Οι περισσότεροι πολιτικοί επιστήμονες θα σας πουν ότι υπάρχουν δύο είδη εθνικισμών στον κόσμο: ο ένας είναι κοσμικού χαρακτήρα, όπως στις ΗΠΑ, μια ρωμαλέα κοινωνική περηφάνια που θα μπορούσε να την αποκαλέσει κανείς πατριωτισμό. Και ο δεύτερος είναι θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως στο Ισραήλ και το Ιράν, στις χώρες τις οποίες η θρησκευτική πίστη και το έθνος διαπλέκονται στενά.
Αλλά υπάρχει και ένα τρίτο είδος εθνικισμού που είναι πολιτισμικός. Αυτή είναι η γαλλική σπεσιαλιτέ. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα σχολεία και τι επιτρέπεται στους μαθητές να φορούν. Στις θρησκευτικές εθνικιστικές κοινωνίες, η θρησκεία επιτάσσει: Οι γυναίκες καλύπτουν το κεφάλι τους στο Ιράν και πολλοί άνδρες φορούν γιαρμούλκες στο Ισραήλ. Οι Αμερικανοί μαθητές μπορεί να αποβληθούν από το σχολείο ανά πάσα στιγμή εάν φορούν κάποιο πολιτικό σύμβολο, αλλά σχεδόν ποτέ δεν θα αποβληθούν επειδή φορούν κάποιο θρησκευτικό σύμβολο. Η ελευθερία του θρησκεύματος αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα.
Δεν είναι ακριβώς έτσι στη Γαλλία. Το φθινόπωρο του 1989, τρεις ανήλικες Μουσουλμάνες στο παρισινό προάστιο Creil ξεκίνησαν για την πρώτη μέρα μαθημάτων στο γυμνάσιο. Αλλά και οι τρεις εκδιώχτηκαν επειδή φορούσαν μαντίλες, γνωστές σαν foulards, που κάλυπταν τα μαλλιά τους. Έτσι γεννήθηκε η «υπόθεση μαντίλα».
Για να καταλάβει κανείς τη σφοδρότητα με την οποία οι Γάλλοι αντέδρασαν σ’ αυτά τα κορίτσια, πρέπει να καταλάβει την ιερή φύση των σχολείων στη Γαλλία. Τα παιδιά δεν μαθαίνουν μόνο μαθηματικά και ανάγνωση στο σχολείο, μαθαίνουν πώς να είναι Γάλλοι. Η Γαλλία είναι, εξάλλου, μία χώρα που εφάρμοσε την αποικιοκρατική «αφομοίωση», που τα υποκείμενά τους μάθαιναν να μιλούν και να γίνονται Γάλλοι, κάτι το οποίο η κυβέρνηση προώθησε σαν την ύψιστη κουλτούρα στη γη. Για τους Γάλλους, τα δικαιώματα των λίγων δεν ισχύουν σε σχέση με τα στάνταρντ των πολλών.
Η Γαλλία απολύτως απέρριψε την αντίληψη ότι το να είσαι Γάλλος μπορεί να συμπεριλαμβάνει τις γυναίκες που καλύπτουν το κεφάλι τους. Eνσωματωμένη στους νόμους τους είναι η ιδέα της «λαϊκότητας», ή της εκκοσμίκευσης. Η Γαλλία κινήθηκε στην κατεύθυνση να προστατεύσει την κουλτούρα της και έκτοτε, στο μεγαλύτερο μέρος, απαγόρευσε στις Μουσουλμάνες κοπέλες να φοράνε τις μαντίλες στο σχολείο. Για να εξισορροπήσει το έδαφος, επίσης απαγόρευσε και τα χριστιανικά και εβραϊκά σύμβολα, συμπεριλαμβανομένης της γιαρμούλκας.
Από τότε, σχεδόν κάθε χρόνο, υπάρχουν διαμαρτυρίες των Γαλλομουσουλμάνων για να επιτραπεί στα κορίτσια να φοράνε τα «φουλάρια» στο σχολείο. Οι διαμαρτυρίες υποχωρούσαν και επανέρχονταν ανάλογα με τα νέα: αναζωογονήθηκαν μετά την εισβολή στο Ιράκ και από τότε μεγάλωσαν.
Για τους μετανάστες στη Γαλλία, το να είναι κανείς στη λάθος πλευρά του πολιτιστικού πολέμου, τροφοδοτεί μια αίσθηση του μη ανήκειν –της ανεπιτυχούς αφομοίωσης- ακόμα κι όταν αυτοί οι μετανάστες είναι δεύτερης και τρίτης γενιάς. Είναι αυτό το αίσθημα της καταλήστευσης της «ρίζας» τους, που οδήγησε τους αδερφούς Κουάτσι στο καταστροφικό μονοπάτι της Αλ Κάιντα το οποίο αποδείχτηκε θανάσιμο για τους εργαζόμενους στο περιοδικό Charlie Hebdo.
Ένας πολιτιστικός πόλεμος δεν αποτελεί δικαιολογία για ένα πραγματικό πόλεμο που ένας μικρός αριθμός Γάλλων μουσουλμάνων πολιτών έχει εξαπολύσει εναντίον των δικών του ανθρώπων. Αλλά η γαλλική μέθοδος της αφομοίωσης με τη βία -η απαγόρευση της μαντίλας, η απέλαση ριζοσπαστών κληρικών, η υποχρέωση να μιλάς γαλλικά και όχι αραβικά– μπορεί να μεγεθύνει το πρόβλημα. «Πρέπει να υπάρξει κάποια γαλούχηση, αλλιώς οι άνθρωποι αισθάνονται σαν πολίτες δεύτερης κατηγορίας,» λέει ο Amel Boubekeur, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ σε Ευρωπαϊκά Ισλαμικά ζητήματα. «Όταν δεν μπορείς να συνεννοηθείς με το κυρίαρχο ρεύμα, απομακρύνεσαι από το κυρίαρχο ρεύμα.» Οι πολιτιστικοί πόλεμοι δεν έχουν νικητές.
Jay Newton-Small, Παρίσι (περιοδικό Time, 7 Δεκεμβρίου 2015)