Μέρος Β΄
(Διαβάστε το Μέρος Α’)
Με το ξεκίνημα της χειμερινής σεζόν, συνέχισα μόνος μου στη ντισκοτέκ, επτά βράδια τη βδομάδα! Είχα πάρει για τα καλά το κολλάει και έπαιζα όλες τις μουσικές που μου άρεσαν χρησιμοποιώντας τη δισκοθήκη που είχε η επιχείρηση, αλλά και δίσκους που κουβαλούσα από το σπίτι μου. Η μουσική ντίσκο δεν είχε ακόμα μορφοποιηθεί και δεν είχε επιβληθεί στις ντισκοτέκ όπως έγινε από το 1973-74 και μετά. Λέγεται ότι για πρώτη φορά το 1973 περιγράφτηκε στο περιοδικό Rolling Stone το μουσικό είδος «ντίσκο». Έτσι, μπορούσα να παίζω οτιδήποτε ήταν χορευτικό, από Beatles μέχρι Peppino di Capri κι από ροκ εν ρολ και τουίστ μέχρι ροκ, κάτι που λίγα χρόνια αργότερα θα απουσίαζε από τις ντίσκο. Θυμάμαι πόσο επιβλητικοί ακούγονταν από το ηχητικό σύστημα οι Λεντ Ζέπελιν που μόλις είχαν κυκλοφορήσει. Αλλά και πόσο όμορφα χόρευαν μερικά ζευγάρια το ροκ εν ρολ που πολύ λίγοι το ήξεραν. Αντιθέτως, η μπόσα νόβα, το τσάρλεστον, το τσα-τσα και το σέικ έλιωναν το παρκέ της πίστας. Όπως, βέβαια, και το «μπλουζ» όπως πολλοί αποκαλούσαν τα σλόου, τα αργά κομμάτια που διαδέχονταν τα πολύ ρυθμικά, όχι τόσο για ποικιλία και ανάπαυλα όσο για να εκδηλωθούν τα φλερτ και οι έρωτες που πλανιούνταν στην ατμόσφαιρα. Μάλιστα, τα κλασικά σλόου κομμάτια, όπως το The house of the rising sun με τους Animals ή το When a man loves a woman με τον Percy Sledge, γέμιζαν τόσο ασφυκτικά την πίστα που δύσκολα έκαναν τις περιστροφές τους τα ζευγάρια που χόρευαν. Μεγάλο σούσουρο προκαλούσε από τις πρώτες στροφές το Je t’ aime… mois non plus του Serge Gainsbourg με την Jane Birkin που ήταν απαγορευμένο σε πολλές χώρες για τον ερωτισμό του. Θυμάμαι την κυρία Χαρτζίδου που, κάθε βράδυ που το έπαιζα, ανήσυχη κοιτούσε την είσοδο με το φόβο ότι ανά πάσα στιγμή θα έμπαινε το «Τμήμα ηθών» να μας συλλάβει, χούντα γαρ το 1969. Υπήρχαν, όμως, και μερικά πολύ ρυθμικά κομμάτια που ξεσήκωναν και τους πιο βαρύθυμους και δυσκίνητους, όπως το Venus των Shocking Blue και το Get Ready των Rare Earth. Έπαιζα και πολλά ακυκλοφόρητα στην Ελλάδα, που προμηθευόμουν από τους φίλους μου στις εταιρίες δίσκων. Για το αμερικάνικο ρεπερτόριο, o Λευτέρης Χαρτζίδης, γιος των επιχειρηματιών που σπούδαζε στην Αμερική, έστελνε φουρνιές δίσκων σαρανταπέντε στροφών που ήταν επιτυχίες στις ΗΠΑ. Έπαιζα και σπάνια κομμάτια, π.χ. του Paul Butterfield και του Frank Zappa, από την προσωπική μου συλλογή βινυλίων, για τον εαυτό μου και για μερικούς ψαγμένους θαμώνες που κουνούσαν επιδοκιμαστικά το κεφάλι όταν τα άκουγαν, προσθέτοντας ένα ακόμα πλεονέκτημα συγκριτικά με τις άλλες ντισκοτέκ που ξεπηδούσαν στην Αθήνα.
Το Γούντστοκ, το καλοκαίρι του 1969, επηρέασε αισθητά το ρεπερτόριο μου στη ντισκοτέκ. Έπαιζα ό,τι μπορούσε να χορευτεί από τα τραγούδια που παρουσίασαν οι Janis Joplin, Jimi Hendrix, Joe Cocker, Who, Jefferson Airplane, Sly and the Family Stone, Country Joe and the Fish, Creedence Clearwater Revival και λοιποί. Κι έτσι, μέσα από τη ντισκοτέκ, διαδιδόταν και το ροκ.
Αυτά τα τραγούδια και οι μουσικές, που ακούγονταν δυνατά από τα μεγάλα ηχεία, και με τη συνδρομή των φωτορυθμικών, ξεσήκωναν τους νέους. Κανένας δεν είχε σπίτι του στερεοφωνικό συγκρότημα με ισχυρούς ενισχυτές και ηχεία. Όλοι άκουγαν μουσική από ραδιόφωνα και ηλεκτρόφωνα χωρίς μεγάλη πιστότητα ούτε μεγάλη ένταση. Η μουσική στη ντισκοτέκ ακουγόταν αλλιώς. Βέβαια, οι επιχειρηματίες πάντα ζητούσαν να χαμηλώσω τον ήχο, αλλά αυτό γινόταν μόνο προσωρινά γιατί η νεολαία ζητούσε την ένταση. Οι θαμώνες έπιναν λίγο, ελάχιστες κοπέλες κάπνιζαν, αλλά όλοι ίδρωναν, έσταζαν μάλλον, από τους χορούς.
Ο στόλος
Εκείνα τα χρόνια, στην προβλήτα του φαληρικού όρμου, σε ένα μικρότερο κτίσμα που βρισκόταν κοντά στο δικό μας κτήριο, οι Αμερικάνοι είχαν εγκαταστήσει το γραφείο κίνησης του 6ου Στόλου που ελλιμενιζόταν για βδομάδες στο Σαρωνικό. Ήταν ο σταθμός μέσω του οποίοι μεγάλες βενζινάκατοι πηγαινοέρχονταν συνεχώς μεταφέροντας επισκέπτες στο αεροπλανοφόρο, αλλά διακινούσαν και τους ναύτες από τα αντιτορπιλικά και τις φρεγάτες, που έβγαιναν με άδεια και επέστρεφαν το βράδυ. Πολλοί την άραζαν στην καφετέρια πίνοντας αλκοόλ και ακούγοντας τη μουσική που έβαζα στα πικάπ, χωρίς να μπορούν να μπουν στη ντισκοτέκ. Η επιχείρηση δεν το επέτρεπε γιατί όταν έπιναν οι ναύτες γίνονταν επικίνδυνοι. Πείραζαν τις κοπέλες, τις τραβούσαν με το ζόρι από τα τραπέζια για να χορέψουν μαζί τους, συμπεριφέρονταν με αυθάδεια και μάλωναν με τους συνοδούς των κοριτσιών και γενικά φέρονταν άγαρμπα και εξουσιαστικά. Πολύ συχνά πλακώνονταν μεταξύ τους με τόση αγριότητα που είχα την αίσθηση ότι ήθελαν να αλληλοσκοτωθούν, ενώ μέχρι πριν από λίγα λεπτά έπιναν παρέα και χασκογελούσαν! Και τότε επενέβαιναν κάτι πελώρια γομάρια της ναυτικής αστυνομίας που προσπαθούσαν να τους χωρίσουν χτυπώντας τους με γκλομπ για να μην πνίξουν ο ένας τον άλλον σε κάτι λιμνούλες με νούφαρα που υπήρχαν στο αίθριο! Σε άθλια κατάσταση, λιώμα από την άφθονη τζάμπα μαυροδάφνη, γύριζαν κι από τη Γιορτή του Κρασιού στο Δαφνί όπου τους πήγαιναν οι ταξιτζήδες που τους ψάρευαν στον παράδρομο της Ποσειδώνος για τα δολάρια που τότε είχαν μεγάλη αξία. Αλλά αυτή η κατάσταση είχε και μια ευχάριστη πλευρά: Αραγμένοι στην καφετέρια, οι μαύροι ναύτες μόλις άκουγαν ένα κομμάτι soul μουσικής, με James Brown, Ottis Redding ή Wilson Picket, σηκώνονταν και χόρευαν όπως αυτοί ήξεραν καλύτερα και τότε, οι δικοί μας έβγαιναν μέσα από τη ντισκοτέκ και χάζευαν τους μαύρους για να αντιγράψουν τις χορευτικές τους φιγούρες, γιατί ο συναγωνισμός στην πίστα για το ποιος χορεύει καλύτερα ήταν διαρκής!
Σε 24ωρη βάση…
Εκείνη την εποχή, 1968-1972, παρ’ όλο που ξενυχτούσα κάθε βράδυ, χωρίς να είμαι συνηθισμένος στα ξενύχτια, συνέχιζα και τις άλλες δραστηριότητές μου κατά τη διάρκεια της μέρας. Ακόμα αναρωτιέμαι πού έβρισκα τόσες δυνάμεις! Μπορεί να μην πήγαινα ανελλιπώς στη Νομική, όπως όλη η φοιτητοπαρέα μου, ειδικά μετά το πρώτο έτος, εκτός κι αν είχαμε συνάντηση για πολιτική συζήτηση στην καφετέρια της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, στη Μασσαλίας (η μόνη καφετέρια στην περιοχή), αλλά δεν έχανα και χρονιά. Και η βασική ημερήσια ασχολία μου είχε να κάνει, εννοείται, με τη μουσική. Είχα και μια σχετική άνεση ως καλά αμειβόμενος εργαζόμενος, πολύ σημαντικό σε μια περίοδο που τα οικονομικά της οικογένειάς μας είχαν καταπέσει λόγω της αναδουλειάς που ανάγκασε τον πατέρα μας να κλείσει το κατάστημά του. Παρουσίαζα και οργάνωνα rock συναυλίες με Socrates, Δημήτρη Πουλικάκο, Πελόμα Μποκιού, Μαρίζα Κωχ, Παύλο Σιδηρόπουλο, Βαγγέλη Γερμανό κ.ά. και κατά τη διάρκεια της τελευταίας σεζόν που δούλευα στη ντισκοτέκ, το 1972, έβγαλα και την δεκαπενθήμερη εφημερίδα «Μουσική Γενιά»! Ήμουν παραγωγικός τύπος…
Στο Φαληρικό Δέλτα, κατέβαιναν διάφοροι φίλοι για να ακούσουν μουσική οι οποίοι κάθονταν σε ένα τραπέζι δίπλα στο booth που ήμουν όρθιος μπροστά στα δύο πικάπ, πάντα με ένα δίσκο στο χέρι, για να μπορώ να πετάγομαι και να συμμετέχω στη συζήτηση όσο έπαιζε ένα τρίλεπτο κομμάτι. Όταν το θέμα ήταν πολύ καυτό, έβαζα τραγούδια από δίσκους 33 στροφών που είχαν μεγαλύτερη διάρκεια. Το ίδιο έκανα όταν ήθελα να χορέψω με κάποια από τις φίλες μου. Π.χ. η Νάνσυ και η Ελένη έρχονταν καθημερινές, το χειμώνα, που δεν γινόταν ο χαμός του Παρασκευοσαββατοκύριακου, και έμεναν μέχρι να αραιώσει η πελατεία για να μπορούμε να χορεύουμε ανενόχλητα –μέχρι και αυτοσχέδιο τανγκό– στην ελεύθερη πίστα. Από τους πιο κολλητούς μου φίλους, που πολλές φορές γύριζαν στα σπίτια τους νυχτιάτικα, με τα πόδια!, από το Φάληρο στο Παγκράτι ή τα Σεπόλια και ακόμα μακρύτερα, όπως ο Αντρέας και ο Πέτρος, υποψήφιοι δικηγόροι και οι δύο, είχα εκπαιδεύσει τον Αιμίλιο και τον Τάσο για να με αντικαθιστούν τα βράδια που ήθελα ρεπό ή όταν έφευγα για κάποιο διάστημα, όπως τότε που πήγα στην Ίο. Στην πορεία, ο μεν Αιμίλιος δούλεψε σαν ντι-τζέι στη ντισκοτέκ «LP» που άνοιξε στην Πλάκα, ο δε Τάσος στη ντισκοτέκ του «Πητ» στις Τζιτζιφιές. Ενώ στο ξεκίνημά μας οι ντισκοτέκ ήταν πολύ λίγες, Help, Καρυάτιδες, Αναμπέλα, Σεμίραμις… με την επιτυχία που είχαν οι πρώτες, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται ραγδαία, στο κέντρο, στις γειτονιές και τα νησιά. Είχα πάρα πολλές προτάσεις για «μεταγραφή», αλλά περνούσα τόσο καλά στο Δέλτα που δεν είχα κανένα λόγο να αλλάξω πόστο ακόμα και με περισσότερα λεφτά. Σε κάθε περίπτωση σύστηνα κάποιον από τους φίλους μου.
Το να είσαι ντισκ-τζόκεϊ τότε ήταν πολύ προχωρημένο και αξιοζήλευτο. Στη φήμη μου, συνέπραξε και η δημοσιογράφος Όλγα Μπακομάρου με μια ολοσέλιδη παρουσίαση στο περιοδικό «Φαντάζιο», το οποίο ήταν πολύ μοντέρνο για τα δεδομένα της εποχής και είχε υπερκεράσει τα δημοφιλή ευρείας κυκλοφορίας λαϊκά περιοδικά, όπως το «Ρομάντσο», το «Ντομινό» κ.λπ.
Ποδαράτο
Σοβαρό πρόβλημα ήταν η μετακίνηση. Κανένας μας δεν είχε δικό του μεταφορικό μέσο. Έτσι, το πηγαινέλα γινόταν με τα λεωφορεία της γραμμής, κι αν βόλευε, ο ηλεκτρικός. Ξοδευόμασταν με ταξί μόνο όταν έπρεπε να πάμε τα κορίτσια στο σπίτι τους. Το περπάτημα και η υπομονή στις μετακινήσεις, χωρίς τον εκνευριστικό κυκλοφοριακό συνωστισμό των επόμενων δεκαετιών, ήταν κάτι πολύ φυσικό έως και διασκεδαστικό όταν ήμασταν παρέα. Πολλές φορές, στο σχόλασμα, κάποιος από το προσωπικό ή γνωστός πελάτης που είχε μέσο με κατέβαζε στο κέντρο. Αλλά είχα κι ένα φίλο και συμφοιτητή στη Νομική, τον Ζανέτο, με το παρατσούκλι «Μουστάκιας», που ερχόταν με ταξί από την Κολιάτσου, ξέροντας περίπου τι ώρα τελειώνω, και με περίμενε, με το ταξί στην αναμονή, για να με πάει στο σπίτι αφού περάσουμε από ένα μπαράκι στην πλατεία Αμερικής, να δούμε άλλους γνωστούς που σύχναζαν εκεί. Αυτό γινόταν όταν έφευγε κερδισμένος από το καφενείο!
Πολλές φορές, όταν ήμουν μόνος στο σχόλασμα, έπαιρνα το δρόμο για τις Τζιτζιφιές, για να πάρω το πράσινο λεωφορείο που έκανε τη διαδρομή Πειραιάς-Σύνταγμα κάθε μία ώρα, όλη τη νύχτα, συνταξιδεύοντας κυρίως με εργαζόμενους που είχαν τελειώσει τις βάρδιες τους σε ταβέρνες κι άλλα ξενυχτάδικα. Πάντα με ένα βιβλίο ή ένα ξένο περιοδικό για διάβασμα. Μετά, από το Σύνταγμα έπαιρνα ταξί για την πλατεία Καλλιγά ή το έκοβα με τα πόδια. Περπατώντας κατά μήκος της ακτής, μέσα στη γαλήνη της νύχτας, με το θαλασσινό αεράκι να με δροσίζει ή να με παγώνει, περνώντας από τα παλιά και τα νέα μπουζουξίδικα που ήταν τα μόνα χτίσματα και τα μόνα ζωντανά όλη τη νύχτα κέντρα της περιοχής, με φώτα και αυτοκίνητα παρκαρισμένα απ’ έξω, άκουγα τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τη Σωτηρία Μπέλλου και όλους τους βετεράνους του λαϊκού τραγουδιού που δούλευαν στις Τζιτζιφιές, αλλά και τον Λευτέρη Ψιλόπουλο, την Καίτη Ντάλη, τον Κώστα Βολιώτη και άλλους λιγότερους γνωστούς στο ευρύτερο κοινό τραγουδιστές, που ήταν συγκεντρωμένοι σ’ αυτό το άχτιστο ακόμα κομμάτι της παραλίας. Και ακριβώς απέναντι από το Φαληρικό Δέλτα, στην πιο κυριλέ «Αθηναία» που ήταν μέσα στον περίβολο του Ιπποδρόμου, με δέντρα και ωραίους φωτισμούς, κάθονταν στο πάλκο καλλιτέχνες όπως ο Ζαμπέτας, ο Κόκοτας και πολλοί άλλοι.
Εγώ δεν ήμουν κανονικός θαμώνας των μπουζουξίδικων. Δεν έπινα, δεν κάπνιζα, απεχθανόμουν τον τζόγο, δεν έσπαγα πιάτα, είχα μακριά μαλλιά και ντυνόμουν περίεργα. Ακολουθούσα, όμως, τους σερβιτόρους που δούλευαν στο Δέλτα, γιατί ενδιαφερόμουν γι’ αυτούς τους διαφορετικούς από τους δικούς μας κόσμους. Με επιρροές από ανοιχτόμυαλους ανθρώπους σαν τον Τάσο Φαληρέα, είχα συνειδητοποιήσει την αξία των λαϊκών καλλιτεχνών και απορροφούσα τις εικόνες, τους ήχους και τις ατμόσφαιρες στα μπουζουξίδικα, σαν σφουγγάρι. Παρέα με γκαρσόνια, πορτιέρηδες, λουλουδούδες και άλλους νυχτόβιους πηγαίναμε μετά τη δουλειά στα πιο άντεργκραουντ μαγαζιά, όπως το «Καραβάνι» στη Φωκίωνος Νέγρη, όπου ένα βράδυ παραλίγο να αρπαχτούμε άσχημα.
Ξαφνικά, τα κομμάτια από ένα ποτήρι που πέταξε στην πίστα κάποιος από μια παρέα που καθόταν στην άλλη πλευρά του μαγαζιού, πέρασαν ξυστά από το πρόσωπο του μάγειρα που είχαμε στη ντισκοτέκ κι αυτός, επειδή ο φταίχτης δεν ζήτησε αμέσως συγγνώμη για το «ατύχημα», πετάχτηκε όρθιος με ένα μπουκάλι στο χέρι έτοιμος για καυγά ακολουθούμενος από τους υπόλοιπους. Ευτυχώς, οι έμπειροι και πάντα σε επιφυλακή σερβιτόροι του καταστήματος, μπήκαν στη μέση και απέτρεψαν τα χειρότερα. Ήταν μια απ’ αυτές τις στιγμές που αναπάντεχα δημιουργείται μία κρίση, οι εντάσεις κορυφώνονται ακαριαία, ο έλεγχος χάνεται και μπορεί προτού κανείς καταλάβει καλά-καλά τι ακριβώς έχει συμβεί, να γίνει η ζημιά. Γρήγορα μας κέρασαν δύο μπουκάλια ουίσκι και η βραδιά συνεχίστηκε ήρεμα μέσα σε ένα καταιγισμό πιάτων, λουλουδιών και εκκωφαντικών ήχων. Αντιθέτως, όταν πήγαμε με τον Λευτέρη Χαρτζίδη να ακούσουμε τη Μαρινέλλα στο «Στορκ», στον Άγιο Κοσμά, που ήταν πιο λουξ, εκεί όλα ήταν πολύ κουλ.
Το τέλος
Από το Δέλτα έφυγα με άδεια στην αρχή του καλοκαιριού, το 1972, αφήνοντας στη θέση μου τον Αιμίλιο, αλλά δεν ξαναγύρισα στη ντισκοτέκ που είχα αγαπήσει. Μετά από μία τρίμηνη περιδιάβαση με ωτοστόπ στην Ευρώπη, επιστρέφοντας με πολύ πλούσιες εμπειρίες στην Αθήνα, είχα άλλα πράγματα πλέον στο μυαλό μου. Έμπαινε στη μέση και το φοιτητικό κίνημα. Είχα τις καλύτερες αναμνήσεις, αλλά είχε γίνει μια στροφή μέσα μου. Αυτό δεν απέτρεψε τους επιχειρηματίες να με επισκεφτούν στο Ιπποκράτειο που νοσηλεύτηκα για αρκετό διάστημα, τον Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς, για μια πολύ σοβαρή εγχείρηση που τελικά πήγε πολύ καλά. Οι Χαρτζίδηδες όχι μόνο ενδιαφέρθηκαν για την υγεία του πρώην συνεργάτη τους, αλλά ενίσχυσαν οικονομικά και τους δικούς μου που είχαν πελαγώσει. Άρχοντες…
Ξαναπήγα στο Φαληρικό Δέλτα, μερικά χρόνια αργότερα, όταν είχε πια πέσει η δικτατορία κι εγώ δούλευα σε εταιρία δίσκων. Δεν είχε αλλάξει μόνο ο περιβάλλον χώρος, με τη μπαζωμένη παραλία, είχαν αλλάξει και οι επιχειρηματίες, οι σερβιτόροι, οι πελάτες και το πρόγραμμα. Στη θέση που ήμουν εγώ με τα πικάπ, ήταν το πάλκο πάνω στο οποίο κάθονταν οι μουσικοί που συνόδευαν την υπέροχη Πόλυ Πάνου και τον μοναδικό Μανώλη Αγγελόπουλο.
Τελικά, το αρχιτεκτονικά θαυμάσιο κτήριο, με τη δική του ιστορία, με πλούσιες μουσικές και αχαρτογράφητους έρωτες, σήμα κατατεθέν της παραλίας, μαζί με τον Φλοίσβο, το έφαγαν οι μπουλντόζες των κυβερνήσεων και των εργολάβων που ρήμαξαν όλη την ακτή, από το παλιό Φάληρο μέχρι την Καστέλλα. Όπως ρήμαξαν την Αθήνα ολόκληρη, οι εγκληματίες, χωρίς τιμωρία!
Υστερόγραφο: Στις εκδηλώσεις «Τα Ωραία Εξάρχεια» που έγιναν για τη στήριξη της φυσιογνωμίας της περιοχής, συνάντησα τον φωτογράφο Φοίβο Παλαμήδη τον οποίο είχα να δω από το 1976 που έφυγε για το Παρίσι. Μιλώντας για τις Τζιτζιφιές όπου είναι το πατρικό του, του είπα ότι έψαχνα να βρω μια φωτογραφία του Δέλτα και το ίδιο βράδυ μού έστειλε ηλεκτρονικά τη φωτογραφία που έβαλα στο κείμενο. Τον ευχαριστώ πολύ!