Πώς φτάσαμε στη σημερινή Ε.Ε. και ποια είναι η ιστορική ευκαιρία και ευθύνη της Αριστεράς
Του Κώστα Δουζίνα *
Πόσο διαφορετική φαίνεται η Ευρώπη σήμερα σε σχέση με πριν από δέκα χρόνια. Το 2000, σημαίνοντες σχολιαστές χαιρετούσαν την αυγή του «νέου Ευρωπαϊκού αιώνα» που θα αντικαθιστούσε τον «αμερικανικού τύπου» στυγερό 20ό αιώνα. Η Ευρώπη επρόκειτο να καταστεί το πρότυπο «πολιτεύματος» για το νέο κόσμο. Τόσο η επανένωση της Γερμανίας όσο και η επιτυχημένη εισαγωγή του ευρώ και η εξάπλωση προς τα ανατολικά ανάγγελλαν μια νέα εποχή ευημερίας και ελευθερίας.
Ο Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Ούλριχ Μπεκ εμφανίζονταν ενθουσιασμένοι με το ευρωπαϊκό μοντέλο και προφήτευαν την εξάπλωσή του στον υπόλοιπο κόσμο. Πολλές ήταν οι επιτυχίες της Ένωσης, ισχυρίζονταν. Παλιοί εθνικισμοί και ξενοφοβίες παρήλθαν ανεπιστρεπτί και πρώην εχθροί συνεργάστηκαν στο πλαίσιο ενός ειρηνικού ανταγωνισμού δημιουργώντας την πιο επιτυχημένη οικονομικά περιοχή στον κόσμο. Οι αρχές της Ένωσης περί δημοκρατίας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων και πολυπολιτισμικότητας αποτέλεσαν φάρο ελπίδας. Η Ευρώπη ήταν το μοντέλο για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η πραγματικότητα είναι σήμερα πολύ διαφορετική. Η Ένωση δεν αποτελεί πλέον μοντέλο αλλά δυσλειτουργικό οργανισμό. Έχει προδώσει τις θεμελιώδεις αρχές του της οικονομικής σταθερότητας και ευημερίας, τις βασισμένες στην κοινωνική αλληλεγγύη και δικαιοσύνη. Όπως καταδεικνύει η ελληνική τραγωδία, η Ε.Ε. έχει μετατραπεί σε ιδιοτελή γραφειοκράτη υπέρ της πειθαρχίας της αγοράς και οικονομικό όργανο του διεθνούς κεφαλαίου. Πώς φτάσαμε εδώ;
Η μεταστροφή ξεκίνησε όταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ υιοθέτησε τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα που πρώτη εισήγαγε η Θάτσερ στη Βρετανία.
Ολόκληρη η Ευρώπη μπήκε σε τροχιά απορρύθμισης των χρηματιστικών συναλλαγών, ιδιωτικοποίησης της δημόσιας περιουσίας και των οργανισμών κοινής ωφέλειας σε τιμές ευκαιρίας υιοθετώντας φορολογικά καθεστώτα που ευνοούν τις πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Οι υποσχέσεις περί πλήρους απασχόλησης και κράτους πρόνοιας εγκαταλείφθηκαν καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη αναθεώρησαν τις αναδιανεμητικές τους επαγγελίες για να προσαρμοστούν σε αυστηρούς περιορισμούς στα έξοδα και ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς.
Οι κατακτήσεις των συνδικάτων και των ριζοσπαστικών κινημάτων που χρειάστηκαν αιώνες για να γίνουν πραγματικότητα ανατράπηκαν.
Η νέα ορθοδοξία ισχυριζόταν ότι, η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα θα βελτιώνονταν αν οι εργατικές κατακτήσεις περιοριστούν (κάτι που και πάλι ξεκίνησε από τη Θάτσερ με την επίθεσή της στο Σωματείο Ανθρακωρύχων), αν οι προστατευτικές δικλείδες του εργατικού δικαίου αποδυναμωθούν και αν η ασφάλεια της εργασίας καταργούνταν.
Το Μάαστριχτ έδωσε το έναυσμα για μια από τις μεγαλύτερες μεταφορές κεφαλαίου και εξουσίας από την εργατιά στον επιχειρηματικό κόσμο, μια διαδικασία που τώρα φτάνει στην ωριμότητά της.
Παγκόσμια ιδεολογία
Το νεοφιλελεύθερο πιστεύω είναι ότι η νομισματική σταθερότητα, η βελτιωμένη παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα οδηγούν στην ανάπτυξη και μεταφράζονται σε οικονομικές απολαβές για το εργαζόμενο κομμάτι του πληθυσμού. Η αυξημένη κατανάλωση, η ανοδική τάση της ιδιοκτησίας και των μετοχικών αξιών θα κάνουν τις μάζες να υιοθετήσουν τον «λαϊκό καπιταλισμό».
Τα δύο τρίτα του πληθυσμού που «ξελογιάστηκαν» θα στηρίξουν ένα αισχρά άδικο οικονομικό σύστημα στο σημείο που τους προσφέρει βελτιωμένο επίπεδο ζωής, εκτός βέβαια κι αν χάσουν τις δουλειές τους ή αρρωστήσουν. Εκείνο το τρίτο του πληθυσμού που είναι άνεργο και υποαπασχολούμενο, από την άλλη, εγκαταλείπεται, αποχωρεί από το πολιτικό σύστημα και το μεταχειρίζονται ως απειλή που αντιμετωπίζεται από την αστυνομία ως πρόβλημα ασφάλειας.
Οι αλλαγές αυτές συνοδεύτηκαν από εκτεταμένες εκστρατείες μάρκετινγκ, που προώθησαν την κατανάλωση και το χρηματιστήριο. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι απλώς ένα οικονομικό δόγμα. Πρόκειται για μια παγκόσμια ιδεολογία που λέει στον λαό πώς να βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους, τι να θεωρεί ότι έχει αξία και πώς να σχετίζεται με τον κόσμο. Η εισαγωγή του ευρώ επιτάχυνε τη διαδικασία. Θεωρητικά, το ευρώ θα μείωνε το κόστος των συναλλαγών, θα αύξανε τα έσοδα κεφαλαίου και θα οδηγούσε σε μεγαλύτερες επενδύσεις και παραγωγικότητα. Αλλά τα επίπεδα ανάπτυξης δεν ανέβηκαν κι όταν η παγκόσμια χρηματική και οικονομική κρίση χτύπησε, η Ευρώπη έπεσε σε βαθιά ύφεση.
Το πλαφόν ελλείμματος του Συμφώνου Σταθερότητας του 3% είχε επανειλημμένα διαρραγεί από κάθε κράτος μέλος πριν από την πρόσφατη κρίση, αλλά καλύφθηκε μέσω δημιουργικής λογιστικής και πολιτικών συμφωνιών.
Η νεοφιλελεύθερη δικαιολογία επιχείρημα για τη φανερή αποτυχία των υποσχέσεων που έφερε το ευρώ, ήταν ότι η κρατική δράση έπρεπε να μειωθεί περαιτέρω και οι εναπομείνασες δυσκαμψίες της αγοράς εργασίας να απομακρυνθούν.
Αυτό είναι που επιβάλλεται τώρα από την Ελλάδα να κάνει με έναν τρόπο που τη βάζει στην ίδια θέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ και της «συναίνεσης της Ουάσινγκτον».
Οι ασάφειες και η ασταθής αρχιτεκτονική του ευρώ αποκρύφτηκαν από το κοινό μέχρι τώρα.
Οι Έλληνες «δημόσιοι διανοούμενοι», οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι και δημοσιογράφοι, που ενθουσιάστηκαν με το ευρώ, «ανακάλυψαν» ξαφνικά, τον τελευταίο μήνα ότι δημοσιονομική πειθαρχία χωρίς κοινή οικονομική στρατηγική σημαίνει ότι οι δυνατοί μετατρέπουν τα συμφέροντά τους σε οικουμενικές αλήθειες εις βάρος των αδύναμων. Η κυβέρνηση «ανακάλυψε», ξαφνικά, ότι οι αγορές μπορούν να στοχεύσουν τα ομόλογα ενός αδύναμου κράτους και να βγάλουν υπέρογκα κέρδη. Αλλά αυτή υπήρξε ανέκαθεν η λειτουργία της νομισματικής ένωσης και των χρηματιστικών αγορών όπως μάθαμε από τις επιθέσεις στη βρετανική λίρα της δεκαετίας του ‘80 και στις τράπεζες το 2008. Χρειάζεται αφέλεια ή κακή πίστη από τους κυβερνώντες για να ισχυριστούν ότι πρόκειται για κάτι άνευ προηγουμένου, ενώ την ίδια στιγμή χρησιμοποιούν τους ίδιους μηχανισμούς για να μαζέψουν δάνεια.
Απουσία δημοκρατίας
Μια συστηματική απάντηση στα δομικά προβλήματα της νομισματικής ένωσης μπορούσε να είναι η πρόταση για μεγαλύτερη οικονομική ενσωμάτωση η οποία, απαραίτητα, οδηγεί σε στενότερη πολιτική ένωση. Για την Αριστερά, επίσης, η δημοκρατία είναι ο μόνος δρόμος για να αντισταθούμε στη νεοφιλελεύθερη συναίνεση του μεγάλου κεφαλαίου, των Ευρωκρατών και των πολιτικών ελίτ. Μα κάθε στενότερη Ευρωπαϊκή πολιτική θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό που οι προπαγανδιστές της Ε.Ε. αποκαλούν «έλλειμμα δημοκρατίας», ευφημισμό, πάντως, που κρύβει την αλήθεια. Η Ε.Ε. δεν έχει «έλλειμμα» αλλά πλήρη απουσία δημοκρατίας. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω:
Όλες οι αρχές δημοκρατικού συντάγματος, από το διαχωρισμό των εξουσιών ώς τη δημοκρατική λογοδοσία και τη διαφάνεια της εκτελεστικής εξουσίας, παραβιάζονται βιαίως από την Ε.Ε. Η Επιτροπή, η διορισμένη από τις κυβερνήσεις, ασκεί την αποκλειστική εξουσία της νομοθετικής πρωτοβουλίας, σαν Κοινοβούλιο, αλλά επίσης εφαρμόζει το νόμο, όπως η εκτελεστική εξουσία.
Οι διπλωματικοί απεσταλμένοι, αντιπρόσωποι κυβερνήσεων και το συμβούλιο υπουργών, νομοθετούν σε συνεργασία με τους διορισμένους από τις κυβερνήσεις επιτρόπους. Το Κοινοβούλιο συζητάει ατέρμονα, αλλά οι εξουσίες του είναι ελάχιστες, κάτι που γίνεται αντιληπτό από τους Ευρωπαίους πολίτες, που έχουν γυρίσει την πλάτη τους στις ευρωεκλογές, καταγράφοντας πρόσφατα τα υψηλότερα επίπεδα εκλογικής αποχής.
Ο συνδυασμός ευρωκρατών και εθνικών γραφειοκρατών που δεν είναι υπόλογοι πουθενά έχει οδηγήσει σε ένα βουνό νομοθεσίας που ανέρχεται σε 100.000 σελίδες αποτελώντας το 70% της εθνικής νομοθετικής παραγωγής. Αυτό το νομοθετικό βουνό επιβάλλεται στα κράτη χωρίς μια ελάχιστη καν συζήτηση από τα εθνικά κοινοβούλια.
Την ευρωπαϊκή έλλειψη δημοκρατικής λογοδοσίας έχουν καλοδεχτεί οι εθνικές κυβερνήσεις (που μπορούν να συμφωνήσουν αντιλαϊκά μέτρα στις Βρυξέλλες χωρίς να βάζουν τους βουλευτές να ψηφίζουν στην Αθήνα) και έχει μολύνει τα εθνικά κοινοβούλια. Η μόνη συμμετοχή στα ευρωπαϊκά θέματα που επιτρέπεται στους πολίτες, είναι δικαστικές αγωγές, αιτήσεις στον διαμεσολαβητή και λόμπινγκ στους υπουργούς και τους επιτρόπους. Αυτό το κατάλοιπο του αρχικού οράματος μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης είναι θλιβερό. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που ζητήθηκε από τους λαούς να ψηφίσουν για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, αυτοί απέρριψαν τις προτάσεις με αποφασιστικότητα. Τα δημοψηφίσματα για το ευρωπαϊκό «σύνταγμα» στη Γαλλία, την Ολλανδία και την Ιρλανδία, επιβεβαίωσαν την εκτεταμένη λαϊκή δυσαρέσκεια και το δημοψήφισμα στη Βρετανία χρειάστηκε να ακυρωθεί.
Η τυπική και θυμωμένη αντίδραση των απογοητευμένων ελίτ ήταν να αμπαλάρουν το «σύνταγμα» με διαφορετικό τρόπο, να προσφέρουν δωροδοκίες στους Ιρλανδούς και τους Πολωνούς και να επιβάλουν έναν πρόεδρο και έναν υπουργό Εξωτερικών, των οποίων το μόνο προσόν είναι ότι είναι παγκοσμίως άγνωστες μη-οντότητες.
Αυτή η στάση της Ευρώπης απέναντι στη δημοκρατία δείχνει τον μεταμοντέρνο κυνισμό στα χειρότερά του. Συνδυάζει τη ρήση του Μπρεχτ ότι αν ο λαός δεν ψηφίζει την κυβέρνηση, η κυβέρνηση θα πρέπει να διαλύσει το λαό και να ψηφίσει έναν νέο βάσει της αρχής του «σαν να»: όσο περισσότερο απορρίπτονται οι προτάσεις σου τόσο περισσότερο θα πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν να έγιναν ομόφωνα δεκτές.
Ανεπιθύμητη η λαϊκή συμμετοχή
Οι ανατροπές αυτές οδήγησαν ακαδημαϊκούς προπαγανδιστές της Ένωσης να υποστηρίξουν ότι η λαϊκή συμμετοχή είναι μη επιθυμητή, επειδή ο λαός είναι «αδαής, άσχετος και ιδεολογικά κατευθυνόμενος». Ο καθηγητής στο Πρίνστον Andrew Moravcsik ισχυρίζεται ότι «η κοινωνική Ευρώπη είναι μια χίμαιρα» και η δημοκρατική συμμετοχή πρέπει να αποθαρρύνεται επειδή «είναι αντίθετη με τη δική μας κοινά αποδεκτή επιστημονική αντίληψη του πώς λειτουργούν οι προχωρημένες δημοκρατίες».
Οι οικονομικές και επιστημονικές αλήθειες δεν είναι ανοιχτές σε συζήτηση και ψηφοφορία. Όντως κάθε δημοκρατική συμμετοχή και κινητοποίηση είναι «ακριβή, αντιπαραγωγική και δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να υπάρχουν περισσότερες από μία λύσεις» σε προβλήματα που αντικειμενικά έχουν σωστές απαντήσεις. Αλλά δεν πειράζει. Το μεγάλο πλεονέκτημα της Ένωσης, κατά τον καθηγητή, είναι ότι είναι «τόσο βαρετή» που ο λαός δεν νοιάζεται για αυτήν.
Αυτή η μακαριότητα έχει υπονομευτεί από τα ελληνικά μέτρα. Η Ευρώπη δεν μπορεί, πλέον, να παρουσιάζεται ως ένα απομακρυσμένο σύνολο απρόσωπων, βαρετών γραφειοκρατών που ασχολούνται με τους τεχνικούς κανόνες του εμπορίου, τον ανταγωνισμό και τη ρύθμιση των προϊόντων. Τα μέτρα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, αφού τα έχει εκλιπαρήσει και τα αποδέχεται η υπάκουη ελληνική κυβέρνηση, ακουμπούν τώρα στα θεμέλια της λαϊκής ζωής και ευημερίας.
Για να εξομαλυνθεί το πέρασμά τους, οι ευρωκράτες και η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησαν παρόμοιες ιδεολογικές τακτικές. Οι πολιτικές του εκφοβισμού (χρεοκοπία, Τιτανικός, μη καταβολή μισθών) μιμήθηκαν τους γελοίους ισχυρισμούς του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και της πολιτικής του τρόμου. Οι μονότονα επαναλαμβανόμενοι ισχυρισμοί περί του «αντικειμενικού χαρακτήρα» και του αναπότρεπτου των μέτρων προσπαθούν να αντλήσουν νομιμοποίηση από την αξιοπιστία της επιστήμης, μόνο που είναι δύσκολο να αντιμετωπίσουμε τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία ως επιστήμη. Πρόκειται για μια τυπική περίπτωση «καλού μπάτσου, κακού μπάτσου»: η Γερμανία και οι κερδοσκόποι είναι οι κακοί και, εμείς οι Έλληνες, οι πατριώτες τα θύματα. Όπως στις αστυνομικές ταινίες, οι θέσεις μπορούν εύκολα να αντιστραφούν: εμείς οι Έλληνες είμαστε οι τεμπέληδες και οι απατεώνες, η Ευρώπη αντιπροσωπεύει τον ορθολογισμό και τον εκσυγχρονισμό.
Ευκαιρία και ευθύνη για την Αριστερά
Το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο όραμα μετατρέπει την πολιτική σε υποκατηγορία της οικονομίας και της ηθικής. Γιατί να ζητάμε κοινωνική δικαιοσύνη, αν μπορούμε να έχουμε έναν καλό συνήγορο του πολίτη;
Αλλά καθώς παρόμοια μέτρα επιβάλλονται από άκρου εις άκρον της Ευρώπης, μια διαδικασία απονομιμοποίησης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου και ακόμα και της Ε.Ε. πιο γενικά, έχει αρχίσει να κάνει αισθητή την παρουσία της. Ίσως βρισκόμαστε στην αληθινή αρχή του 21ου αιώνα, καθώς αρχίζει να καταρρέει η νομιμοποίηση του συστήματος της περιόδου που ακολούθησε το1989. Αυτή είναι η τεράστια ευκαιρία της Αριστεράς: είναι πιθανώς η πρώτη φορά που η ιδέα μιας «άλλης Ευρώπης» μπορεί να ριζώσει.
Όλες οι μεγάλες νεωτεριστικές ιδέες, από τα ανθρώπινα δικαιώματα ώς τη λαϊκή κυριαρχία, το έθνος και τον σοσιαλισμό, προωθήθηκαν αρχικά από διανοουμένους και πολιτικές ελίτ, αλλά μπόρεσαν να εμπνεύσουν το λαό και να οργανώσουν τη δράση του. Κάτι τέτοιο έχει τρανταχτά αποτύχει στην Ευρώπη. Οι ελίτ έχουν εξευρωπαϊστεί αλλά ο λαός δεν έχει ακολουθήσει.
Η απώλεια τόλμης και φαντασίας των διανοούμενων είναι εντυπωσιακή στην Ελλάδα. Οι απαντήσεις που δόθηκαν, πρόσφατα, σε μια εφημερίδα που ρωτούσε γιατί οι διανοούμενοι δεν συμμετέχουν στη συζήτηση για την κρίση, υπήρξαν αποκαλυπτικές. Οι περισσότεροι διανοούμενοι είναι τώρα φιλελεύθεροι νεωτεριστές, μέρος των ελίτ που διοικούν τη χώρα σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες. Το κράτος δικαίου, η δημόσια ηθική και η ακεραιότητα της αγοράς είναι οι κατευθυντήριες αρχές τους, πακεταρισμένες όπως είναι από τις Βρυξέλλες. Η κοινωνική δικαιοσύνη, το μοναδικό ζήτημα που καθόρισε την ευρωπαϊκή αλλά και ελληνική δημόσια διανόηση φέρνοντας κοντά τον Σαρτρ με τον Ράσελ, τον Καμύ με τον Ντεριντά, έχει εγκαταλειφθεί στην προσπάθεια να βρεθούν ερευνητικά κονδύλια από την Ε.Ε. Δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ο εθνικισμός έχει πάρει τα πάνω του: ο φιλελεύθερος «συνταγματικός πατριωτισμός» του Χάμπερμας μπορεί να ακούγεται καλός στο Βερολίνο, όπου ο εθνικισμός έχει επανειλημμένα μεταστραφεί σε γενοκτονία, αλλά δεν μπορεί να δημιουργήσει καμία πίστη ή ενθουσιασμό στα Πατήσια ή το Βύρωνα.
Δεν υπάρχει καμία άμεση προοπτική μιας Ευρωπαϊκής δημοκρατίας επειδή δεν έχει δημιουργηθεί κανένας Ευρωπαϊκός δήμος. Η αποτυχία αυτή του φιλελευθερισμού έχει ενθαρρύνει τους νεοφιλελεύθερους απολογητές, ώστε να προτείνουν ένα νέο είδος ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ο ακαδημαϊκός της Οξφόρδης, Γιαν Ζιέλονκα, ανακοίνωσε σε πολυσυζητημένο βιβλίο το 2006 ότι η Ευρώπη γίνεται μια «καλοκάγαθη αυτοκρατορία». Η πολύπλοκη διακυβέρνησή της, ο νεομεσαιωνικός λαβύρινθος αρμοδιοτήτων και ειδικών επιτροπών, βρίσκουν το ισοζύγιό τους μέσω αυθόρμητων προσαρμογών στις αγορές και είναι πιο κοντά στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία παρά σε μια μοντέρνα δημοκρατία. Τα δίκτυα πολιτικής και λόμπινγκ είναι πιο αποτελεσματικά στη λήψη αποφάσεων από ό,τι η λαϊκή κυριαρχία και οι εκλογές, οι οποίες πρέπει να εγκαταλειφθούν. Όπως ο Πέρι Άντερσον σχολιάζει σαρκαστικά, αυτές οι κυρίαρχες απόψεις οδηγούν στην «επιστροφή στις μεσαιωνικές αιτήσεις (petitions) που υποβάλλονταν στον πρίγκιπα».
Προς τα πού κινείται, τελικά, η Ευρώπη
Κινείται, λοιπόν, Ευρώπη προς τον κοσμοπολιτισμό του Χάμπερμας ή προς την αυτοκρατορία του Νέγκρι; Τα πρόσφατα γεγονότα δείχνουν, ξεκάθαρα ότι η τρέχουσα κατεύθυνση είναι αυτοκρατορική αλλά όχι με την έννοια που της δίνει ο Ζιέλονκα. Μια οιονεί αυτοκρατορική μητρόπολη (η Γερμανία) επιβάλλει στην επαρχία (την Ελλάδα) μέτρα που οδηγούν σε τεράστιες μεταφορές αξίας στις τοπικές ελίτ και το μητροπολιτικό κέντρο, ενώ δημιουργούν ταυτοχρόνως την απαραίτητη σταθερότητα για κοσμοπολίτικες επιχειρήσεις και εταιρίες νεοαποικιακού τύπου. Καθώς η Ελλάδα ετοιμάζεται φοβισμένα να υποδεχτεί τους διάφορους αυτοκρατορικούς επιθεωρητές από την Ευρώπη και το ΔΝΤ, έχει αποδεχτεί το στάτους της ως ενός προτεκτοράτου περιορισμένης κυριαρχίας, κάτι σαν το Κοσσυφοπέδιο.
Ιστορικά όλοι οι κοσμοπολιτισμοί κατέληξαν σε αυτοκρατορίες. Η στωική φιλοσοφία τέλειωσε στη Ρώμη, ο χριστιανικός πνευματικός ουνιβερσαλισμός έγινε κατάκτηση, γενοκτονία και προσηλυτισμός, ο μοντέρνος ορθολογισμός και η πρόοδος εκφυλλίστηκαν στην αποικιοκρατία και τον «εκπολιτισμό των βαρβάρων».
Παρομοίως, σήμερα ο κοσμοπολιτισμός της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης καταλήγει στον ιμπεριαλισμό της αγοράς και τις βάναυσες τακτικές του ΔΝΤ.
Αλλά υπάρχει άλλη μια παράδοση που ανήκει στην Αριστερά. Οι φιλελεύθεροι κοσμοπολίτες ξεχνούν ότι ο πρώτος που αποκάλεσε τον εαυτό του κοσμοπολίτη ήταν ο Διογένης ο Κυνικός. Ήταν ένας τρομερός κριτής των θεσμών, των συμβάσεων και των ισχυρών, αντίθετα από τους Ρωμαίους Στωικούς, τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, που παρουσιάζονται ως οι θεμελιωτές του κοσμοπολιτισμού.
Η παράδοση του κοσμοπολιτισμού ζωντανεύει στους δρόμους της Αθήνας και του Παρισιού περισσότερο από ό,τι στις μυστικές διαπραγματεύσεις των τραπεζιτών και των πολιτικών των ελίτ, στην παρρησία των νέων παρά στη μονοτονία των τηλεοπτικών σχολιαστών και στη φιλόξενη μεταχείριση προς τους αποκλεισμένους και τους διωκόμενους. Αυτή είναι σήμερα η ευθύνη της Αριστεράς: να σώσει τη δημοκρατία από τη βαθμιαία της αποσύνθεση από τον νέο-ιμπεριαλισμό των κατηγορηματικά βαρετών ειδικών και τον νέο-ευαγγελισμό της νεοφιλελεύθερης δυστοπίας. Αυτή η υπόθεση αρχίζει στην Ελλάδα.
*Ο Κώστας Δουζίνας είναι αντιπρύτανης και διευθυντής του Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών του Μπίρμπεκ (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου).