Του Μάρκου Δεληγιάννη

 

Η εβδομάδα που κύλησε με βρήκε στης Κωνσταντινούπολης τα σοκάκια τον χρόνο μου να ξοδεύω. Χαρές κι εκπλήξεις ευχάριστες αυτή η απόδραση μου πρόσφερε. Ένα ήσυχο πρωινό, σκαρφάλωσα στην κορφή του περιώνυμου λόφου «Πιέρ Λοτί», την πόλη από ψηλά να επιθεωρήσω. Εκεί, καθώς η ευωδία του αχνιστού καφέ ερέθιζε τον ουρανίσκο μου, η ματιά μου πραγματοποιούσε ένα εναέριο διάπλουν του Κεράτιου κόλπου. Όλα ήταν τόσα ήσυχα. Της θάλασσας τη γαλήνη την ανατάραζαν μόνο των πουλιών οι καταδύσεις και των πλοίων οι προπέλες καθώς αυλάκωναν τη σάρκα την υδάτινη. Ψηλά, στου ουρανού την αρένα, τα σύννεφα παιζογελούν με του ήλιου τη μορφή. Τη μια στιγμή, μες στις σκοτεινές φτερούγες τους τον κρύβουν και την άλλη τα παραθύρια του ουρανού ορθάνοιχτα τ’ αφήνουν. Τότε είναι που εμείς, το φως το ζωογόνο χαιρόμαστε κι η ψυχή μας πεταρίζει στου γαλάζιου την επικράτεια. Τα βαπόρια φορτωμένα ελπίδες στ’ αμπάρια τους, περήφανα, για ξένους ουρανούς αναχωρούν. Των γλάρων οι κρωγμοί είναι του αποχωρισμού το αντίο. Και το φτερούγισμά τους είναι του μαντιλιού το ανέμισμα, ώσπου η απόσταση την όραση να υποτάξει. Πάνω απ’ την πόλη δεσπόζουν των εκκλησιών τα υψωμένα μπράτσα.

Ο τρούλος της Αγίας Σοφίας κι οι κορυφές των μιναρέδων, μάταια ικετεύουν του θανάτου το μαύρο τ’ άτι, τον καλπασμό του για λίγο ν’ ανακόψει. Όμως αυτός μοιάζει κουφός να ‘ναι στα παρακάλια και το τρεχαλητό του τ’ αδιάφορο διόλου δεν ανακόπτει. Κι όμως, εδώ στης Ευρώπης τα πολιτισμένα έθνη ο θάνατος έχει πολλούς θιασώτες αποκτήσει. Τον τιμούν κι ανδριάντες του στήνουν. Οι έμποροι του θανάτου χρυσές δουλειές κάνουν εδώ, σ’ αυτήν την όμορφη γωνιά της Μεσογείου. Εύκολα το μίσος στις ανθρώπινες καρδιές φωλιάζει. Βόμβες, ανύποπτους ανθρώπους σκοτώνουν, μέσα σε τρένα, σε σταθμούς, σε πλατείες, σε δρόμους πολυσύχναστους. Κι αμέσως ο Φόβος ο δυνάστης, της λευτεριάς ο εχθρός, τις φαιές φτερούγες του απλώνει. Έξω απ’ την πόρτα μας θρονιάστηκε για τα καλά. Κι οι πόλεις βουβές απόμειναν. Περιπολίες οργώνουν τους δρόμους. Εμείς -επίδοξοι μονομάχοι- καρτερικά υπομένουμε της αναμονής το μαρτύριο. Προσμένουμε πότε θα κληθούμε στην αρένα και μπροστά στους ύπατους τις δεξιότητές μας να επιδείξουμε.

Ζούμε μια ιδιότυπη κατάσταση. Χωρίς καν να το αντιληφθούμε μεταλλαχθήκαμε σε ιθαγενείς μιας αποικίας νέου τύπου. Η λοιμώδης νόσος του φόβου απειλεί να σαρώσει όλες τις εστίες αντίστασης κατά του νέου ολοκληρωτισμού. Ο όχλος χειροκροτεί τις φαιές ορδές που προελαύνουν. Ο Φόβος κλείνει τα στόματα, σφιχτομανταλώνει πόρτες. Κι όμως, εμείς φίλε μου, ανώνυμοι δεν είμαστε. Έχουμε όνομα. Το αποκτήσαμε πληρώνοντας ανταλλάγματα βαριά. Στις ταυτότητές μας το γράψαμε με αίμα άλικο. Αυτό το όνομα κανένας δεν μας το επέβαλε. Μόνοι μας το διαλέξαμε. Το κερδίσαμε ύστερα από πολύχρονες μάχες, γι’ αυτό το δείχνουμε με περηφάνια περίσσια: Αριστερός!

Καιρός φίλε μου την κρισιμότητα ν’ αφουγκραστούμε. Ο ολοκληρωτισμός προ των πυλών. Η παγερή ανάσα του θανάτου μαστιγώνει τις πλάτες μας. Τούτες τις ώρες της επερχόμενης θύελλας ας σταθμίσουμε επιτέλους με ψυχραιμία τα γεγονότα κι ας θυμηθούμε το σύνθημα το παλιό: Ενότητα! μόνη ελπίδα είναι η Ενότητα στην πάλη. Τι ωφελούν τα λόγια τα πολλά; Εμείς έχουμε όνομα: Αριστερούς μας βαφτίσανε.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!