Του Κώστα Γκιώνη
Τέλη Σεπτέμβρη. Τα περισσότερα σπίτια στην περιοχή, εξοχικές κατοικίες, γεμίζουν το καλοκαίρι, αδειάζουν με τον ερχομό του Σεπτέμβρη. Οι μόνιμοι κάτοικοι λιγοστοί, οι περισσότεροι συνταξιούχοι. Τα καφέ και τα εστιατόρια περιμένουν τα σαββατοκύριακα να δουλέψουν. Τις άλλες μέρες δεν βγάζουν ούτε τα πάγια έξοδα τους. Η παραλία απέναντί μου έχει αδειάσει εδώ και καιρό. Μονάχα μια κυρία μεγάλης ηλικίας, αρκετά εύσωμη, έρχεται πού και πού να εναποθέσει τις συσσωρευμένες τοξίνες της κάτω από το αλμυρίκι. Το αφεντικό του δρόμου είναι ο Κανέλος, ο αδέσποτος σκύλος της περιοχής. Κοιτάει γεμάτος απορία γύρω-τριγύρω και αναρωτιέται: τι απέγιναν όλοι αυτοί οι δίποδοι φωνακλάδες με τα στριγκλιάρικα παιδιά; Μήπως τους κατάπιε η φουρτουνιασμένη θάλασσα; Κάτι ήξερε και συνέχιζε πεισματικά να μη βρέχει το τσιβδιασμένο τρίχωμά του. Μόνο έτρεχε πέρα δώθε μπροστά από την πυλωτή-στρατηγείο του και γάβγιζε στα λιγοστά αυτοκίνητα που περνούσαν από την παλιά εθνική οδό Κορίνθου-Πατρών.
Είχαν σταματήσει και οι κάθε λογής πλανόδιοι έμποροι να περνάνε, δεν είχαν βλέπεις κανένα οικονομικό ενδιαφέρον. Από μια μεριά ησυχάσαμε… Τρεις με αρτοσκευάσματα περνούσαν, ο ένας στις 11, ο άλλος 11:30 και ο τρίτος στις 12, κορνάροντας από μακριά για να τους ακούσουν οι πελάτες και να βγουν στο δρόμο. Ήταν και δυο μανάβηδες, ο ένας με καρπούζια και πεπόνια, ερχότανε κάθε μέρα στις 5:30 χωρίς να κορνάρει, στέκονταν σε μια εσοχή του δρόμου και περίμενε, ο άλλος με το μεγάφωνο να φωνάζει ντομάτες, πατάτες από την ορεινή Στυμφαλία. Τραβούσε τις καταλήξεις σαν λάστιχο, τόσο που έλεγες ότι θα πεταχτεί κανένα φωνήεν και θα σου βγάλει το μάτι! Ήταν κι ο άλλος με τις γλάστρες και τα βασιλικά, καθώς και ο Ρομά με το ηχείο στο φουλ, να ξελαρυγγιάζεται ότι καθαρίζει ταράτσες, υπόγεια, αποθήκες και κήπους.
Ο κορινθιακός τρελοΜαΐστρος, αυτός ο σίφουνας που όλα τα σαρώνει στο πέρασμά του, αποφάσισε να μας αφήσει για ένα διάστημα και η θάλασσα έγινε λάδι. Τα κρύα νερά του Κορινθιακού πρώτη χρονιά είναι ζεστά, αποτέλεσμα των παρατεταμένων μεγάλων θερμοκρασιών. Στο βάθος ένα καΐκι κόβει τον ήλιο στη μέση και λίγο πιο πίσω μερικά δελφίνια χορεύουν με τις αντανακλάσεις που δημιουργούνται στην επιφάνεια της θάλασσας. Κρατώ αυτές τις στιγμές και στο μυαλό μου έρχεται ο Αποχαιρετισμός του Αρθούρου Ρεμπώ: «Φθινόπωρο. Κι η βάρκα μας απάνου σε ακίνητες ομίχλες, πισωγυρίζει στης δυστυχίας το λιμάνι, στη θεόρατη πόλη μ’ ουρανό βαμμένο λάσπη και φωτιά».
Υ.Γ.: Κι ενώ γραφόταν αυτό το ειδυλλιακό άρθρο, προέκυψε η φωτιά. Δύο εφιαλτικές νύχτες αγωνίας, με την πύρινη λαίλαπα ν’ αλλάζει κατευθύνσεις. Το 112 σφυροκοπούσε τα τηλέφωνα με SMS, δίνοντας εντολές εκκένωσης οικισμών. Εκεί εξαντλείται η συμβολή του κράτους. Οι κάτοικοι πανικόβλητοι, να μην ξέρουν τι να κάνουν. Είμαστε τυχεροί που υπάρχουν μόνο δύο νεκροί. Αν περνούσε η φωτιά και σε άλλα κομμάτια από τη νέα εθνική προς την παραλία, που είναι τα πολλά τα σπίτια, θα μιλούσαμε για εκατόμβη. Διότι δεν υπάρχουν παράπλευροι δρόμοι διαφυγής, παρά μόνο η παλιά εθνική οδός. Σ’ αυτό το κράτος τα πάντα επαφίενται στον παράγοντα τύχη. Εκείνο το «Πάμε κι όπου βγει» είναι η πολιτική παρακαταθήκη που θα αφήσει πίσω της αυτή η κυβέρνηση.