Η Γερμανία παραμένει προσανατολισμένη στην εξασφάλιση οικονομικών κερδών. Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης αρνήθηκε να χρηματοδοτήσει τα σχέδιά της για πολιτική κυριαρχία, επιχειρώντας να την επιβάλλει χωρίς… έξοδα. Σήμερα εισπράττει στο πολλαπλάσιο τις εξαρχής απαιτήσεις. Το κόστος διατήρησης της Ευρωζώνης αυξάνεται, διχάζονας κοινωνικά και πολιτικά την Γερμανία. Η εγκατάλειψη της Ευρωζώνης ή η συρρίκνωσή της εξετάζονται πλέον με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Οι προϋποθέσεις οικοδομούνται μεθοδικά στο παρασκήνιο, έστω κι αν η οριστική απόφαση δεν έχει παρθεί. Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι στο εξής όλες οι τακτικές, οι χειρισμοί, οι αποφάσεις διαμορφώνονται με τρόπο που να εμπεριέχουν αυτό το ενδεχόμενο.
Δεν πρόκειται για εικόνα κατάρρευσης εν μέσω παντοειδών αντιθέσεων, εντός της οποίας οι κεντρικοί παίκτες είναι και αυτοί καθηλωμένοι, ανήμποροι. Τα πράγματα έχουν και τέτοια όψη, δεν εξαντλούνται όμως εκεί. Μέσα στον κυκεώνα των αντιφάσεων γίνονται επιλογές, υπάρχει κυρίαρχη γραμμή, στρατηγικό στοιχείο της οποίας είναι να μη χρεωθεί η Γερμανία τη διάλυση της Ευρωζώνης, κάτι που είναι όρος για το παρόν και το μέλλον της ηγεμονικής δυνατότητάς της.
Σε αυτό το πλαίσιο αναζητούνται οι επιμέρους επιλογές για την Ελλάδα. Τα κεφαλαιώδη δεδομένα αφορούν ότι τα δύο τελευταία χρόνια η Ε.Ε. δημιούργησε τις προϋποθέσεις… απαγκίστρωσης, καθιστώντας πρώτα απ’ όλα το οικονομικό κόστος από την ελληνική κρίση διαχειρίσιμο. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες ξεφορτώθηκαν τα τοξικά ελληνικά ομόλογα, η εμβέλεια του όπλου τις στάσεις πληρωμών και της χρεοκοπίας μειώθηκε δραστικά, περιορίστηκε στο πολιτικό πεδίο, καθώς οι δανειστές κατοχυρώθηκαν από το PSI και κυρίως μέσα από την υπαγωγή του χρέους στο Αγγλικό Δίκαιο. Η Ελλάδα, μισοπεθαμένη από τη μνημονιακή λαίλαπα (με το ΑΕΠ να κλείνει φέτος ίσως και στο -9% προστιθέμενο στο -14% των 2008-11), θα βρεθεί το 2013 αντιμέτωπη είτε με το ζόφο της θανάσιμης διψήφιας ύφεσης εντός Μνημονίου, είτε εκτός ευρώ με τα τρομερά εμπόδια για αυτοδύναμη ανάκαμψη, ευάλωτη σε κάθε είδους έξωθεν οικονομικές και γεωπολιτικές πιέσεις.
Ο Γιούνγκερ που μετρά τα λόγια του, το είπε: το οικονομικό κόστος από την έξοδο της Ελλάδας είναι αντιμετωπίσιμο. Οπότε μένει το πολιτικό, ο πολύ πιθανός σεισμός, δηλαδή, και το ντόμινο στην Ευρώπη. Και εδώ δεν έχει βρεθεί ακόμα περιχαράκωση, καθώς, μάλιστα, στο πολιτικό πεδίο η Ε.Ε. είναι εκτεθειμένη πολύ πιο ισχυρά στις παρεμβάσεις των ΗΠΑ που καραδοκούν. Κρίσιμο στοιχείο εδώ, παραμένει ο πολιτικός έλεγχος της Ελλάδας, ο οποίος προς στιγμήν είναι εξασφαλισμένος. Ωστόσο, οι ίδιοι οι ευρωκράτες συμφιλιώνονται με την ιδέα ότι μεσοπρόθεσμα οι εξελίξεις στην Ελλάδα θα περάσουν από ένα είδος απώλειας της πολιτικής τους κυριαρχίας. Στο σημείο αυτό σχηματίζεται πραγματικός κόμβος-εμπόδιο που τους υποχρεώνει σε διαζευκτικές και δύσκολες επιλογές.
Το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό
Με δεδομένη τη μέχρι τώρα καταστροφή και τις ακόμα μεγαλύτερης έκτασης προδιαγραφόμενες απειλές, η κατάσταση στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό δεν είναι καλή.
Η πολιτική της διαπραγμάτευσης αποκαλύπτεται μαζικά ως απάτη και χρεοκοπεί. Δεν χρεοκοπούν, όμως, αυτόματα και οι φορείς της, διότι δεν τους αντιπολιτεύονται ορατές, συνεκτικές και κυρίως μαζικές και γειωμένες πολιτικές, παρά μόνο ανακοινώσεις. Ο Σαμαράς στη Γερμανία ζητά την ελάχιστη έστω παραχώρηση και εισπράττει κατάμουτρα την απαξία της Μέρκελ. Από κωλοτούμπας μετατρέπεται σε Παπανδρέου, ακολουθώντας τα χνάρια του. Υποτακτικός στους έξω, διαπλεκόμενος με τους μέσα, τηλεσκηνοθετεί την παραπλάνηση. Υπάρχουν όμως και τα χειρότερα, τα συγκαλυμμένα. Όπως μας θυμίζει πολύ καλά η περίπτωση Παπανδρέου, η μνημονιακή εισβολή, σχεδιάζεται από κοινού με την τρόικα, γίνονται συμβιβασμοί και ανατίθενται ρόλοι στο ντόπιο πολιτικό προσωπικό. Και όλα αυτά πίσω από κλειστές πόρτες, κατά τη διάρκεια επίσημων επισκέψεων. Η Ελλάδα στην κρίσιμη φάση της πορείας εξόδου από το ευρώ, πρέπει να είναι από παντού παγιδευμένη.
Και στην αντιπολίτευση, όμως, τα πράγματα δεν είναι ρόδινα. Ο Καμμένος, αντιμέτωπος με τα όρια της αντιμνημονιακής του ρητορείας είναι καθηλωμένος. Αδυνατεί έστω και από συστημική θέση να προσφέρει στην ουσιαστική κριτική και άρα στην κρίσιμη από κάθε άποψη περίσφιξη της κυβέρνησης.
Στην Αριστερά των μεγάλων ποσοστών και των μεγάλων ανεπαρκειών, η διάχυση είναι έντονη. Από τη μια η στρατηγική που βασίζεται στην αυτόματη είσπραξη από τη φθορά του αντιπάλου είναι έκδηλη. Η εύκολη, επιφανειακή καταγγελία, έχει υποκαταστήσει την πολιτική. Η στάση αυτή επιβραβευμένη με ποσοστά, αναπαράγεται απρόσκοπτα μέχρι στιγμής και προσαρμόζεται μάλιστα ολοένα και πιο πολύ σ’ αυτό τον αυτοματισμό. Αγνοεί, όμως, ότι το λαϊκό ρεύμα που τη στηρίζει δεν έχει ανεξάντλητα αποθέματα. Πως η αγανάκτηση και ο ριζοσπαστισμός κορυφώθηκαν και μη βρίσκοντας προσανατολισμό, κατακερματίζονται, λοξοδρομούν. Από την άλλη, στον αντίποδα αυτής της στάσης αναπτύσσονται αρχαϊκού τύπου πολιτικές «συνέπειας», με κυριότερη τη λογική της εξόδου από το ευρώ που προτείνεται σαν πολιτική συσπείρωσης της Αριστεράς. Πολιτική που παρακάμπτει τη συνθετότητα του προβλήματος της χώρας, παραπέμποντάς το σ’ ένα υπό διεκδίκηση κορυφαίο ζήτημα που, αν επιτευχθεί, θα ανοίξει κατά τα γνωστά το δρόμο στα υπόλοιπα.
Πέρα απ’ αυτά υπάρχουν δυνάμεις, προσπάθειες, αγωνιστές, διανοούμενοι που επιχειρούν να κινηθούν έξω από τα παραπάνω στερεότυπα. Που αναζητούν την αριστερή προοπτική πέρα από τον κρατισμό-κυβερνητισμό (αν πάρουμε την εξουσία, τότε με μοχλό το κράτος θα λύσουμε τα προβλήματα) και ψηλαφίζουν καθημερινά τις δύσκολες πτυχές της. Αποτελούν όλοι αυτοί ευδιάκριτο τμήμα της Αριστεράς, ανήμπορο όμως να συγκροτήσει συγκλίνουσες πολιτικές πρακτικές με δυναμική. Υπάρχουν προσπάθειες σ’ αυτή την κατεύθυνση, δυσδιάκριτες ωστόσο, καθώς είναι εγκλωβισμένες στις δικές τους αδυναμίες με αποτέλεσμα να μην μπορούν να κλιμακώσουν την συμβολή τους. Θα απαιτούνταν γι’ αυτό, παραπέρα κατανοήσεις και άλλου τύπου υποκειμενικές προϋποθέσεις. Εν ολίγοις, θα απαιτούνταν διαδικασίες επαγωγής, δύσκολες, σύνθετες και σχετικά χρονοβόρες.
Στις συνθήκες αυτές η νέα ώθηση στα πράγματα παραπέμπεται στη μαζική λαϊκή βάση -που προς το παρόν σιωπά και επανακαθορίζεται- η οποία πολλές φορές τα τελευταία δύο χρόνια άνοιξε δρόμους απεμπλοκής και προσωρινής διεξόδου.