίπτει σε μια τελεία.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, κάθε καταγγελία, κάθε συμβουλή, κάθε παρότρυνση λειτουργεί ως το συνοδευτικό γαϊτανάκι σ’ έναν κοινωνικό χορό μπροστά σε λευκούς τοίχους. Συντηρεί, δηλαδή, το αντιερωτικό κελί της άσχετης «σχέσης», καθώς μας λείπει η βαθιά κατανόηση του απέναντι έγκλειστου Άλλου.

Αλλά διευκολύνει και κάτι άλλο. Γιατί εκεί ακριβώς διανοίγεται η ρωγμή από την οποία εισέρχεται στο παιχνίδι ο τιμωρητικός Άλλος. Ο λευκός τοίχος που οικοδομεί η απάντηση «θα προτιμούσα όχι», γεμίζει αστραπιαία από το γκράφιτι της ετσιθελικής και τιμωρητικής κανονικότητας του ανέραστου τρίτου. Κανονική, είναι μόνο η απάντηση «θα προτιμούσα όχι». Καμία άλλη! Και βέβαια, προφανώς, κανονική δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να είναι μια ερώτηση.

Χάρις σ’ αυτήν τη συγκεκριμένη απάντηση κόπωσης και αρνητικότητας του κάθε Μπάρτλμπι, μπορούν και υπάρχουν αυτοί εκεί, οι εντεταλμένοι, να ορίσουν το κανονικό. Αντικειμενικά. Πως αλλιώς μπορεί να γίνει, θα σε ρωτήσουν δήθεν έκπληκτοι. Ο νόμος είναι αντικειμενικός: μετατρέπει τα ανθρώπινα πρόσωπα σε αντι-κείμενα. Τα στήνει, ανυποψίαστα, απέναντι του και τους γυρεύει να είναι κανονικά. Γράφει το κανονικά με αραιά γράμματα. Είναι μια ανάγκη να το τονίσει. Κανονικά. Με βάση τους κανόνες.

Κι έτσι μπορεί, για παράδειγμα, να σου πουν ότι δεν είναι κανονικό να πηγαίνεις στη Βαρκελώνη. Αυτή είναι μια αντικειμενική συνθήκη κανονικότητας. Αντικειμενική και κυρίως ελέγξιμη. Τα ταξίδια στη Βαρκελώνη είναι… αντικειμενικά κριτήρια ενοχής. Παράλογο κι όμως κανονικό.

******

Κάπως έτσι, τελικά, στον καπιταλισμό ο «νόμος», δεν νέμει, δεν διανέμει, δεν μερίζει, το δίκαιο, αλλά τους υλικούς όρους αναπαραγωγής του συστήματος… και βέβαια μέσα στο πλαίσιο αυτό είναι εξόχως σημαντικό να τιμωρείται κάποιος, μόνο και μόνο για να δικαιώνεται η μικροαστική αποφευκτική και αντικοινωνική κουλτούρα «κάτσε στ’ αβγά σου, μην μπλέξεις» ή αλλιώς η απάντηση του και προς τον τοίχο: «θα προτιμούσα όχι».

Θα τολμούσε κανείς να εφεύρει έναν νέο ορισμό, που θα λέει πως «Αστική Δικαιοσύνη» ονομάζουμε εκείνη την ανικανότητα του να έχεις την οποιαδήποτε συναισθηματική αντιστοίχιση με εκείνον τον Άλλο που κάνει κάτι το οποίο το σύστημα θεωρεί κακό ή λάθος, κάτι που δεν είναι τόσο κανονικό όπως το ουδέτερο, νεκρό, βλέμμα σ’ έναν τοίχο. Αστική Δικαιοσύνη είναι ο ορισμός της μη-σχέσης. Ο ορισμός της χρήσης του Άλλου ως αντικείμενου, ως τοίχου.

Και τι σπουδαία ευκαιρία, να μαζευτούν ξανά οι μισθωτοί κονδυλοφόροι του κανονικού, να κυνηγήσουν τις λέξεις, να τους ξεριζώσουν τα φτερά, να τις κλείσουν σε ξύλινες, στερεοτυπικές προτάσεις, όπως όταν ήμασταν παιδιά με τα τζιτζίκια του Αυγούστου. Όμως δεν είμαστε πλέον παιδιά, όμως ο Αύγουστος δεν ήρθε ακόμη, όμως η Ηριάννα είναι αθώα, όμως πως είναι δυνατόν, όμως τι λέτε, «όμως», πολλά «όμως» μαζεμένα. Τι σπουδαία ευκαιρία για τους κονδυλοφόρους του κανονικού να ειρωνευτούν την καταδίκη ενός αθώου, με άλλοθι πάντα την αντικειμενικότητα ενός νομικού πολιτισμού που μετατρέπει τα ανθρώπινα πρόσωπα σε νομικά αντικείμενα. Οι μαρτυρίες των προσώπων της κοινότητας της Ηριάννας είναι απλά υποκειμενικές εκτιμήσεις, εξαιρετικά ασθενείς μπροστά στα πανίσχυρα αντικειμενικά επιχειρήματα των αδέκαστων λειτουργών του νόμου. Δέκα, εκατό χιλιάδες μαρτυρίες «σ’ αγαπώ» δεν έχουν καμιά ισχύ μπροστά στα τεκμήρια ενοχής ενός ελάχιστου δείγματος DNA. Τέτοια αφόρητη αντικειμενικότητα! Οι προσωπικές βεβαιώσεις των συναδέλφων, οι μαρτυρίες των φίλων, οι χιλιάδες των αλληλέγγυων ανθρώπων, το άθροισμα ακόμη και εκατομμυρίων υποκειμενικών απόψεων, δεν «μετράνε μία» μπροστά στην «αντικειμενική» υποκειμενικότητα ενός διορισμένου –από το πολιτικό σύστημα- δικαστή, που ερμηνεύει μια νομοθεσία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος. Τέτοιος «νομικός πολιτισμός», εφάμιλλος των καλυτέρων ευρωπαϊκών!

«Φτιάχνουνε νόμους για να δένουν τους λαούς, για να μπορούν νομίμως να τους καταδυναστεύουν», έλεγε ένα ποίημα κρεμασμένο σε χαρτί στα κάγκελα του Πολυτεχνείου, κάποια επέτειο μετά.

******

Κι από τότε παραμένει πάντα εντυπωσιακό το τι «αντικειμενική» μαλακία μπορεί να παράγει η ανθρώπινη νόηση και ο εργαλειακός ορθολογισμός της προκειμένου να μην πιστοποιήσει το ανέραστο της. Για να αποφύγει να συναντήσει τον Άλλο. Για να διεκπεραιώσει την κυριαρχία πάνω στις υποτελείς τάξεις. Πόσες αντικειμενικές λέξεις μπορούν να αρθρωθούν σε καλοντυμένες νομικές προτάσεις, μόνο και μόνο για να εγκλειστεί κάποιος που δεν απάντησε «θα προτιμούσα όχι», κάποιος που δεν έμεινε άβουλος να κοιτά έναν λευκό τοίχο και επέλεξε να σχετιστεί.

Αλλά οι λέξεις δεν είπαν ακόμη την τελευταία τους κουβέντα!

 

* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής, antonisandroulidakis@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!