του Βαγγέλη Δάνου
Έρχονται στιγμές που οι μνήμες «ξεχειλίζουν» και σε σπρώχνουν να τις εκφράσεις ανεξάρτητα από τα τραύματα και τα ψυχικά υπολείμματα που έχουν αφήσει. Μετά από 50 χρόνια (δύο γενιές), αρκετά μακριά από τα γεγονότα και αρκετά κοντά σε μία ψύχραιμη αυτοαναφορικοτητα της ιστορίας, θα ήθελα να αναφερθώ στην προσωπική μου εμπειρία, ως 17χρονος μαθητής, της εξόδου από το Πολυτεχνείο.
Το σπίτι μου ήταν Ιουλιανού, πολύ κοντά, οπότε συμμετείχα όλες τις μέρες. Ήμουνα ο τελευταίος που μπήκε στο κτίριο από την Πατησίων, μετά τις 12 , όταν είχαν φτάσει τα τανκς στην πόρτα. Για αρκετές ώρες είμαστε πολλές χιλιάδες στα κάγκελα μαθητές-φοιτητές-εργάτες και φωνάζαμε «αδέρφια μας φαντάροι», «Είμαστε άοπλοι», «Δεν είναι δυνατόν να χτυπήσετε τα αδέρφια σας». Τραγουδάγαμε συνεχώς τον Εθνικό Ύμνο, νοιώθοντας ρίγη συγκίνησης για την ιερότητα της στιγμής. Μας φώτιζαν με προβολείς και οι ασφαλίτες μας έβριζαν, ενώ τα τανκς ήταν έτοιμα με στοχευμένα τα κανόνια τους. Μεσολάβησαν διαπραγματεύσεις οι οποίες ήταν, από την αρχή, χωρίς προοπτική και αυτό το γνωρίζαμε. Είμαστε αποφασισμένοι και παίρναμε δύναμη ο ένας από τον άλλον. Ο ραδιοσταθμός ακουγόταν δυνατά και μας βοηθούσε, μέχρι που σίγησε μετά από απαίτηση των στρατιωτικών.
Κατά τις 3 π.μ. το τανκς πήρε φόρα, γύρισε ανάποδα το κανόνι και έπεσε στην πόρτα διαλύοντας τα σίδερα και τη Μερσεντές που ήταν από πίσω. Ήμουν αρκετά στο πλάι και δεν έχω εικόνα των ανθρωπίνων απωλειών που υπήρξαν.
Υποχωρήσαμε στο εσωτερικό του χώρου προς τη μεριά της οδού Τοσίτσα. Είμαστε μια ομάδα περίπου 1.000-1.500 καθίσαμε κάτω πιστεύοντας ότι δεν θα μας χτυπήσουν εφόσον είμαστε καθιστοί. Αντιληφτήκαμε μετά από μισή ώρα ότι πολλοί συμμετέχοντες έτρεχαν στην Τοσίτσα προς Μπουμπουλίνας. Οι περισσότεροι γυρίσαμε προς την είσοδο της Πατησίων αφού δεν υπήρχε άλλη έξοδος. Είχα βρεθεί με έναν συμμαθητή μου και μια φίλη μου και ακολουθήσαμε την ομάδα. Στην είσοδο στρατιώτες μάζευαν τα σίδερα, τα μπάζα και καθάριζαν το χώρο έτσι ώστε να ανοιχτεί ένας διάδρομος που μας οδηγούσε Πατησίων και μετά άνοδο προς Τοσίτσα μέχρι Μπουμπουλίνας. Στη διαδρομή δεν άφηναν οι φαντάροι να μας χτυπήσουν οι ασφαλιστές που είχαν λυσσάξει. Όταν φτάσαμε Μπουμπουλίνας διάφοροι παρακρατικοί μας περίμεναν με καδρόνια και σίδερα να μας βαρέσουν όπου μπορούσαν. Εκεί χτύπησαν και το συμμαθητή μου. Καταφέραμε και ξεφύγαμε προς Νεάπολη Εξαρχείων όπου βρήκαμε μια οικοδομή και μπήκαμε μέσα, γύρω στα 10 άτομα μέχρι να ξημερώσει και να γυρίσουμε σπίτια μας – δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε τους γονείς μας. Αργότερα το πρωί ξαναβγήκαμε για συνέχιση των διαδηλώσεων και υπήρχαν πολλοί νεκροί.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, που τη θυμάμαι με όλες τις λεπτομέρειες, με σημάδεψε στην υπόλοιπη ζωή μου και καθόρισε τη στάση μου για όλα τα επόμενα χρόνια.