Μέρος Δ΄
(Δείτε τα προηγούμενα Μέρος Α΄, Β΄, Γ΄)
Με τη διαγραφή του Νίκου Ζαχαριάδη από το κόμμα, η νέα ηγεσία του ΚΚΕ υπό τον Κώστα Κολιγιάννη, στην 7η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής, στις 18-24 Φεβρουαρίου 1957, κλείνει ερμητικά όσα κανάλια επικοινωνίας και συνεννόησης είχαν απομείνει ανοιχτά ή μισάνοιχτα ανάμεσα στα μέλη που δεν αποδέχτηκαν την καθαίρεση του Ζαχαριάδη και τα μέλη που συντάχθηκαν με τη νέα ηγεσία την οποία επέλεξε η σοβιετική εξουσία. Η ρήξη ήταν πλέον οριστική και αμετάκλητη. Ο Αλέξης Πάρνης είχε ήδη διαγραφεί από την κομματική οργάνωση βάσης στην οποία ανήκε, από τους πρώτους, αλλά η διαγραφή του δεν είχε επικυρωθεί από το Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Ανεπηρέαστος από την «ευκαιρία», είχε παραμείνει στη Μόσχα, αρνούμενος την μετοίκησή του στο Βουκουρέστι και υποστηρίζοντας με παρεμβάσεις του στο ΚΚΣΕ τους «ζαχαριαδικούς» στην Τασκένδη που όχι μόνο διαγράφονταν από το κόμμα, αλλά υφίσταντο και διώξεις, καταδίκες και εκτοπισμούς.
Όμως, οι συνέπειες ήταν και γι’ αυτόν σοβαρές. Απολύθηκε από τη δουλειά του στο Ελληνικό Τμήμα του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Μόσχας και έμεινε άνεργος, ενώ τα έργα του ξεχάστηκαν στα συρτάρια των εκδοτικών οίκων, των περιοδικών και των εφημερίδων. Με τη γυναίκα του, τα τρία παιδιά τους και την πεθερά του αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Ευτυχώς η γυναίκα του, η Χαρούλα, για την οποία είχε πάρει ειδική άδεια για να της επιτραπεί να μετακομίσει από την Τασκένδη στη Μόσχα, δούλευε υφάντρια σε ένα εργοστάσιο. Η Χαρούλα, αγωνίστρια από το βουνό, ήταν από σπουδαία οικογένεια που είχε πολλούς ήρωες. Υπερβολικά πολλούς! Ο πρώτος της άντρας είχε πέσει στο πεδίο των μαχών, όπως και ο πατέρας και τα δύο της αδέλφια! Μάνα και κόρη χαροκαμένες!
Κάτω απ’ αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες, ο Πάρνης δεν συμβιβάζεται και δεν βολεύεται. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1957, ανήμερα της εθνικής γιορτής, με απόφαση του Π.Γ. της Κ.Ε. του ΚΚΕ διαγράφεται πανηγυρικά από μέλος του κόμματος. Το Π.Γ. δεν είχε κάνει δεκτή την προηγούμενη απόφαση της ΚΟΒ στην οποία ανήκε ο Πάρνης για τη διαγραφή του με την προοπτική «να δει τα λάθη του». Ο Μάρκος Βαφειάδης που είχε προεδρεύσει σε εκείνη τη συνεδρίαση της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης πριν από ένα χρόνο, απειλώντας τον μάλιστα με το υπονοούμενο «θα πας εκεί που ξέρεις», είναι μέλος του Πολιτικού Γραφείου που επαναφέρει και αποφασίζει τελικά τη διαγραφή με το κύρος του ανωτάτου αυτού οργάνου. Βέβαια, για να καταλάβει κανείς τις διαστάσεις της κρίσης και της «ρευστότητας» στο εσωτερικό του ΚΚΕ, μετά την καθαίρεση και διαγραφή του Ζαχαριάδη, ο μέχρι το 1948 αρχιστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας εκπαραθυρώνεται από το Π.Γ. (Ιανουάριος 1958) και διαγράφεται από μέλος του ΚΚΕ δύο χρόνια αργότερα. Ο τιμωρός Μάρκος τιμωρείται.
Διαγραφή από το Π.Γ.
Από το σκεπτικό της ΚΟΒ, η απόφαση του Π.Γ. υιοθετεί και επαναλαμβάνει την αντίθεση στις επανειλημμένες διαμαρτυρίες του Πάρνη για την «επέμβαση του ΚΚΣΕ σε ζητήματα του ΚΚΕ» και στις κατηγορίες που απηύθυνε ο συγγραφέας «ενάντια στους σοβιετικούς συντρόφους» για τα γεγονότα που –σύμφωνα με τη νέα ηγεσία- «προβοκατόρικα προκάλεσε ο Ζαχαριάδης και η κλίκα του στην Τασκέντη». Αποδοκιμάζει επίσης την υιοθέτηση από τον Πάρνη της θέσης του Ζαχαριάδη για τους «δύο πόλους».
Εντούτοις, συνεχίζει «το Π.Γ. δεν ενέκρινε τότε την απόφαση για διαγραφή του Α. Πάρνη και κατέβαλε επίμονες προσπάθειες να τον βοηθήσει να δει τα λάθη του. Ο Αλέξης Πάρνης δεν θέλησε να αξιοποιήσει τη βοήθεια. […]» Ο Πάρνης κατηγορείται, μεταξύ άλλων, ότι «δημοσίευσε σε σοβιετικό περιοδικό διήγημα, όπου διασύρονταν δύο μέλη του κόμματος, που ανήκουν στην ίδια ΚΟΒ με τον Πάρνη» προκειμένου «να εκδικηθεί τους συντρόφους, που του έκαμαν κριτική για τα λάθη του.» Επίσης, αποφαίνεται ότι «χρησιμοποιώντας την εύνοια του Ζαχαριάδη και του Μπαρτζιώτα και την ασυδοσία που του επέτρεψαν στη διαχείριση των προβλημάτων της λογοτεχνίας, πρόβαλε, διαστρέφοντας τα γεγονότα, πάντα τον εαυτό του και κατασυκοφαντώντας ταυτόχρονα άλλους πολύ πιο άξιους απ’ αυτόν λογοτέχνες…»
Στο κατηγορητήριο υπάρχουν πολλές ανακρίβειες και μία αλήθεια. Η αλήθεια είναι ότι πράγματι ο Πάρνης είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Νέα Φρουρά» μία νουβέλα στην οποία δύο κακοί χαρακτήρες του έργου ταυτίζονταν με δύο από τα μέλη της ΚΟΒ. Η απόφαση, βέβαια, λέει ότι ήθελε να τους εκδικηθεί επειδή έκαναν κριτική στα λάθη του. Δεν λέει, όμως, ότι αυτοί είναι οι σύντροφοι που –μαζί με άλλους- είχαν στείλει την επιστολή εναντίον του Πάρνη στο περιοδικό «Λιτερνατούρναγια Γκαζέτα» και σε άλλους σοβιετικούς φορείς (βλ. «μέρος γ΄») και είχαν υπογράψει την απόφαση της ΚΟΒ για τη διαγραφή του κατηγορώντας τον για αντικομματική και αντισοβιετική δράση. Δηλαδή, δεν επρόκειτο για «κριτική στα λάθη του», αλλά για συγκεκριμένες ενέργειες που απέβλεπαν ξεκάθαρα στην απαγόρευση δημοσίευσης των έργων του και τον σωφρονισμό του από τις σοβιετικές αρχές!
Εμπάργκο
Σε όλο το προηγούμενο διάστημα, η αλληλογραφία του Πάρνη με τον εξόριστο στο Μποροβιτσί Νίκο Ζαχαριάδη συνεχιζόταν, εν γνώσει των σοβιετικών αρχών.
Ο Πάρνης ήξερε πια ότι ήταν σε καθεστώς εμπάργκο. Αλλά δεν ήξερε όλες τις παρασκηνιακές ενέργειες που τον αφορούσαν. Οι φίλοι του σοβιετικοί συγγραφείς τον ενημέρωναν για ό,τι υπέπιπτε στην αντίληψή τους, αλλά πολλές «κινήσεις» εναντίον του παρέμεναν έξω από την εμβέλεια τους. Ο «Φάκελος Αλέξης Πάρνης» περιέχει πολλά επίσημα ντοκουμέντα για τέτοιου είδους αθέατες «κινήσεις», σε βάρος του, εννοείται.
Με βάση την αναφορά που περιέχεται σε ένα διαβαθμισμένο σοβιετικό έγγραφο, αναρωτιέται κανείς τι είναι τόσο επικίνδυνο στον Πάρνη ώστε ένα γνωστό στέλεχος της ΕΔΑ, μέλος της οργανωτικής επιτροπής αυτού του μετωπικού ανανεωτικού αριστερού κόμματος, να δηλώνει στον σύμβουλο της Σοβιετικής Πρεσβείας Ν. Σαλνόφ, στις 17 Αυγούστου 1958, ότι «[…] Ο Πάρνης είναι καμουφλαρισμένος εχτρός… έχει διαγραφεί από το ελληνικό ΚΚ και προσπαθεί ως τώρα να ‘‘θολώσει τα νερά’’ διατηρώντας σχέση με ύποπτα άτομα. Δεν αποκλείεται να ’χει ο Πάρνης διασυνδέσεις με την ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα.»
Πρόκειται για πολύ βαριές κατηγορίες από επίσημα χείλη που ήταν υπερεπαρκείς για να εξασφαλίσουν ένα «εισιτήριο» για τις στέπες του Καζαχστάν! Και, μάλιστα, από σύντροφο φίλο της οικογένειας Πάρνη… Το όνομα του αναφέρεται στο έγγραφο.
Επίσης, πέρα από τους «εθελοντές» που καταγγέλλουν τον Πάρνη στις σοβιετικές αρχές, κάποια άλλα στελέχη ζητούν από κομμουνιστές διανοούμενους στην Ελλάδα που δεν γνωρίζουν προσωπικά τον Πάρνη και το έργο του, και πολύ περισσότερο την απήχησή του στη Σοβιετική Ένωση, να προβούν σε απαξιωτικές γι’ αυτόν δηλώσεις.
Ο Πάρνης, βιώνοντας τον αποκλεισμό του, προσπαθεί μέσω των φίλων του, αλλά και των γνωριμιών του με παράγοντες του ΚΚΣΕ, να βρει το δίκιο του. Σε μία επιστολή του αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «σταμάτησαν οι εκδόσεις με ποιήματά μου στην Τσεχοσλοβακία, Αλβανία, Βιετνάμ και σε τρεις Σοβιετικές Δημοκρατίες. Ακύρωσαν τα ταξίδια μου στην Πολωνία, την Κίνα, τη ΓΔΡ (Ανατολική Γερμανία) όπου είχα επίσημα προσκληθεί…». Ο αποκλεισμός δεν αίρεται, αλλά από το καλοκαίρι του 1958 κάποια γραπτά του βλέπουν το φως της δημοσιότητας, μια ποιητική συλλογή του στη «Νέα Φρουρά» και μερικές σποραδικές συνεργασίες με κάποια περιοδικά. Αλλά, όπως επισημαίνει, ούτε μια κριτική παρουσίαση, πουθενά.
Άκρως απόρρητο
Με ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 1959, στο φάκελο που ανακάλυψε στα ρωσικά αρχεία ο ιστορικός Νίκος Παπαδάτος, υπάρχει ένα «αυστηρώς απόρρητο» μακροσκελές έγγραφο με τίτλο «Για τον Αλέξη Πάρνη» στο οποίο συνοψίζονται όλες οι κατηγορίες σε βάρος του. «Στενή φιλία με τον Ζαχαριάδη», «ανάμεσα στους πρώτους που ήρθε από την Τασκέντ στη Μόσχα για να σπουδάσει», «πάσχισε να εξοντώσει τους λογοτεχνικούς του αντιπάλους, δηλαδή όλους τους Έλληνες ποιητές και συγγραφείς», «συχνά επισκέπτεται την Τασκέντ μεταφέροντας τις εντολές του Ζαχαριάδη», «ο πιο φανατικός ανάμεσα στους οπαδούς του Ζαχαριάδη στη Μόσχα», «παλεύει ενάντια στις αποφάσεις της Έκτης Ολομέλειας» κ.λπ. Επίσης του προσάπτουν τη δήλωση ότι «οι σοβιετικοί είναι αναρμόδιοι» να εγκρίνουν τις αποφάσεις της Ολομέλειας, ότι «σε μια νουβέλα του Πάρνη στο περιοδικό «Νέα Φρουρά», δύο αρνητικοί χαρακτήρες του έργου, – ο ένας προδότης, ο άλλος φασίστας – είχαν τα ονόματα […] που θύμιζαν δύο συντρόφους οπαδούς της 6ης ολομέλειας», ότι «διαγράφτηκε από το κόμμα», ότι «ισχυρίζεται ότι τον καταδιώκουν για προσωπικούς λόγους επειδή τον φθονούν […] και ότι παραμένει ένας τίμιος κομμουνιστής».
«Ο Πάρνης έχει επαφή και με τα συγγενικά του πρόσωπα στην Ελλάδα. Δυο-τρεις φορές ήρθε να τον δει ο αδελφός του. Και άλλες τόσες η μητέρα του. Όλοι οι πολιτικοί πρόσφυγες που γνωρίζουν πόσο δύσκολο είναι αυτό εκφράζουν την έκπληξή τους.»
«1. Η Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια έχει αφιερώσει ένα κείμενο στον Πάρνη, κάτι που δεν έχει κάνει για τους κλασικούς της ελληνικής λογοτεχνίας Βάρναλη, Σικελιανό κ.ά. 2. Ο σ. Τίχονοφ στην ομιλία του στο Συνέδριο Συγγραφέων παρουσιάζοντας τους λογοτεχνικούς εκπροσώπους από διάφορες χώρες, χαρακτήρισε τον Πάρνη ως τον μοναδικό εκπρόσωπο της ελληνικής λογοτεχνίας. […] 3. Ο Εκδοτικός Οίκος της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων παρουσιάζει ουσιαστικά στο σοβιετικό κοινό μόνο τον Πάρνη. […] 4. Στο φύλλο 154 (27 Δεκέμβρη 1958) της «Φιλολογικής Εφημερίδας» δημοσιεύτηκε ένα ποίημα του Στανισλάς Μελέσιν αφιερωμένο στον Αλέξη Πάρνη! Λέει κάπου:
Ο Μπελογιάννης έφυγε! Τη σκυτάλη
την παρέδωσε στον ποιητή και στρατιώτη
της γης του με τη δόξα τη μεγάλη.
Δηλαδή, ο διαγραμμένος από το κόμμα, το αντικομματικό στοιχείο Α. Πάρνης είναι σύμφωνα με τον σοβιετικό ποιητή αυτός που συνεχίζει την αγωνιστική παράδοση του Έλληνα κομμουνιστή! Αν παραβλέψεις την αστεία πλευρά της υπόθεσης και σκεφτείς ότι αυτή την άποψη έχει το επίσημο όργανο της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων –όταν στην Ελλάδα ο Γλέζος βρίσκεται στη φυλακή και το ελληνικό κόμμα παλεύει ενάντια σε διασπαστές όπως ο Πάρνης, η υπόθεση παίρνει μια έντονη πολιτική διάσταση. Δεν μπορεί ο Σοβιετικός Τύπος να χαρακτηρίζει ως ήρωα έναν άνθρωπο που πολεμάει την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ. Αυτό σημαίνει ότι η εφημερίδα δικαιώνει τον αγώνα αυτού του ανθρώπου ενάντια στο ΚΚΕ. Κάτι φοβερό! Είναι δύσκολο να αναμετρήσει κανείς τη ζημιά που κάνουν στις ελληνικές κομματικές οργανώσεις αυτοί οι στίχοι. Οι σύντροφοί μας θεωρούν ότι η Σύνταξη της «Λιτερνατούρναγια Γκαζέτα» έχει μεγάλη ευθύνη γι’ αυτό.»
Ο αντίλογος
Ο Πάρνης δεν είχε υπόψη του αυτό το έγγραφο κατηγορητήριο, που δεν το υπογράφει κάποιο στέλεχος του ΚΚΕ, αλλά κάποιο στέλεχος του ΚΚΣΕ! Κρίνοντας από το σοκ που έπαθε διαβάζοντας το έγγραφο τώρα, μετά από 59 χρόνια και εκ του ασφαλούς, φαντάζομαι ότι αν το διάβαζε τότε δύσκολα θα κοιμόταν ήσυχος τις νύχτες.
Ενώ ο Πάρνης πίστευε ότι οι πιέσεις χαλάρωναν, υποχθόνια οι μηχανισμοί ακόνιζαν τις λεπίδες τους.
Όσον αφορά τις κατηγορίες, δεν ήταν δύσκολο να αποκρουστούν, αλλά αυτή η ευκαιρία δεν δινόταν. Όλα γίνονταν παρασκηνιακά, εν αγνοία του θύματος.
Κατ’ αρχήν, από πού κι ως πού μπορούσε ο Πάρνης, ακόμα κι αν ήταν στις προθέσεις του, «να εξοντώσει όλους τους Έλληνες ποιητές και συγγραφείς»; Στη Σοβιετική Ένωση ζούσε, σε μια πελώρια αυτοκρατορία, με πολύ αναπτυγμένη παιδεία και όχι σε κανένα παρακατιανό κρατίδιο. Οι συγγραφείς που τον υποστήριζαν ήταν κορυφαίοι με μεγάλη κλασική παιδεία, απόγονοι των Ρώσων γιγάντων της λογοτεχνίας.
Τι ευθύνη μπορεί να έχει ο Πάρνης για τα λήμματα της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας; Είναι φανερό ότι ο συντάκτης της αναφοράς αυτής υιοθετούσε άκριτα τις επιπόλαιες πολεμικές των μελών του ΚΚΕ που αντιμάχονταν τον Πάρνη επειδή είχε αρνηθεί να αποδεχτεί τη νέα ηγεσία. Μερικοί ίσως κι από ζήλεια. Προφανώς, οι Σοβιετικοί συγγραφείς δεν βρίσκονταν σε σύγχυση. Εκτιμούσαν τον Πάρνη γι’ αυτό που είχε καταφέρει σαν αγωνιστής κομμουνιστής που πήρε μέρος στο ελληνικό έπος της δεκαετίας του ’40 και τον έκριναν σαν δικό τους επειδή σπούδασε στο καλύτερο τους φιλολογικό πανεπιστήμιο και κατάφερε να εκφράζεται με τρόπο που ήταν πολύ συγγενής στη σοβιετική σχολή λογοτεχνίας, κοντά στο σοσιαλιστικό ρεαλισμό και με εργαλείο την ομοιοκαταληξία, τη ρίμα, που είναι νευραλγική στη ρώσικη ποίηση. Αυτή η μίξη, ο συνδυασμός του διεθνιστικού αγωνιστικού περιεχομένου με τη σοβιετική φόρμα, προκάλεσε το ενδιαφέρον των διάσημων Σοβιετικών λογοτεχνών που με μεγάλη προθυμία μετέφραζαν στα ρώσικα τα ποιήματα και τα πεζά του Πάρνη και τα δημοσίευαν στα υψηλού κύρους και κυκλοφορίας έντυπά τους. Ο Πάρνης ήταν παρών στο κέντρο που χτυπούσε η καρδιά της σοβιετικής λογοτεχνίας και έγινε μέρος της. Έμαθε γρήγορα ρώσικα και ασχολήθηκε με ζήλο με τους κλασικούς της ρώσικης κουλτούρας.
Οι πρώην σύντροφοί του τυφλωμένοι από την κομματική τους αντίθεση αδυνατούσαν να αντιληφθούν τι ακριβώς συνέβαινε. Από όλες τις καταγραμμένες μαρτυρίες που έχουμε στη διάθεσή μας φαίνεται ότι ενώ οι Έλληνες λειτουργούσαν σαν ξεχωριστή σέχτα μέσα στη σοβιετική κοινωνία, ο Πάρνης αγκάλιασε εξ αρχής τους Σοβιετικούς συναδέλφους του και αγκαλιάστηκε απ’ αυτούς. Επί πλέον, τα έργα του, με αιχμή το έπος για τον «Μπελογιάννη» εκτίναξε τις μετοχές του στα ύψη. Μπορεί κανένας να μην το γνώριζε στην Ελλάδα, αλλά στο σοσιαλιστικό μπλοκ ήταν υπόδειγμα επαναστατικής ποίησης, γι’ αυτό και κυκλοφόρησε σε πολλές χώρες και σε διάφορες γλώσσες, ακόμα και στα κινέζικα. Αυτό δεν είχε γίνει με κανένα άλλο Έλληνα ποιητή, της Ελλάδας ή της Διασποράς.
Αντί, λοιπόν, οι Έλληνες που φιλοξενούνταν στη Σοβιετική Ένωση να είναι περήφανοι για την αναγνώριση του συναγωνιστή τους, είχαν μανιάσει εναντίον του επειδή ήταν απείθαρχος «ζαχαριαδικός»! Επίσης, έκαναν θέμα την ταξική καταγωγή του. Επειδή ο πατέρας του είχε μερικούς αργαλειούς στον Πειραιά, θεωρούσαν ότι δεν μπορούσε να αυτοπροσδιορίζεται ως γόνος οικογένειας εργαζομένων, αλλά έπρεπε να δηλώνεται ως μικροαστός, παρ’ όλο που επρόκειτο για έναν άνθρωπο που άφησε την οικογένειά του και ανέβηκε στο βουνό να πολεμήσει για τις ιδέες του και για την πατρίδα του παραιτούμενος από κάθε δρόμο επιστροφής.
Θεωρούσαν ύποπτο το γεγονός ότι ο αδελφός και η μητέρα του έπαιρναν βίζες για να τον επισκεφτούν. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο τότε, ούτε από τη μεριά της Ελλάδας ούτε από τη μεριά της Σοβιετικής Ένωσης, αποκρύπτουν, όμως, ότι η μητέρα του ήταν αντιπρόεδρος του Ελληνο-Σοβιετικού Συνδέσμου στον Πειραιά!
Κανείς δεν γνωρίζει πού το πάνε οι Σοβιετικοί αξιωματούχοι που ασχολούνται με τον Πάρνη. Δίνουν μεγάλη σημασία στην περίπτωσή του, αλλά αν πράγματι πίστευαν ότι είναι εχθρός της ΕΣΣΔ θα το συζητούσαν απλώς ή θα ενεργούσαν πιο δραστικά; Ή μήπως προσπαθούσαν να πείσουν κάποιους στα ανώτατα κλιμάκια, αλλά και τους σημαντικούς φίλους του Πάρνη σοβιετικούς συγγραφείς για την επικινδυνότητά του;
Τα έγγραφα και τα γεγονότα, σε συνδυασμό, δίνουν κάποιες απαντήσεις, αλλά η πραγματικότητα είναι πάντοτε πολύ πιο περίπλοκη από τα προφανή.
(Στο επόμενο – Σοβιετικός Φάκελος Αλέξη Πάρνη: Χικμέτ, Τσερνισόβα, Γλέζος)