Η διαμόρφωση της πολιτικής σκηνής και η αναζήτηση λύσεων

Του Δημήτρη Μπελαντή

 

Το έργο που βλέπουμε να διαδραματίζεται από τις αρχές Οκτώβρη μέχρι σήμερα είναι ένα έργο κόπωσης αλλά και αποφασιστικότητας του κυβερνητικού συνασπισμού σε συνθήκες αδυναμίας της κοινωνίας να αντιδράσει αποτελεσματικά. Ιδίως μετά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου του Οκτώβρη για τα προαπαιτούμενα και του νομοσχεδίου για τα κόκκινα δάνεια και την πρώτη κατοικία, το κυβερνητικό μπλοκ καταγράφει κάποιες απώλειες και φτάνει στα όρια συντήρησης της δεδηλωμένης με 153 βουλευτές-μιας δεδηλωμένης που ενδέχεται να χαθεί στην ψηφοφορία για το Aσφαλιστικό τον Γενάρη, για να συμπληρωθεί στη συνέχεια με νέα κοινοβουλευτικά «καύσιμα».

Όμως, από το σημείο αυτό μέχρι να πούμε ότι υπάρχει κρίση πολιτικής εκπροσώπησης ή πολύ περισσότερο και ηγεμονική κρίση, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Αυτό που σίγουρα υπάρχει είναι μια αντικειμενική αναντιστοιχία πολιτικής εκπροσώπησης ανάμεσα στα πραγματικά συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, ακόμη και εκείνων των μερίδων τους που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβρη και στην ασκούμενη κρατική πολιτική. Αυτό, όμως, είναι κάτι που συμβαίνει συχνότατα στις αστικές δημοκρατίες, ιδίως στην αυταρχική και παρακμασμένη μορφή τους, της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας. Η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης θα ήταν μια κατάσταση όπου η αναντιστοιχία θα γινόταν απολύτως συνειδητή και υποκειμενική και θα ήταν παράγων αντίδρασης και αντίστασης από τις μη εκπροσωπούμενες λαϊκές τάξεις, κάτι που δεν είναι καθόλου δεδομένο και ορατό στην παρούσα συγκυρία.

 

Διάλυση της κυρίαρχης κομματικής μορφής

Μια όψη της αναντιστοιχίας, πάντως, και της δυσκολίας στην άσκηση κυβερνητικής πολιτικής είναι η ουσιαστική διάλυση της κυρίαρχης κομματικής μορφής και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ ως κυβερνητικού πολιτικού κόμματος. Ακόμη και στην περίοδο της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (Γενάρης ώς και Αύγουστος του 2015) υπήρχε ένας ζωντανός και αντιφατικά λειτουργών κομματικός οργανισμός πίσω από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Αυτός διαλύθηκε με την οξεία πολιτική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ τον Αύγουστο. Στην θέση του αναπτύσσεται μια τάση εξαμερικανισμού του πολιτικού συστήματος, η διαμόρφωση δηλαδή δύο ευρέων συνασπισμών με μικρές έως ανύπαρκτες πολιτικές διαφοροποιήσεις και με δευτερεύουσες ή και επικοινωνιακού τύπου μόνο διαφωνίες, όπου τα λαϊκά συμφέροντα διαμεσολαβούνται με εξαιρετικά έμμεσο και στρεβλό τρόπο και σε πολύ δευτερεύοντα βαθμό. Επίσης, αναπτύσσεται ένας ιδιόρρυθμος ελληνικός βοναπαρτισμός, όπου ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να «προστατεύει» τους από κάτω από την απόλυτη καταστροφή, που ζητά η τρόικα-θεσμοί, αλλά και να «προστατεύει» τους από πάνω από μια πιθανή αντίδραση ή και εξέγερση των από κάτω. Ο Τσίπρας ως «Βοναπάρτης» εμφανίζεται ως σημείο ισορροπίας ανάμεσα στους ταξικούς πόλους της ελληνικής κοινωνίας και ως σημείο διατήρησης κάποιας οριακής συνοχής της.

Όπως και ο Ναπολέων Γ’ στην εποχή του, με τον τρόπο που περιγράφηκε από τον Μαρξ στην «18η Μπρυμαίρ» του, έτσι και ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως στηρίγματα ορισμένες «μεσολαβούσες» κοινωνικές δυνάμεις, την απελπισία των κάτω και ιδίως των πιο κατεστραμμένων και φθαρμένων από την κρατική επίθεση τμημάτων τους, τον οπορτουνισμό ενός τμήματος και πολιτικού προσωπικού της Αριστεράς που επιδιώκει, με κάθε τρόπο και κάθε κόστος, να παραμείνει στην διακυβέρνηση, την στάση της διανόησης και κάποιων πιο εύπορων μεσαίων και κατώτερων αστικών στρωμάτων, που επιλέγουν να διασώσουν την καθεστωτική ευρωπαϊκή προοπτική, ως βασική πηγή της υλικής τους ευμάρειας, λειτουργώντας ως δυνάμεις ενός ορισμένου ταξικού και εθνικού δωσιλογισμού. Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις είναι το αντίστοιχο του αγροτικού πληθυσμού και της ευρείας γαλλικής δημοσιοϋπαλληλίας στην ανάλυση του Μαρξ για τον δεύτερο βοναπαρτισμό του 1850.

 

Πού είναι οι υπόλοιπες δυνάμεις;

Και η μισθωτή εργασία; Kαι η Αριστερά της Αντίστασης; Που είναι αυτές οι δυνάμεις; Eίναι κατά μια έννοια στον δρόμο (όχι πολύ μαζικά) αλλά είναι και στο σπίτι τους, είναι και στην κατάθλιψη. Ίσως να μην το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμη, ίσως και να το απωθούμε, αλλά η ελληνική κομμουνιστογενής Αριστερά βίωσε πολύ πρόσφατα την τρίτη μεγάλη ήττα της από τον Εμφύλιο και εξής. Ο Εμφύλιος ήταν μια πολιτικοστρατιωτική αλλά όχι ιδεολογική ήττα (δεν είναι τυχαίο που πέντε χρόνια μετά η Αριστερά ήταν πλήρως παρούσα στην πολιτική σκηνή ως ΕΔΑ), η χούντα ήταν μια μεγάλη πολιτική ήττα και με ιδεολογικές συνέπειες (η διάσπαση του ΚΚΕ το ’68 ήταν μια βασική από αυτές), η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν/είναι η απόλυτη ιδεολογική ήττα της Αριστεράς της μεταπολίτευσης.

Η ιδέα ότι μια Αριστερά, στηριγμένη στον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, θα ανέβει στην κυβέρνηση και θα εφαρμόσει με συνέπεια ένα φιλολαϊκό και φιλοκοινωνικό πρόγραμμα, ανατρέποντας την λιτότητα και τον νεοφιλελευθερισμό αλλά μη ερχόμενη αναγκαστικά σε ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και το συστημικό πλαίσιο, ηττήθηκε κατά κράτος. Όποιος υποστηρίζει ότι σύντομα αυτή η συνθήκη θα ανατραπεί, ότι μια νέα δύναμη της Αριστεράς (λ.χ. η ΛΑΕ ή κάποια νέα δύναμη που μπορεί να προκύψει) θα ωφεληθεί από την φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και θα ξανακάνει σύντομα τον ίδιο κύκλο, για να ξαναξεκινήσει από εκεί που άφησε το νήμα ο «πουλημένος» ΣΥΡΙΖΑ και να το πάει τώρα «σωστά» ή λέει ένα μεγάλο ψέμα συνειδητά ή απλώς δεν έχει καταλάβει καθόλου τι συνέβη και, άρα, η στάση του λόγω ανοησίας και μη διορατικότητας είναι πολιτικά επικίνδυνη.

 

Αναζητούνται δύσκολες λύσεις

Μπροστά σε αυτήν τη συνθήκη, δεν υπάρχουν εύκολες και «βατές» λύσεις για την Αριστερά. Χωρίς να αποστεί από τις ευθύνες ενός πιο μακροχρόνιου εναλλακτικού πολιτικού προγράμματος, η κομμουνιστική Αριστερά όλων των μορφών θα χρειαστεί να επανακοινωνικοποιήσει και να εμπλουτίσει την πολιτική της παρέμβαση, κατανοώντας και συνδιαμορφώνοντας το κοινωνικό και τις αντιστάσεις του, βγαίνοντας από μια κοινοβουλιοκεντρική κατανόηση της πολιτικής ταξικής πάλης.

Η διέξοδος δεν είναι αυτήν την στιγμή η νέα και αποκαθαρμένη «κυβέρνηση της Αριστεράς» Νο 2. Η διέξοδος είναι η ενίσχυση και η κινηματική και προγραμματική στήριξη μιας νέας λαϊκής-εργατικής αντιπολίτευσης, με πολύμορφα χαρακτηριστικά και με έντονη την διάσταση της πολιτικής μη υπακοής-ανυπακοής και της εξεγερσιακότητας. Είναι η στρατηγική ενός γενικευμένου κοινωνικού και πολιτικού σαμποτάζ, ενάντια στην «εθνική ενότητα» και τις οικουμενικές λύσεις, ενάντια στην πολιτική αποτελεσματικότητα του μπλοκ κυβέρνηση-θεσμοί-απάθεια-συστημικοί αντιπολιτευτικοί παίκτες.

Τέλος, η ευκολία μιας πληθυντικής Αριστεράς με άμεσο πολιτικό πρόταγμα και χωρίς αναγκαία ιδεολογική συνοχή έχει και αυτή αποβιώσει. Όποιος/α μιλά στο όνομα του κομμουνισμού της εποχής μας, οφείλει να απολογίσει την πορεία, τις νίκες και τις ήττες, τα ρεύματα και τις αποχρώσεις του κομμουνισμού του 20ού αιώνα, να ανασυνθέσει, να διατηρήσει και να εγκαταλείψει όψεις τους. Για να το πούμε, κλείνοντας, ακόμη πιο καθαρά: το στοίχημα δεν είναι οι αδύνατες μεγάλες νίκες του σήμερα και του αύριο, το στοίχημα είναι η «μεγάλη προετοιμασία» για τις μικρές νίκες του σήμερα και του αύριο και τις μεγάλες νίκες του μεθαύριο. Όποιος καταλάβει, κατάλαβε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!