Οι μαρτυρίες «από τα κάτω», οι καταθέσεις των «αφανών» αποτελούν, πλέον, εδώ και 15 περίπου χρόνια μια σταθερά στην ολοένα και ογκούμενη βιβλιογραφία για τη δεκαετία του 1940. Αναμφίβολα, πολύτιμο εργαλείο στα χέρια των ιστορικών, ώθησαν ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, απαλλαγμένης πια από την αναζήτηση των «μεγάλων αφηγήσεων», να εντάξει όχι μόνο την ίδια την κομβική, για την ελληνική κοινωνία, δεκαετία στις θεματικές της, αλλά, ιδιαίτερα, να προσθέσει στη φαρέτρα της τον λόγο της μαρτυρίας, ως μέρος του μυθιστορηματικού λόγου.
Το βιβλίο του πολιτικού μηχανικού Γιώργου Μήλλα, μολονότι χαρακτηρίζεται μυθιστόρημα, διατηρεί έναν υβριδικό χαρακτήρα. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με έναν αμιγώς μυθιστορηματικό λόγο, ούτε όμως με τη μαρτυρία ενός δρώντος υποκειμένου, παρά μόνο εν μέρει, καθώς δεν είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο εκείνο που κυριαρχεί στις σελίδες του, αλλά μάλλον εκείνο της βιογραφίας: και το πρόσωπο που βιογραφείται δεν είναι άλλο από τον πατέρα του συγγραφέα.
Μαζί με αυτό, όμως, διαγράφονται και οι ιστορικές περιπέτειες του Ελληνισμού μέσα στον 20ό αιώνα, έτσι όπως βιώθηκαν από έναν φτωχό μεροκαματιάρη που, στις αρχές του αιώνα, εγκαταλείπει τη γενέθλια πόλη, την Κωνσταντινούπολη (από εκεί έλκει την καταγωγή της η οικογένεια του συγγραφέα), για να βρεθεί μετανάστης στην Αμερική, να ζυμωθεί με το εργατικό κίνημα, τους συνδικαλιστικούς αγώνες για την εφαρμογή του οκτάωρου στα ελληνικής ιδιοκτησίας μαγαζιά και τις κομμουνιστικές ιδέες, μέσα στους εργατικούς κύκλους που κινούνταν. Εκεί, όμως, ο Σίμος Μήλλας θα ανακαλύψει και κάτι ακόμη: την αγάπη του για τη μουσική. Η συμμετοχή του σε ερασιτεχνικές ορχήστρες θα αποτελέσει το φάρμακο που θα του επιτρέψει να υπομείνει τη δύσκολη ζωή τού μετανάστη.
Όμως η κρίση του ’29 στάθηκε μοιραία: επιστρέφει, όχι στην Πόλη όπου το κλίμα έχει γίνει πια εχθρικό. αλλά στην Αθήνα, στη Νέα Σμύρνη, μια προσφυγούπολη τότε, για να ακολουθήσει τόσο τις επικές προσπάθειες των ξεριζωμένων να ξανασταθούν στα πόδια τους και να δημιουργήσουν τη ζωή τους από την αρχή όσο και την πορεία της χώρας από τη δικτατορία του Μεταξά στην Κατοχή και την Αντίσταση, τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο μέχρι την εποχή της χούντας…
Σε όλη αυτή τη διαδρομή δεν είναι το ιστορικό φόντο που κινεί το ενδιαφέρον τού αναγνώστη (ακόμη και η σύντομη ιστορική εισαγωγή που προτάσσεται σε κάθε περίοδο θα μπορούσε, κάλλιστα, να λείπει, χωρίς να μειώνεται σε οτιδήποτε η αφήγηση) αλλά ο τρόπος που η ιστορία –με όλο το καταθλιπτικό της βάρος– βιώνεται από έναν καθημερινό άνθρωπο, ένα απλό μέλος του ΚΚΕ που στον Εμφύλιο θα κάνει δήλωση, προκειμένου να σώσει την οικογένειά του, θα γλύψει τις πληγές του και θα σταθεί και πάλι στα πόδια του στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Το Όσο σε πάει το όνειρο είναι, λοιπόν, ένα είδος «μυθιστορηματικής βιογραφίας». Πάνω απ’ όλα, όμως, είναι ένας φόρος τιμής του συγγραφέα προς τον πατέρα του που, όπως σημειώνει, «άρχισα να τη σκέφτομαι μεγάλος, όταν εκείνος δεν υπήρχε κι όταν εγώ πλησίαζα την ηλικία που είχε όταν αυτός έφυγε»…
Στρατής Αρτεμισιώτης