Το κρατίδιο της Έσσης, το πέμπτο πολυπληθέστερο της Γερμανίας (6 εκατομμύρια κάτοικοι), ακολούθησε το παράδειγμα της Βαυαρίας: στις κάλπες της περασμένης Κυριακής οι συνιστώσες του Μεγάλου Συνασπισμού έχασαν μαζί σχεδόν το ένα τέταρτο των ψηφοφόρων τους, προς όφελος κυρίως της ακροδεξιάς AfD και των Πράσινων. Οι δημοσκοπήσεις που γίνονται σε ομοσπονδιακό επίπεδο επιβεβαιώνουν αυτήν την εικόνα: ο Μεγάλος Συνασπισμός (CDU/CSU και SPD μαζί) μετά βίας αγγίζει το 40%, έναντι του 53,5% που είχε λάβει στις περυσινές ομοσπονδιακές εκλογές – όπου ήδη τα κόμματα που τον αποτελούν είχαν σημειώσει μεγάλες απώλειες (το 2013 είχαν λάβει 67,2%). Πρόκειται για μια ιστορικών διαστάσεων πτώση, που δεν φαίνεται να ανακόπτεται, και ανατρέπει τον πολιτικό χάρτη της Γερμανίας.
Από πρώτη ματιά, το μεγαλύτερο θύμα είναι η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία – που για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της δεν βρίσκεται σε μία από τις δύο πρώτες θέσεις. Έτσι, και παρόλο που μέχρι στιγμής η επικεφαλής του SPD Νάλες παριστάνει ότι δεν καταλαβαίνει, πληθαίνουν οι αντιδράσεις των στελεχών της. Μόλις προχθές δέκα επιφανή μέλη του SPD (μεταξύ των οποίων ο πρώην υπουργός Ρούντολφ Ντρέσλερ και ο βουλευτής Μάρκο Μπίλοβ) υπέγραψαν μια κοινή δήλωση στην οποία τονίζουν: «Δεν θέλουμε άλλους κατευνασμούς και υποτιθέμενες επανεκκινήσεις. Το SPD βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, και είναι αναγκαία μια ριζοσπαστική νέα αρχή». Η δήλωση καταλήγει με τα αιτήματα: 1) Παραίτηση ολόκληρης της σημερινής ηγεσίας. 2) Σύγκληση έκτακτου συνεδρίου που θα αποφασίσει το τέλος του Μεγάλου Συνασπισμού…
Όμως εξίσου μεγάλο είναι το πλήγμα και για την Κεντροδεξιά. Και προσωπικά για την καγκελάριο Μέρκελ, που αναγκάστηκε να ανακοινώσει ότι δεν θα διεκδικήσει ανανέωση της θητείας της. Πολλοί αμφισβητούν άλλωστε και το αν θα καταφέρει να την ολοκληρώσει, και ήδη εμφανίζονται οι επίδοξοι διάδοχοί της – μεταξύ των οποίων το παλιό ηγετικό στέλεχος του CDU Φρίντριχ Μερτς που, αφότου παύθηκε από την Μέρκελ το 2009, «διέπρεψε» στον ιδιωτικό τομέα. Κι αφού πλούτισε εκμεταλλευόμενος τις πολιτικές σχέσεις του και την εμπιστοσύνη του επιχειρηματικού κόσμου, τώρα επιστρέφει και πλασάρεται (και από πολλά συστημικά ΜΜΕ) ως επιτυχημένος και σωτήρας της Κεντροδεξιάς.
Συνέπεια και όχι αιτία της κρίσης η αστάθεια
Όπως και να εξελιχθεί η διαδοχή των κομματικών ηγεσιών και η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, το γεγονός ότι η μέχρι πρότινος αδιαμφισβήτητη ηγέτιδα (όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και ολόκληρης της Ε.Ε.) ταπεινώνεται με τέτοιο τρόπο είναι απόρροια των τεράστιων αλλαγών που λαμβάνουν χώρα τα τελευταία χρόνια. Και της αδυναμίας του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος και των ελίτ να απαντήσουν στην πολύπλευρη κρίση που ταρακουνά το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, και να χαράξουν μια στρατηγική επιβίωσης σε ένα χαοτικό διεθνές περιβάλλον.
Εδώ ακριβώς βρίσκεται το βαθύτερο πρόβλημα, κι όχι στην (πρωτοφανή, πράγματι) πολιτική αστάθεια διαρκείας στη Γερμανία. Αυτή η αστάθεια είναι συνέπεια και όχι αιτία της κρίσης προσανατολισμού των ελίτ και της αναπάντητης από το πολιτικό σύστημα μαζικής δυσαρέσκειας των πολιτών. Αργά ή γρήγορα, οι πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας θα βρουν ένα νέο modus vivendi μεταξύ τους, είτε με τον τρόπο της Έσσης (η τοπική κυβέρνηση συγκροτείται από τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πράσινους) είτε διαφορετικά – ακόμα και «υπευθυνοποιώντας», εν ανάγκη, την ακροδεξιά AfD. Αλλά το πρόβλημα παραμένει: ποια Γερμανία, σε ποια Ευρώπη, με ποιες σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο;
Το στιβαρό στιλ του δίδυμου Μέρκελ-Σόιμπλε μπορεί να έκανε δουλειά μέχρι πριν δύο χρόνια. Όχι πια. Όχι όταν η πολιτική και η γεωπολιτική παίρνουν το πάνω χέρι από την οικονομία, και η Γερμανία αδυνατεί να ξεφύγει από την ευρωατλαντική αγκαλιά. Πόσο μάλλον που και εντός Ε.Ε. οι αποκλίνουσες τάσεις ενισχύονται τόσο ώστε η φρασεολογία περί «ολοκλήρωσης» να μοιάζει πια εντελώς αστεία. Ένα άνοιγμα του Βερολίνου προς τη Μόσχα (και το Πεκίνο, πιο μακροπρόθεσμα) θα μπορούσε να αλλάξει δεδομένα και συσχετισμούς. Αλλά κανείς δεν μπορεί να κάνει τα τολμηρά βήματα που απαιτούνται γι’ αυτό. Ούτε καν μία Μέρκελ που είχε όντως ηγετική στόφα και ήταν ικανή να υπερβαίνει τα όρια της γερμανικής Χριστιανοδημοκρατίας ώστε να υπηρετήσει αποτελεσματικότερα τις ανάγκες των λίγων.