από τον Δημήτρη Ουλή
…μου καταλογίζουν ότι έχω σταματήσει εδώ και καιρό να ασχολούμαι με ζητήματα της τρέχουσας πολιτικής, διολισθαίνοντας προοδευτικά σε ένα είδος χιουμοριστικής ηθογραφίας της νεοελληνικής αποικίας –ανάλογης με αυτήν που εκπονεί, λόγου χάρη, ο κύριος Κοσμάς Βίδος. Η αιτίαση είναι σοβαρή και πρέπει να απαντηθεί, με όλο το σεβασμό προς τον κύριο Βίδο –τον οποίο ομολογώ ότι απολαμβάνω πάντοτε να διαβάζω, καίτοι οι πολιτικές μας απόψεις απέχουν όσο η Γη από τη Σελήνη.
Θα αναγνωρίσω, κατ’ αρχάς, έναν πυρήνα αλήθειας στην αιτίαση: ύστερα από το φιάσκο της προδοσίας –συγνώμη, της «συνθηκολόγησης» ήθελα να πω– του 2015, η εγχώρια τρέχουσα πολιτική εκλύει μέσα μου ωστικά κύματα ανίας, λόγω του εξαιρετικά χαμηλού της επιπέδου και της αφόρητης κοινοτοπίας της. Το σπίτι πουλήθηκε: αυτή είναι η ουσία, αυτό είναι το πρωταρχικό πολιτικό «γεγονός». Να αρθρογραφείς κάθε τρεις και λίγο εναντίον της εκποίησης επιμέρους χώρων και αντικειμένων του σπιτιού (του καθιστικού, της κουζίνας, της μπιζουτιέρας) συνιστά για μένα, απλώς και μόνο, μηρυκαστικό αναμάσημα του πρωταρχικού αυτού γεγονότος –αναμάσημα με περισσότερο ψυχολογική, παρά πολιτική σημασία.
Γόνιμος και δημιουργικός πολιτικός λόγος μπορεί κατά την άποψή μου να σημαίνει μετά το 2015, μονάχα τρία πράγματα: να στοχάζεσαι πάνω σε στρατηγικές ακύρωσης του πλειστηριασμού, καταγγελίας του συμβολαίου εκποίησης του σπιτιού. Να επινοείς τρόπους συλλογικής και συνάμα ατομικής αντίστασης απέναντι στη βαρβαρότητα και τον εκτοπισμό της εκποίησης αυτής. Και να ξεμασκαρεύεις την πολυκέφαλη υποκρισία των εκάστοτε τεχνοκρατών και κομματικών πλασιέ, οι οποίοι σου πουλούν κολλητηλίκι (και συντροφιλίκι), όχι για να ακυρώσουν βέβαια την εκποίηση, αλλά για να την διεκπεραιώσουν –υποτίθεται– σε τιμή περισσότερο συμφέρουσα για σένα.
Νομίζω ότι όποιος εγκύψει στη στήλη με κάποια μεγαλύτερη συστηματικότητα, μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι οι θεματικές της σπονδυλώνονται διαρκώς γύρω από τις τρεις παραπάνω προκείμενες. Και από την άποψη αυτή, η στήλη παραμένει ανυποχώρητα πολιτική, έστω κι αν κάποτε δίνει την εντύπωση ότι αναλώνεται σε ένα ανθρωπολογικό ή ηθογραφικό απλώς σχόλιο. Θα τολμούσα, ωστόσο, να ισχυριστώ ότι ο πολιτικός χαρακτήρας της στήλης τεκμαίρεται και από ένα επιπλέον στοιχείο: ότι υπερασπίζεται το αίτημα να επανακτήσει η πολιτική την απολλεσθείσα πνευματικότητά της, ούτως ώστε να καταφέρει κάποτε να αποδοθεί ξανά την τάξη του στοχασμού. Προκειμένου όμως να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, η πολιτική οφείλει να πάρει σαφείς αποστάσεις από τα κακέκτυπα και τις καρικατούρες της –ακριβώς όπως για να αποδοθεί η θρησκευτική πίστη στον στοχασμό, χρειάζεται αντιστοίχως να πάρει σαφείς αποστάσεις από κάθε ειδωλολατρική καρικατούρα του Θεού.
Παραφράζοντας έτσι μία γνωστή χαιντεγγεριανή αποστροφή, θα έλεγα ότι η στήλη απαξιώνει την τρέχουσα εγχώρια πολιτική, μονάχα στο όνομα μίας πολιτικότερης αντίληψης της τελευταίας: μιας αντίληψης, δηλαδή, η οποία δεν ανέχεται άλλο να βλέπει την πολιτική να τελματώνει σε μία ατέρμονη διαδοχή ξεκατινιασμάτων και κοκορομαχιών, αλλά ζητά να τη θεμελιώσει εκ νέου σε ένα έλλογο και θεωρητικά διαυγασμένο αίτημα χειραφέτησης και ποιητικής μεταμόρφωσης του κόσμου.