Κείμενα: Τάσος Βαρούνης
Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, σε άρθρο του στην Καθημερινή με βαρυσήμαντο τίτλο Ο βασανιστικός θάνατος της δημιουργίας γράφει: «Το μόνο που μας λείπει είναι το βάθος, αυτή η διάσταση της ψυχής και του νου που μετατρέπει την επιπολαιότητα σε έναυσμα δημιουργίας. Τη θέση της δημιουργίας την έχει καταλάβει η επιπολαιότητα». Και συνεχίζει: «Προχθές γιορτάσαμε τα 48 χρόνια δημοκρατίας. Δεν ξαναείδαμε τανκς στους δρόμους. Όμως η δημοκρατία δεν κινδυνεύει μόνον από την επιπολαιότητα μερικών συμπλεγματικών αξιωματικών. Κινδυνεύει και από την επιπολαιότητα όσων ταυτίζουν την ελευθερία της έκφρασης με τις δικές τους απόψεις. Όσο ωμότερες τόσο πιο επικίνδυνες». Ο συντάκτης αναφέρεται στις πρόσφατες παρεμβάσεις στα θέατρα για τον Λιγνάδη. Και αυτός λοιπόν ο υπερασπιστής του βάθους, δεν έχει τίποτα να πει, όχι για τον Λιγνάδη άλλο θέμα ας πούμε αυτό, αλλά για τις περιπέτειες της Δημοκρατίας, έστω την τελευταία δεκαετία. Η Δημοκρατία είναι απλά η απουσία τανκς στους δρόμους και απειλή αποτελούν κυρίως τα πανό για έναν βιαστή.
Ο ελληνικός λαός ψήφισε ΟΧΙ στο Δημοψήφισμα του 2015 και ο ΣΥΡΙΖΑ το έκανε ΝΑΙ. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αντιδημοκρατική εκτροπή για ένα αριστερό κόμμα. Η κοινωνία είχε επίγνωση των δυσκολιών και των κινδύνων από αυτήν της την απόφαση. Το «δεν μπορούσαμε να αφήσουμε τη χώρα να καταστραφεί» πέραν του ότι αποτελεί ατελές και πλαστό διάβασμα των τότε συσχετισμών, δείχνει και μια βαθιά υποτίμηση στις επιθυμίες, τις όποιες επιθυμίες ενός λαού, πόσο μάλλον όταν αυτές έχουν μια εκφρασμένη, αγωνιστική χροιά. Η «κυβέρνηση της αριστεράς» ήταν ένα καλό παράδειγμα για το τι σημαίνει μια εναλλαγή που σέβεται τα συμφωνημένα με το «καθεστώς», την ώρα που γράφει στα παλιά της τα παπούτσια τις δεσμεύσεις της προς την κοινωνία. Προσφέρει μια πλούσια εμπειρία για την πορεία ενσωμάτωσης και βέβαια για τις δυσκολίες πιο συγκρουσιακών δρόμων. Τουλάχιστον για όσους δεν πιστεύουν (πια) ότι τα μνημόνια απλά σκίζονται, για να μη μιλήσουμε για βαθύτερες αλλαγές. Κι είναι ακριβώς αυτό το χαμήλωμα του πήχη σήμερα, που κάνει αυτή την αριστερά, παρά την αναξιοπιστία της, να πολιτεύεται «αντιΜητσοτακικά» την ώρα που συμφωνεί στις βασικές γραμμές, ξανά με διπλό τρόπο. Γιατί εδώ θυμόμαστε τον «ετερόκλητο όχλο», τον αγώνα ενάντια στον λαϊκισμό (αριστερή εσάνς του οποίου είναι τα «σωστά αιτήματα»), την προσχώρηση στο «τείχος της Δημοκρατίας». Αλλά και στα «αντικειμενικά», δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τι ουσιωδώς διαφορετικό έχει να πει ο ΣΥΡΙΖΑ στα μεγάλα ζητήματα. Για παράδειγμα, για τη σχέση της χώρας μας με τις ΗΠΑ. Εκτός αν αποτελεί σοβαρή αντιπολίτευση το πνεύμα της δήλωσης του Τσίπρα τον Μάρτη, την ώρα που η ΝΑΤΟφροσύνη επελαύνει: «Δεν είμαστε ούτε αντιρώσοι ούτε φιλορώσοι δεν είμαστε ούτε αντιαμερικάνοι ούτε φιλοαμερικάνοι, είμαστε με τον ελληνικό λαό».
Υπάρχουν όμως και πιο προγραμματικές συμφωνίες, ενίοτε βαθύτερα συστημικές, που προχωρούν ή γίνονται ανεκτές από κοινού σε όλο το πολιτικό φάσμα. Και είναι και αυτές που φθείρουν το κοινωνικό σώμα και την κοινωνική συνείδηση συχνά με έναν πιο ύπουλο αλλά σκληρό και άμεσο τρόπο. Τι άλλο είναι η πλήρης σχεδόν αποδοχή του ψηφιακού, πράσινου, υγειονομικού, πολυπολιτισμικού, επιδοματικού καθεστώτος – για να τσουβαλιάσουμε εδώ διαφορετικές αλλά αλληλοϋποστηριζόμενες πλευρές; Η τηλεζωή ως αναγκαιότητα ή ουδέτερη εξέλιξη που το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι απλά να τη ζήσουμε, και εμείς και κυρίως τα παιδιά μας. Η οικολογική καταστροφή ως ευκαιρία για περαιτέρω μπίζνες, εκκενώσεις διαφόρων τύπων και ξανά καταστροφή. Η πανδημία σαν αντικειμενικό γεγονός που επιτρέπει στην ανάλογη «Επιστήμη» να διατάσσει χωρίς αντίλογο μέτρα, ρυθμίσεις, καραντίνες, παρεμπιπτόντως αναποτελεσματικά, και μετατρέποντας τη Δημόσια Υγεία σε καθεστώς και -προφανώς- εμπόρευμα. Οι διάφορες εκδοχές ανοχής στις μεταναστευτικές ροές, στην πράξη αποδοχή και υποστήριξη του σχεδίου μετατροπής της χώρας σε αποθήκη ανθρώπων. Τα επιδόματα ως τρόπος άσκησης πολιτικής δια του μοιράσματος της φτώχειας. Όλα τα παραπάνω αποτελούν βαθιές καθεστωτικές επιλογές-υποχρεώσεις των ελληνικών ελίτ. Κι έτσι η αντιμετώπιση όσων αντιδρούν είναι ενδεικτική: Ξύλο και καταδίκες στην Τήνο για τις ανεμογεννήτριες, ξύλο και χλευασμός -μαζί με την αναστολή- των «ψεκασμένων», ανεμβολίαστων υγειονομικών, «φασίστες» και «ξενοφοβικοί» και ξύλο στα νησιά που δε θέλουν ένα ακόμα στρατόπεδο συγκέντρωσης προσφύγων. Και βέβαια πολύ «ξύλο» στους μαθητές, μέσω του ψηφιακού σχολείου, κοινό όραμα δεξιών και αριστερών, με την κόντρα να περιορίζεται στον επαρκή ή μη εξοπλισμό.
Η γραμμή και η στάση του ΚΚΕ από τον Δεκέμβρη του 2008 μέχρι στις Πλατείες του 2011 αλλά και στο Μακεδονικό, αποτέλεσαν παράγοντα περιορισμού των λαϊκών κινητοποιήσεων. Το ότι αυτό έγινε δια της «σωστής, κομμουνιστικής γραμμής» και με την ταυτόχρονη «αγωνιστική παρουσία του κόμματος στο δρόμο» -χωρίς να ξεχνάμε βέβαια και τις «κόκκινες περιφρουρήσεις του κοινοβουλίου»- δεν αλλάζει την ουσία. Όταν οι δυναμικές, τα φορτία, οι διαθέσεις ξεπερνούν κάποια όρια και δημιουργούν προβλήματα στο πολιτικό σύστημα, τότε εμφανίζεται μια αριστερής κοπής παρέμβαση που έρχεται να περιφρουρήσει, συμβολικά, ιδεολογικά, πολιτικά το καθεστώς. Να τις στιγματίσει. Να μην τις αφήσει να εκδηλωθούν, ερχόμενη σε κόντρα με τις προϋποθέσεις που κάθε συγκυρία «εφευρίσκει», μέσα στην πράξη, γι’ αυτή την εκδήλωση, τότε ήταν το «ακηδεμόνευτο». Καλός λοιπόν ο «Θανάσης» (Παφίλης) στις κοινοβουλευτικές του ατάκες αλλά το στίγμα του κόμματος το δίνουν άλλα πράγματα: Θυμόμαστε την «αυθεντική λαϊκή εξέγερση που δεν θα σπάσει ούτε ένα τζάμι», την κριτική στην «έλλειψη ταξικού προσανατολισμού, τα συνθήματα και το ακομμάτιστο των συγκεντρώσεων», την καταγγελία χωρίς πολλά πολλά των «εθνικιστικών συλλαλητηρίων». Σε στιγμές όπου το πολιτικό σύστημα, το «καθεστώς», τραντάζεται ή έστω ανησυχεί, το ΚΚΕ δίνει το παρών.
Η καθεστωτική νοοτροπία διακυβέρνησης ή ευρύτερα αυτή του κομματικού παιχνιδιού έχει ως οργανικό στοιχείο το ψέμα. Από τα πετσωμένα ΜΜΕ μέχρι τα περιβόητα τρολ του διαδικτύου, η αλήθεια όχι απλά πετσοκόβεται ή μένει «μισή», αλλά δεν αποτελεί καν «αξία». Δεν έχουμε εδώ να κάνουμε με τους όποιους μεγάλους μύθους που δημιουργούσαν μια κοινή θέληση και προσδοκία αλλά με το μεροδούλι-μεροφάι ενός πολιτικού συστήματος που αναπαράγεται, μοιάζοντας περισσότερο με διοικητικό συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας παρά με πολιτικούς άρχοντες. Αν πάντα υπήρχε το ψέμα, σήμερα γίνεται καθεστώς, πολύ πιο ξεδιάντροπα. Όμως και πολύ πιο αναγνωρίσιμο ασχέτως αν έγινε συνήθεια και κανονικότητα. Όλη η λογική είναι να «φθαρεί ο αντίπαλος», με κάθε μέσο. Είτε ο κομματικός, είτε ο πραγματικός, ο εχθρός-λαός δηλαδή. Με το πιο μεγάλο, καθεστωτικό ψέμα -που μάλιστα α λα Συρίγο θέλει να ξεμπερδεύει και με τους μύθους- να είναι ακριβώς αυτό: Οι πολίτες μπορούν να υπάρχουν μόνο ως αντικείμενα χειρισμού, καλοπιάσματος, ψηφοθηρίας, καταστολής. Τα κόμματα θα εκπροσωπούν, οι εκλογές θα δίνουν ετυμηγορίες, οι εξουσίες θα απολαμβάνουν το σεβασμό μας, μαζί με τους νόμους τους. Ο,τιδήποτε έξω από αυτά είναι επικίνδυνος λαϊκισμός και πρέπει πρώτα να καταγγέλλεται κι έπειτα να χτυπιέται. Μαζί με το πολλαπλό χτύπημα του δημόσιου χώρου που έρχεται για να προλάβει πολλά κακά. Θυμόμαστε εδώ τη Χρυσή Αυγή που αρχικά στηρίχτηκε ή έγινε ανεκτή, για να λειτουργήσει μετέπειτα σαν το απόλυτο κακό που πρέπει να χτυπηθεί από το «δημοκρατικό τόξο». Τα τρικάκια που συνδέονται με την… τρομοκρατία, την ανακοίνωση του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών που θεωρείται νεοσταλινισμός, τις απαγορεύσεις και την καταστολή, από την πιο απλή συγκέντρωση μέχρι την ακύρωση παραστάσεων των ρωσικών μπαλέτων Μπολσόι. Στην πράξη, η καθεστωτική νοοτροπία δεν ανέχεται ως κατηγορία το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», ούτε καν κάποιες από τις οικουμενικές διαστάσεις και περατότητες του πολιτισμού. Και κάτι ακόμα όμως: Το ψέμα ως εργαλείο για να διχάσει το κοινωνικό σώμα σε προσεκτικά προσδιορισμένα και όχι τυχαία πεδία. «Μακεδονομάχοι και ψεκασμένοι», «βίαιες μειοψηφίες» κ.ο.κ. Την ώρα που όλοι -μαζί και ο Πρέσβης- διαδηλώνουν χέρι-χέρι στο Pride.
«Χτίζουμε την πιο ισχυρή Ελλάδα που είδαμε ποτέ», δήλωσε πριν λίγες μέρες ο Νίκος Δένδιας από τη Σούδα. Εδώ γελάμε, αλλά το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Θα μπορούσε αυτό το «καθεστώς Δημοκρατίας», που όλοι μαζί γιόρτασαν στο Προεδρικό Μέγαρο, να υπάρχει και σε εκδοχή «λιγότερης Ελλάδας»; Με εθνική κυριαρχία πιο αδυνατισμένη, ίσως και με λιγότερα ελληνικά εδάφη, τώρα νατοϊκά, αύριο μισά-μισά ή και τελείως τουρκικά; Δημοκρατικό καθεστώς δια της αποσυγκρότησης της χώρας; Το «παρέλαβα κράτος, δε θα παραδώσω κοινότητα» του Τάσσου Παπαδόπουλου ορίζει διαφορετικά τα πράγματα, δίνοντας δηλαδή περιεχόμενο και πυλώνες στη δημοκρατική συνθήκη. Κι αυτό δεν είναι θεωρητικό ζήτημα. Γιατί όλα δείχνουν ότι ένα νέο πολιτικό σκηνικό θα επιχειρηθεί να στηθεί, ακριβώς για να ξεπεραστεί ο σκόπελος των παραχωρήσεων και της υποτέλειας στον τουρκικό επεκτατισμό. Το «πνεύμα ενότητας» των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στα δύσκολα και τις έξωθεν απειλές, η προσεκτική, υπεύθυνη κ.λπ. αντιπολίτευση στα ελληνοτουρκικά, δείχνουν κι εδώ την καθεστωτική φύση της πολιτικής.
***
Τα παραπάνω, πολύ διαφορετικά και σκόρπια παραδείγματα, αξιοποιήθηκαν για να περιγράψουν ότι οι αντιστάσεις και οι ρωγμές ή από την ανάποδη οι συμφωνίες και η ενότητα, πρέπει να λογαριάζονται στην πραγματική και όχι στην ονομαστική τους αξία. Τέλος, πέρα και μαζί με το καθεστώς που χτίζει το πολιτικό σύστημα, υπάρχει και το καθεστώς μέσα στην κοινωνία. Εκεί είναι που πρέπει να δοθεί το βάρος, αν δε θέλουμε να είμαστε κι εμείς… καθεστωτικοί.
Το καθεστώς
Υπάρχουν οι πολύ χοντροί σχεδιασμοί για το ποιόν μιας χώρας και μιας κοινωνίας, υπάρχει και η στάση που κρατά κανείς απέναντι σε στιγμές και περιόδους κρίσιμες. Κανένα από τα δυο δεν αρκεί από μόνο του για να προσδιορίσει το «προοδευτικό» ή «αντιδραστικό», το «ριζοσπαστικό» ή «συντηρητικό». Ας προστεθεί εδώ και μια αντιπαράθεση της μόδας, ανάμεσα σε αυτούς που τάχα αναγνωρίζουν «το βάθος των πραγμάτων» (που όμως αρνιούνται ή σιωπούν εξοργιστικά για το προφανές) και στην «ατακαδόρικη σκέψη» που ξεμπερδεύει μπαμ μπαμ με όλα τα θέματα (εργαλειακά και για τις ανάγκες μιας πάντα πρόσκαιρης, και συνήθως οριοθετημένης, κόντρας).
Μιλώντας πιο ελεύθερα, θα λέγαμε ότι γύρω από την έννοια «καθεστώς» θα μπορούσαν να δρομολογηθούν καλύτερα ορισμένα κριτήρια. Με ό,τι αυτό περιλαμβάνει στις διαφορετικές πλευρές του -οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, θεσμικές κ.ο.κ.- αλλά χωρίς να χάνεται και η αίσθηση της εποχής. Των κάθε φορά, δηλαδή, επίδικων και συγκρούσεων που με τη σειρά τους είναι αδύνατον να προσεγγιστούν πέρα κι έξω από τους πραγματικούς ανθρώπους που τις βιώνουν ή που αγωνίζονται μέσα σε αυτά. Όμως, και για έναν ακόμα λόγο: γιατί η σκέψη, οι απόψεις, οι ιδέες δεν πέφτουν από τον ουρανό κι έτσι ο περίπλοκος δρόμος που τις συνδέει με συμφέροντα και ανάγκες δεν μπορεί παρά να αναγνωρίζεται.
Σήμερα, που επιχειρείται -πρακτικά και συνειδησιακά- ένα γενικευμένο χαμήλωμα του πήχη, τα παραπάνω έχουν σημασία γιατί δίνουν ένα μέτρο, ανεξάρτητα από το τι δηλώνει κανείς. Όμως, ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας τα πιο διαφορετικά παραδείγματα.
Αφιέρωμα Μεταπολίτευση: Από τη «λύση Καραμανλή» στα μνημόνια
Τον Αύγουστο του 2017, στο φύλλο 370, ο Δρόμος δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον αφιέρωμα για τη Μεταπολίτευση. Πιο συγκεκριμένα, το αφιέρωμα περιείχε μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Γιάννη Μαυρή για την πολιτική κληρονομιά της Μεταπολίτευσης, ένα άρθρο του Ρούντι Ρινάλντι για τον ρόλο της Αριστεράς, μια συνέντευξη του αείμνηστου Σάκη Καράγιωργα για τον χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και δυο σημειώματα από παλιότερα κείμενα των εκδόσεων Α/συνεχεια (για το πώς φτάσαμε στο 1974 και για το φαινόμενο ΠΑΣΟΚ).