«Δεν είμαι άρρωστη. Είμαι σπασμένη. Αλλά ευτυχισμένη όσο μπορώ να ζωγραφίζω». Γράφει η Σίσσυ Παπαδάκη.

«Γεννήθηκα μέσα στη φωτιά, πρωτοείδα τον κόσμο μέσα στη θέρμη του ξεσηκωμού. Γεννήθηκα μαζί με μια επανάσταση, είμαι χωρίς αμφιβολία παιδί αυτής της επανάστασης και ενός γέρου θεού που λάτρευαν οι πρόγονοί μου. Γεννήθηκα το 1910. Ήταν καλοκαίρι». Στην πραγματικότητα η Φρίντα Κάλο γεννήθηκε στις 6 Ιουλίου του 1907, τρία χρόνια νωρίτερα από τη χρονιά που η ίδια τοποθετούσε τη γέννησή της. Είχε διαλέξει το 1910 γιατί τότε ξέσπασε η Μεξικανική Επανάσταση η αύρα της οποίας ακολουθεί τη ζωγράφο μέχρι σήμερα.
Στη Φρίντα Κάλο άρεσε να φτιάχνει εικόνες του εαυτού της. Και να τον αναδιπλασιάζει και να τον στολίζει με διάφορους τρόπους. Παιδάκι, όπως γράφει η Ζίλντε Ζάλμπερ στη βιογραφία Φρίντα Κάλο, η ζωή μιας αδάμαστης γυναίκας που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Μελάνι», όταν οι συμμαθητές της την απέφευγαν και τη φώναζαν «Κουτσοφρίντα» -εξαιτίας της αναπηρίας που της είχε αφήσει μια πολυομυελίτιδα- είχε σχηματίσει με το μυαλό της μια δεύτερη μικρή Φρίντα, αέρινη και χαρούμενη, και την είχε κάνει καλύτερή της φίλη. Τη συναντούσε μπαίνοντας σε έναν φανταστικό κόσμο μέσω μιας μικρής πόρτας που σχημάτιζε με το δάκτυλο, στον αχνό της ανάσας της στο τζάμι. Μεγαλώνοντας, τις ατέλειωτες μέρες που ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι, εξαιτίας ενός ατυχήματος, 30 επώδυνων εγχειρήσεων και μερικών αποβολών, τη θέση της πόρτας πήραν τα τελάρα που της πρωτοχάρισε ο φωτογράφος πατέρας της και όπου άρχισε να ζωγραφίζει τον εαυτό της όπως τον αντίκριζε μέσα της, αλλά και στους καθρέφτες που η μητέρα της Φρίντα είχε κρεμάσει πάνω από το ταβάνι της κόρης της. «Ζωγραφίζω τον εαυτό μου γιατί τον περισσότερο καιρό είμαι μόνη και γιατί είναι το πρόσωπο που γνωρίζω καλύτερα από όλα τα άλλα», έλεγε η ίδια.
Στις δεκάδες αυτοπροσωπογραφίες της καθρεφτίστηκαν κατά καιρούς ο ανθρώπινος πόνος, η επανάσταση, η μεξικανικότητα, ο σουρεαλισμός, ο κομμουνισμός, τα βάσανα των γυναικών, η γυναικεία χειραφέτηση, η θυελλώδης σχέση της με τον άντρα της, το ζωγράφο Ντιέγο Ριμπέρα, οι απιστίες του, οι άφθονες ερωτικές περιπέτειες που είχε με άντρες και γυναίκες (πιο γνωστή είναι εκείνη με τον Τρότσκι), οι προσπάθειές της να αποκτήσει παιδί, η απελπισία της μετά από κάθε νέα αποβολή, τα ταξίδια της, τα μεθύσια, τα ξεσπάσματα, οι φίλοι της, τα φανταχτερά φορέματα της Τιχουάνα με τα οποία κυκλοφορούσε στη Νέα Υόρκη και το Παρίσι, τα παπαγαλάκια και τα μαϊμουδάκια που τριγύριζαν στο Μπλε Σπίτι της, το κρεβάτι με το θώκο με το οποίο στο τέλος πήγαινε ακόμα και σε εκθέσεις, οι παλιοί θεοί του Μεξικού, ο μοντερνισμός, η ένταση, το πάθος, η ελευθερία. Κάπως έτσι η Φρίντα έγινε σύμβολο, «Αγία της γυναικείας τέχνης», πηγή έμπνευσης για άλλους ζωγράφους, θέμα βιβλίων, θεατρικών έργων, κινηματογραφικών ταινιών, εικόνα που κοσμεί κάθε είδους αντικείμενα. «Η Φρίντα Κάλο», λέει η Ζάλμπερ, «παρουσιάζεται σαν ακρόπρωρο ενός πλοίου με το οποίο κάθε άνθρωπος -μπορεί και πρέπει- να ακολουθήσει τη δική του ρότα, σύμφωνα με την προσωπική του κοσμοθεωρία. Μια πιο λεπτομερής παρατήρηση της ζωής και του έργου της, όμως, μας πάει ακόμα παραπέρα».
«Δεν είμαι άρρωστη. Είμαι σπασμένη. Αλλά ευτυχισμένη όσο μπορώ να ζωγραφίζω», έλεγε η ίδια. Σίγουρα, η αφορμή για τους πίνακες της Φρίντα βρίσκεται στην καθημερινότητά της, όμως θα ήταν απλοϊκό να θεωρήσει κανείς έργα τέχνης απλώς ντοκουμέντα μιας ζωής. Ό,τι και να συνέβαινε ζωγράφιζε. Δεν σπούδασε ποτέ. Παρακολουθούσε τον Ριμπέρα να φτιάχνει τις τεράστιες τοιχογραφίες του και διδασκόταν από αυτόν. Έπαιρνε, όμως, μόνο τα στοιχεία που της χρησίμευαν για τους μικρούς, συνήθως, πίνακες της με τα έντονα χρώματα σε πολύ ιδιαίτερες αντιφάσεις και αντιθέσεις, τις σχεδόν γεωμετρικές γραμμές και τις πολλές μικρές και σχεδιασμένες προσεκτικά λεπτομέρειες.
Χρησιμοποιούσε από όσα μάθαινε μόνο ό,τι τη βοηθούσε για να χαράξει έναν πολύ προσωπικό δρόμο. «Ούτε ο Ντερέν, ούτε εσύ, ούτε εγώ, κανένας δεν μπορεί να φτιάξει ένα κεφάλι όπως το φτιάχνει η Φρίντα», λέει ο Πικάσο σε ένα γράμμα του στον Ριμπέρα. «Πικρό και τρυφερό, σκληρό σαν ατσάλι και εύθραυστο και φίνο σαν τα φτερά μιας πεταλούδας, αξιαγάπητο σαν ευχάριστο χαμόγελο και γλυκόπικρο σαν τη ζωή: αυτό είναι το έργο της» έλεγε ο ίδιος ο Ντιέγο.
Ο Μπρετόν το χαρακτήριζε «σαν κορδέλα τυλιγμένη γύρω από μια βόμβα» και οι άλλοι υπερεαλιστές υποστήριζαν πως οι νεανικές της, κυρίως, δημιουργίες ήταν «καθαρός σουρεαλισμός». Η ίδια, όμως, δεν είχε ιδέα για το κίνημα αυτό όταν ζωγράφιζε τους συγκεκριμένους πίνακες και αργότερα είπε πως ποτέ στη ζωή της δεν έφτιαξε κάτι με βάση μια συγκεκριμένη θεωρία. Άλλωστε, ακόμα και στην πρώτη ματιά, οι πίνακές της δεν μοιάζουν με αυτούς Ευρωπαίων ή Βορειοαμερικανών καλλιτεχνών. «Η Φρίντα», παρατηρεί ο Κάρλος Φουέντες, «θυμίζει πως αυτό που οι Γάλλοι υπερεαλιστές συνέλαβαν θεωρητικά και στο οποίο βασίζεται ένα ολόκληρο κίνημα, στη Λατινική Αμερική αποτελεί μέρος της καθημερινότητας. Μύθος και αλήθεια, όνειρο και πραγματικότητα, λογική και φαντασία συνυπάρχουν […]. Η τέχνη της δεν είναι η μέθοδος να ανακαλύψει κανείς τον εαυτό του, να τον κάνει ωραιότερο. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Ένα πλησίασμα στον εαυτό μας. Σε αυτό που μπορεί να γίνει -τίποτα δε θεωρείται οριστικό, όλο κάτι προστίθεται- μια αναζήτηση της φόρμας που, όταν βρεθεί, όλα αλλάζουν τελείως και προκύπτει μια φρικτή ομορφιά».

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!