Οικονομικές βόμβες η φούσκα του χρέους και η φούσκα των αγορών

του Παύλου Δερμενάκη

 

Η παγκόσμια μεγέθυνση (και όχι η ανάπτυξη) επιταχύνεται, σύμφωνα με τα διάφορα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας τον τελευταίο μήνα με αποκορύφωμα τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ. Όμως αυτή η καλή σημερινή εικόνα και η συνδεδεμένη με αυτήν ικανοποίηση σε διάφορα επιτελεία παγκόσμια κρύβει πολλά δυσάρεστα σε σχέση με τον μέλλον. 

Σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία του ΔΝΤ το ΑΕΠ παγκόσμια θα αυξηθεί κατά 3,6% το 2017 και 3,7% το 2018. Η βελτίωση, συγκριτικά με προηγούμενες εκτιμήσεις, για το 2017 οφείλεται στις αναπτυγμένες χώρες ενώ για το 2018 στις αναπτυσσόμενες. Στις αναπτυγμένες χώρες οι ρυθμοί θα είναι 2,2% (2017) και 2,0% (2018). Από τις αναπτυσσόμενες χώρες «πρωταθλητές» θα είναι η Ινδία με 6,7% και 7,4% και η Κίνα με 6,8% και 6,5% αντίστοιχα.

Όμως η κατάσταση αυτή είναι πολύ εύθραυστη. Στην Ευρωζώνη, παρά τους πακτωλούς των δισεκατομμυρίων με τα οποία τροφοδοτεί την οικονομία η ΕΚΤ, η βελτίωση μεταξύ 2016 και 2017 ήταν μικρή (από 1,8% σε 2,1%) για να ξαναγυρίσει πίσω στο 1,9% το 2018.

Τα σύννεφα στον ορίζοντα εμφανίζονται από πολλές πλευρές και στέλνουν μηνύματα τα οποία, αν κρίνουμε από την πορεία των αγορών που συνεχίζουν να ανεβαίνουν με αδικαιολόγητους ρυθμούς, δεν λαμβάνονται υπόψη.

Η οικονομική μεγέθυνση δεν είναι φυσικά ισομερώς κατανεμημένη ούτε εντός των χωρών ούτε και παγκόσμια. Το ΔΝΤ επισημαίνει τρία θέματα ανισοτήτων. Πρώτο, στο εσωτερικό των αναπτυγμένων χωρών μπορεί να αυξάνεται το ΑΕΠ, όμως η ονομαστική και πραγματική αύξηση των μισθών παραμένει χαμηλή. Αποτελέσματα, περιορισμοί στην κατανάλωση και κατ’ επέκταση στην αύξηση του ΑΕΠ και δυσκολίες στην αποπληρωμή δανεισμού για τα υπερδανεισμένα, σε πολλές χώρες, νοικοκυριά. Δεύτερο, μεταξύ των χωρών. Αν και η ανάπτυξη στην παρούσα περίοδο έχει διαχυθεί παγκόσμια, γεγονός που έχει να συμβεί πάνω από μία δεκαετία, η ανισοκατανομή της είναι σημαντική. Υστερούν σε ανάπτυξη οι πλέον καθυστερημένες από τις αναδυόμενες χώρες, οι χώρες εξαγωγείς ενέργειας, και εκείνες που βρίσκονται στη δίνη πολέμων και αναταραχών, και αυτές δυστυχώς είναι πολλές. Άρα οι ανισότητες μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών μεγαλώνουν παγκόσμια και περιφερειακά. Τρίτο, η ανάκαμψη δεν είναι συνεχώς ανοδική, αντίθετα, αν την εξετάσουμε σε μακροχρόνιες περιόδους διαπιστώνουμε ότι η τάση είναι πτωτική. Η αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ, στις αναπτυσσόμενες χώρες, από 2,2% ετησίως την περίοδο 1996-2005 θα φθάσει στο 1,4% την περίοδο 2017-2025.

Επιπλέον, στα θεμέλια της παγκόσμιας οικονομίας έχουν τοποθετηθεί δύο βόμβες οι οποίες συνεχώς και μεγαλώνουν με τη γνωστή μέθοδο της «φούσκας». Πρόκειται για τη φούσκα του παγκόσμιου χρέους και τη φούσκα της αποτίμησης των αγορών.

 

Η φούσκα του χρέους

Όπως έχουμε γράψει και άλλη φορά (βλέπε φ. 356 – 22/4) το παγκόσμιο χρέος ανήλθε σε 215 τρισ. δολάρια στο τέλος του 2016 και αντιστοιχούσε στο 325% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Από αυτά τα 160 τρισ. δολάρια αφορούν τις αναπτυγμένες χώρες και αντιστοιχούν στο τετραπλάσιο σχεδόν (390%) του ΑΕΠ τους. Στις 20 πλέον αναπτυγμένες χώρες (G-20) το χρέος ήταν 135 τρισ. δολάρια και ήταν κατανεμημένο όσον αφορά τις πηγές του: 37% δημόσιο χρέος, 38,5% χρέος επιχειρήσεων και 24,5% χρέος ιδιωτών-νοικοκυριών. Το πλέον όμως ανησυχητικό για το G-20, που ουσιαστικά είναι η παγκόσμια οικονομία (80% του παγκόσμιου ΑΕΠ), είναι το γεγονός ότι το χρέος μεγαλώνει σταθερά με ρυθμό μεγαλύτερο από το ΑΕΠ. Αυτό το γεγονός από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικό «καμπανάκι» για την παγκόσμια οικονομία.

Συνολικά το παγκόσμιο χρέος πλησιάζει με γοργούς ρυθμούς ένα πολύ κρίσιμο ύψος. Αναλυτές εκτιμούν ότι στο βαθμό που θα ξεπεράσει τις 3,5 φορές το παγκόσμιο ΑΕΠ θα έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση που θα καθιστά ουσιαστικά αδύνατη την οικονομική ανάπτυξη. Σε αυτές τις συνθήκες οι δρόμοι θα είναι δύο αλλά εξίσου επικίνδυνοι. Ο ένας θα είναι ότι οι τόκοι στον βαθμό που θα αποπληρώνονται και δεν θα κεφαλαιοποιούνται θα στερούν τις οικονομίες από τους αναγκαίους πόρους για την ανάπτυξη. Στη δεύτερη περίπτωση, αν δεν αποπληρώνονται αλλά κεφαλαιοποιούνται, θα αυξάνουν ακόμα ταχύτερα το παγκόσμιο χρέος μεγεθύνοντας τη χρηματοπιστωτική φούσκα. Συνδυασμός δε και των δύο θα οδηγεί σε συνθήκες το χρέος να συνεχίζει αυξανόμενο, η ανάπτυξη να επιβραδύνεται και η φούσκα να μεγαλώνει. Με αυτά τα δεδομένα προβλέπεται από διάφορους αναλυτές «σημαντική επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης μετά το 2020» για την παγκόσμια οικονομία.

Το χρέος στην περίοδο 2007-2016, από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, έχει αυξηθεί κατά 52,5% ή 144 τρισ. δολάρια. Η άνοδος αυτή επιτεύχθηκε, μεταξύ άλλων, και λόγω των πολύ χαμηλών, ακόμα και μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων σε διάφορες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών προϊόντων παγκόσμια. Η τάση μηδενισμού των επιτοκίων ξεκίνησε από τις ΗΠΑ, ακολούθησε η Ευρωζώνη και στη συνέχεια η Ιαπωνία, με κύριο εργαλείο την «ποσοτική χαλάρωση». Την τροφοδοσία, δηλαδή, της αγοράς με φθηνό χρήμα για να αντιμετωπιστεί αρχικά η κρίση στις αγορές και στη συνέχεια στην οικονομία, με σκοπό την τόνωση της αύξησης του ΑΕΠ. Όμως, καθώς η παγκόσμια οικονομία οδεύει στο τέλος των χαμηλών επιτοκίων με την σταδιακή τους αύξηση, όπως συμβαίνει εδώ και ένα και πλέον χρόνο με τις ΗΠΑ, είναι φυσικό να φανούν οι άμεσες παρενέργειες λόγω του μεγέθους του χρέους και της αναντιστοιχίας του με τα πραγματικά εισοδήματα. Η αδυναμία εξυπηρέτησης αυτών των χρεών, είτε από κυβερνήσεις με κλασσικότερη την περίπτωση της Ελλάδας, είτε από επιχειρήσεις βλέπε π.χ. Ιταλία, είτε από ιδιώτες με τις Αυστραλία, Καναδά και Κίνα να βρίσκονται στην πλέον δύσκολη θέση, σύμφωνα με το ΔΝΤ.

 

Αστάθεια στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα

Όπως είναι φυσικό η φούσκα του χρέους δημιουργεί ένα μεγάλο πρόβλημα στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο έχει αποδειχθεί σε όλη την περίοδο, από το 2007 και μετά, ιδιαίτερα ασταθές, παρά τους πακτωλούς χρήματος που έχει λάβει για βοήθεια και τις διαβεβαιώσεις κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών.

Οι 30 μεγαλύτερες τράπεζες παγκοσμίως έχουν ενεργητικό 47 τρισ. δολάρια ή πάνω από το 1/3 του παγκόσμιου τραπεζικού συστήματος. Οι μισές από αυτές, σύμφωνα με το ΔΝΤ, έχουν μία απόδοση ιδίων κεφαλαίων κάτω από 8% που είναι το όριο για τη βιωσιμότητά τους. Ειδικότερα δε εννιά από αυτές, τις οποίες κατονομάζει (Citigroup [ΗΠΑ], Deutsche Bank [Γερμανία], Barclays και Standard Chartered [Βρετανία], Société Générale [Γαλλία], UniCredit [Ιταλία], Sumitomo Mitsui Financial Group, Mizuho Financial Group και Mitsubishi UFJ Financial Group [Ιαπωνία]), είναι πολύ πιθανό να «καταγράψουν χαμηλή κερδοφορία»… όπως διατυπώνονται με κομψό τρόπο τα μεγάλα προβλήματα στα οποία δεν μπορείς να κλείνεις συνεχώς τα μάτια. Συνεπώς το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί σταθερό και υγιές για να αντιμετωπίσει την επερχόμενη παγκόσμια αύξηση των επιτοκίων και την γενικότερη αναστροφή στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών με τον περιορισμό της ρευστότητας.

 

Η φούσκα των αγορών

Τον τελευταίο ενάμιση περίπου χρόνο, οι αγορές σε παγκόσμιο επίπεδο καταγράφουν συνεχώς όλο και νέα υψηλά, το δε χρηματιστήριο των ΗΠΑ πηγαίνει από βδομάδα σε βδομάδα σε νέα ρεκόρ. Η όλη εξέλιξη σηματοδοτεί μια ακόμα φούσκα η οποία διογκώνεται καθημερινά. Συνολικά οι αποτιμήσεις των αγορών έχουν ξεφύγει-αποσυνδεθεί κατά πολύ από την πραγματική οικονομία την οποία υποτίθεται αντικατοπτρίζουν.

Ένα μόνο αριθμητικό δείγμα αρκεί για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της φούσκας και ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες σε μια αντίστροφη (καθοδική) πορεία των αγορών. Τον Οκτώβριο 2007 ο Dow Jones ήταν στις 14.000 μονάδες και με την κορύφωση των συνεπειών της κρίσης μειώθηκε στις 6.600 (Μάρτιος 2009). Από εκεί άρχισε να ανεβαίνει και έφτασε ξανά στις 14.000 τον Φεβρουάριο 2013. Σήμερα (17/10) βρίσκεται ένα βήμα πριν τις 23.000 (22.997,44)! Δηλαδή από τον Οκτώβριο 2007 έως σήμερα (αγνοώντας την πτώση) έχει αυξηθεί κατά 64%. Την ίδια περίοδο το ΑΕΠ των ΗΠΑ έχει αυξηθεί στο μισό 31%.

Φυσικά κάτω από αυτά τα οικονομικά δεδομένα: α) την αναντιστοιχία-φούσκα των αγορών με την πραγματική οικονομία, β) τη φούσκα του ανεξέλεγκτου χρέους, γ) τους άμεσους κινδύνους λόγω δομικών προβλημάτων της οικονομικής μεγέθυνσης και δ) τη σταδιακή αύξηση των επιτοκίων, γίνεται κατανοητό ότι δεν υπάρχει οικονομική σταθερότητα στο «εγγύς» μέλλον. Μια σειρά αναλυτές των αγορών εκτιμούν ότι οι τιμές μετοχών, ομολόγων και γενικά των διάφορων χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων είναι πολύ υψηλές και σε αυτά τα επίπεδα δεν είναι βιώσιμες για μεγάλο χρονικό διάστημα στον παρόντα οικονομικό κύκλο. Για τον λόγο αυτό πολλοί προειδοποιούν εδώ και 14 μήνες ότι η κατάσταση είναι εύθραυστη και συνεπώς ανά πάσα στιγμή μπορεί να αντιστραφεί και οι αγορές να πάρουν την κατιούσα… με άγνωστο τέρμα. Στην κρίση του 2008 η πτώση για τον Dow Jones ήταν 53%. Συνεπώς, το ερώτημα είναι πότε και με ποια αφορμή. Δυστυχώς στην παρούσα περίοδο αν και υπάρχει μια γενική «ευφορία» στην εξέλιξη των οικονομικών, στον τομέα των γεωπολιτικών εντάσεων βρισκόμαστε σε μία έξαρση και μάλιστα με πυρηνικές προεκτάσεις (Β. Κορέα). Ας ελπίσουμε ότι ο ζητούμενος από τις αγορές καταλύτης (όπως λένε οι χρηματιστηριακοί αναλυτές) δεν θα είναι κάποιο τέτοιο γεωπολιτικό γεγονός που θα συσσωρεύσει περισσότερα δεινά (συνέπειες πολεμικών συγκρούσεων) επιπλέον των οικονομικών που θα αφορούν την παγκόσμια οικονομία.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!