Τoυ Κώστα Ανδριανόπολου.
Η φετινή επέτειος για την αποκατάσταση της δημοκρατίας ήταν πιο αντιφατική, πιο κενή περιεχομένου και ίσως γι’ αυτό πιο αποκαλυπτική από ποτέ. Στις μέρες μας, οι εξελίξεις έχουν γεννήσει σκέψεις, ερωτήματα και αμφισβητήσεις για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, τέτοιες που η ξεθωριασμένη από χρόνια κοσμική τελετή στο μέγαρο της προεδρίας αδυνατεί να βραχυκυκλώσει. Αντιθέτως, μάλιστα, φαίνεται πως τροφοδοτεί τη λαϊκή οργή. Διότι η πολιτική, οικονομική και δημόσια ελίτ, που παρευρίσκεται στη γιορτή, είναι στοχοποιημένη. Καμιά άλλη εικόνα δεν μπορεί να φωτογραφίσει πιο γλαφυρά τους υπαίτιους για τη σημερινή κατάσταση της χώρας.
Η κριτική για το πολιτικό σύστημα είναι παλιά όσο και ενσωματωμένη από το ίδιο. Εφόσον η Αριστερά δεν κατάφερε να ανατρέψει το πολιτικό σύστημα, ή τουλάχιστον μέσα από την πάλη της να το επαναθεμελιώσει, ανέλαβαν κατά καιρούς οι καθεστωτικές δυνάμεις, πλαστογραφώντας το αίτημα, να το εγκλωβίσουν στα όρια των αστικών σχεδίων. Ας θυμηθούμε, στα μέσα του ’80, η πρώτη αποστασιοποίηση Λαλιώτη από την πολιτική έγινε με την προσμονή μιας νέας μεταπολίτευσης.
Αργότερα, ο Σημίτης την εξήγγειλε στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού και, ύστερα απ’ αυτόν, ο Καραμανλής στα πλαίσια της κρατικής επανίδρυσης. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, το πολιτικό σύστημα κατάφερε να χειραγωγήσει την κοινωνία, φθαρμένο το ίδιο από τις ανεπάρκειές του και, διεφθαρμένο από τη διαπλοκή, οδήγησε τα πράγματα μέχρι το τέλος. Δηλαδή, μέχρι το σημείο όπου, μεθοδεύοντας την οικονομική χρεοκοπία, παρέδωσε τη χώρα στη διακυβέρνηση της τρόικας, εγκαινιάζοντας μια νέα καθεστωτική περίοδο. Ο κύκλος της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας έκλεισε μ’ αυτόν τον τρόπο.
Ο δρόμος για μια νέα πολιτική εποχή ανοίγει. Η ανατροπή του πολιτικού συστήματος, η άρση του Μνημονίου, η απαλλαγή από τη χρηματοοικονομική δεσποτεία είναι όρος επιβίωσης για τη χώρα. Παράλληλα, αναδύονται οι φορείς αυτού του αγώνα δημιουργώντας την αίσθηση μιας καινούριας αφετηρίας. Η υποβόσκουσα κοινωνική αμφισβήτηση, που για χρόνια εκτρεπόταν στα ανώδυνα, μετά τις τελευταίες εξελίξεις ογκώνεται και μετατρέπεται σε μαζικό ριζοσπαστισμό. Ένα ριζοσπαστισμό που με τρόπο παλίνδρομο, αντιφατικό, πλην όμως αυθεντικό, συναντά το αίτημα για ένα νέο συμμετοχικό σχέδιο κοινωνικής απελευθέρωσης, με τη δημοκρατία ως κεντρικό στοιχείο του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μια αντίστοιχη, τηρουμένων των αναλογιών, αναζήτηση πανευρωπαϊκής διεξόδου εγγράφεται στην επικαιρότητα, καθώς το οικοδόμημα της ευρωπαϊκής συγκρότησης υπό νεοφιλελεύθερη δεσπόζουσα οδηγείται στη διάλυση, παρά τη φαινομενικά ακλόνητη θέση των ευρωπαϊκών ηγετικών δυνάμεων.
Ο ριζοσπαστισμός καλείται να καταχτήσει τον ίδιο του τον προσανατολισμό (ξεφεύγοντας από την αμυντική καθηλωτική υπεράσπιση των κατακτήσεων που κατεδαφίζονται και το συνακόλουθο διεκδικητισμό), ώστε να δώσει περιεχόμενο στον πολιτικό αγώνα που απαιτείται ενάντια στην κυβέρνηση.
Η πραγματικότητα έχει κιόλας δείξει τρόπους που οφείλουμε να προσεγγίσουμε τη δημοκρατία. Υπενθυμίζοντας, για παράδειγμα, με επώδυνο για όλους τρόπο, ότι η δημοκρατία και οι οικονομικές της προϋποθέσεις είναι άρρηκτα δεμένες. Ότι η άρση της διαπλοκής προϋποθέτει την άνοδο των αγώνων, έτσι ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται εντός του πολιτικού συστήματος.
Ότι η δημοκρατία ως διαρκής διαμαρτυρία, ρήξη αλλά και ως θέσμιση αφορά τη δυνατότητα του κινήματος να τα επιβάλει μέσα από αντίστοιχη στοχοπροσήλωση. Ότι το συμμετοχικό, το ανοιχτό, το άμεσο δεν είναι απλά γενική απαίτηση, αλλά κρίσιμος παράγοντας για όλη αυτή τη μεσοπρόθεσμη φάση, όπου έχουν διαρραγεί οι σχέσεις εκπροσώπων. Ότι στα πλαίσια της απαιτούμενης αμεσότητας ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας του πολιτικού συστήματος (αν υπήρχε) θα ήταν ισχυρότατο όπλο στα χέρια του λαού, όπως έδειξε και το παράδειγμα της Ισλανδίας.