Τoυ Κώστα Ανδριανόπουλου.

Ο Παπανδρέου παραδέχτηκε πλέον πως οι αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν κεφαλαιώδη πολιτική σημασία. Ότι θα κρίνουν την πολιτική κυριαρχία, τη δυνατότητα, δηλαδή, της κυβέρνησης να διαχειρίζεται απρόσκοπτα τις τύχες της χώρας. Το ΠΑΣΟΚ δεν μετατόπισε απλώς την αντιπαράθεση, άλλαξε το εκλογικό του σχέδιο.

Το μέχρι τώρα σχέδιο περιόριζε την αναμέτρηση στ’ αυτοδιοικητικά και μέσα από τη θεωρία της χαλαρής ψήφου, σκόπευε να διαχειριστεί, ως μη πολιτική, τη φθορά. Δεν ήταν απλά ένα τέχνασμα, στηριζόταν σε μονιμότερες πολιτικές αξιολογήσεις. Υπήρχαν εκτιμήσεις πως ο συνολικός πολιτικός χώρος του ΠΑΣΟΚ αντέχει, πως οι αντιθέσεις ελέγχθηκαν, η αμφισβήτηση ενσωματώθηκε. Πως η εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ έχει ιστορική κουλτούρα και μακροχρόνια πολιτική συνέχεια τέτοια που δεν θα επιτρέψει τη «μεταστέγαση» σε άλλο χώρο. Άλλωστε, ορίζεται πρωτίστως από τη σχέση της με τη διακυβέρνηση και όχι με τη διαμαρτυρία. Διαμορφώθηκαν ψευδαισθήσεις, που τις ενίσχυσε ο «κανένας», η δημοσκοπική εικόνα, όπου οι απώλειες του ΠΑΣΟΚ δεν μεταφράζονται σε όφελος της Ν.Δ. και της Αριστεράς.
Οι εκτιμήσεις, όμως, λάθεψαν. Η φθορά ήταν βαθύτερη, εκτενέστερη. Η έλλειψη κεντρικής πολιτικής χειραγώγησης, πόλωσης, την ευνόησε. Οι προσδοκίες για πράσινη κυριαρχία σε δέκα περιφέρειες συρρικνώθηκαν. Οι περιφέρειες κατέβηκαν στις οκτώ, στις επτά και τώρα στις πέντε. Η χαριστική βολή ήρθε από τον Δημαρά, η δυναμική του οποίου άλλαξε το σκηνικό. Η διάχυτη αμφισβήτηση, πλέον μορφοποιείται, συγκροτείται σε ρεύμα. Η διαμαρτυρία (σε βάρος της ποιότητάς της) βρίσκει διέξοδο έκφρασης χωρίς να διαρρηγνύει το ιστορικό πασοκικό πλαίσιο. Ακόμα και έτσι, όμως, εκτροχιάζονται οι σχεδιαζόμενες μετεκλογικές ισορροπίες και ματαιώνονται οι ελπίδες της κυβέρνησης για μακροημέρευση.
Ο Παπανδρέου υποχρεώθηκε να αλλάξει τα πλάνα του. Έβαλε την πολιτική στο επίκεντρο και ενεργοποίησε τα διλλήματα. Θα κλιμακώσει τον εκλογικό εκφοβισμό, η δύναμη του οποίου είναι μεγάλη και δεν πρέπει να υποτιμάται. Υπάρχει ένα πανίσχυρο κλίμα στην κοινή γνώμη που πιστεύει ότι η προσφυγή στις κάλπες είναι ατελέσφορη και επιβλαβής για τη χώρα. Άλλωστε, για χρόνια τώρα ο πολίτης εκπαιδεύεται -από κάθε είδους κέντρα- να θεωρεί πως οι πρόωρες εκλογές είναι σε κάθε περίπτωση κοστοβόρες και επιβαρυντικές για την κοινωνία. Κοντά σ’ αυτά, όμως, τις εκλογές δεν θέλουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που αντιμετωπίζουν τα δικά τους εσωτερικά προβλήματα. Σχεδόν το διατυπώνουν κιόλας. Μόνο ο Αλαβάνος προσβλέπει στη λαϊκή ετυμηγορία και τη χειρίζεται σαν στοιχείο της πολιτικής του.
Η αντιπολίτευση και πιο συγκεκριμένα η Αριστερά (που μας αφορά ειδικότερα) βρίσκεται σ’ αυτή τη δυσμενή θέση, όχι συγκυριακά. Καθώς αδυνατεί να διεξάγει κεντρικό πολιτικό αγώνα (αδυνατεί, μάλιστα, να προσεγγίσει τις προϋποθέσεις του), περιορίζει την πολιτική σε διεκδικητισμό και επιτρέπει στο ΠΑΣΟΚ ανενόχλητο να παίρνει διαρκώς πρωτοβουλίες, να καθορίζει τα επίδικα της συγκυρίας.
Αν, για παράδειγμα, η Αριστερά είχε αναδείξει ως κεντρικό την αντιμετώπιση του χρέους, συμβάλλοντας και η ίδια με τη διαμόρφωση ενός μετώπου που θα στρατευόταν πολιτικά γύρω από τη διαχείριση ενός τέτοιου σκοπού, τώρα ο Παπανδρέου δεν θα μπορούσε να στήσει ανέξοδα το νέο ιδεολόγημά του. «Ψηφίστε με, δυναμώστε με για να διαπραγματευτώ το χρέος». Η πολιτική ζωή της χώρας θα είχε πάρει άλλη τροπή και άλλες προοπτικές.
Παρόλα αυτά, τα πράγματα δεν είναι καλά για το ΠΑΣΟΚ. Η κατιούσα της επιρροής του μπορεί προς στιγμήν να επιβραδυνθεί, αλλά δεν ανακόπτεται. Τα ρήγματα στο εσωτερικό του δεν γεφυρώνονται από εκλογικά μαγειρεία. Η οργή και η αμφισβήτηση είναι η κυρίαρχη κοινωνικοπολιτική διαδικασία. Αυτή ορίζει τις εξελίξεις και θα συνεχίσει να διογκώνεται μετά τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Ενώ οι τωρινοί προεκλογικοί διλημματικοί χειρισμοί του Παπανδρέου θα συμβάλουν από μόνοι τους ώστε να ανοίξει ο δρόμος προς τις βουλευτικές εκλογές.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!