Παρασκευή μεσημέρι: O πρωθυπουργός της Ελλάδας ανακοινώνει την προσφυγή τής χώρας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με όσα αυτή συνεπάγεται για το λαό. Σάββατο πρωί: 25.000 άτομα του ίδιου λαού γεμίζουν 320 πούλμαν, ιδιωτικά αυτοκίνητα, αεροπλάνα και βαπόρια για να παρακολουθήσουν την αγαπημένη τους ομάδα, στην προσπάθειά της να κατακτήσει το Κύπελο Ελλάδας μέσα στο ΟΑΚΑ.
Σαν να έβλεπε κανείς τον Καραϊσκάκη, στις τελευταίες στιγμές της ζωής του, δολοφονημένο από χέρι αδελφικό, ελληνικό, να ορθώνει τις τελευταίες του κουβέντες: «Και τώρα κλάστε μου τον μπούτζον!». Μ’ άλλα λόγια, ό,τι και να μου κάντε, ούτε την αξιοπρέπεια ούτε τη λεβεντιά μπορείτε να μου στερήσετε.
Κι αν οι αρειανοί φίλαθλοι δεν έδιναν ένα παρόμοιο δείγμα «αναρχίας» και «σταρχιδισμού», όταν, ζωσμένοι με κίτρινα κασκόλ, αψηφούσαν τα επερχόμενα δεινά -σφαίρες από φίλιο χέρι- τότε τι έκαναν;
Η ομάδα του Άρη δεν πήρε, τελικά, το κύπελο. Ο λαός του Άρη δεν γεύτηκε τη χαρά της επιβράβευσης του κόπου και της ταλαιπωρίας του. Κιτρίνισε το γήπεδο, τραγούδησε, γλέντησε, αλλά πρόσθεσε ακόμη μια άγονη χρονιά στην ιστορία του. Ας είναι…
Στις 24 Απριλίου, ζητήθηκε από το λαό τού Άρη ψήφος εμπιστοσύνης. Οι κιτρινόμαυροι οπαδοί γύρισαν την πλάτη τους στα μέτρα, στις κυβερνήσεις, στα ΔΝΤ και στις ΕΚΤ και ψήφισαν αυτό που μια ζωή έβαζαν πάνω από τις μεγάλες υποσχέσεις: τη μικροχαρά της Κυριακής, την επιθυμία ν’ ανυψωθεί μαζί με το κύπελο.
Το παράδοξο είναι ότι μαζί τους ενώθηκε όλη η Ελλάδα. Στα πρόσωπα των είκοσι πέντε μυρίων, που κατέβηκαν στη Αθήνα, είδε τη δική της απελευθέρωση, τη δική της ανύψωση. Γι’ αυτό και όλοι αναγνώρισαν το μεγαλείο (αυτού) του λαού, έγινε ο εκφραστής της δικής του, πραγματικής και όχι πολιτικής, ελπίδας, της δυνατότητάς του να ανυψωθεί. Κι όλη η Ελλάδα ψιθύρισε μαζί του στα τελευταία της:
– Και τώρα κλάστε μπούτζον!