Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά και παλιότερα Ο νεκρός δολοφονήθηκε. Δυο αστυνομικά μυθιστορήματα από την Έρη Ρίτσου, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος. Και τα δυο έχουν ως ηρωίδα την αστυνομικό Μαρία Γεωργίου και τα δυο διαδραματίζονται σε μια νησιώτικη πολιτεία, η οποία –αν και δεν κατονομάζεται– είναι το Καρλόβασι της Σάμου. Εκεί που ζει τα τελευταία χρόνια και η συγγραφέας, γενέθλιο τόπο, δεμένο πολύ και με τον πατέρα της, τον μεγάλο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο.
Μια γυναίκα δυναμική, με χιούμορ, που είχα τη χαρά να συναντήσω εκεί στο Καρλόβασι το καλοκαίρι και να θυμηθώ ακόμη μια φορά, χρόνια περασμένα, όπου είχα βρεθεί και πάλι στο νησί, μένοντας –συμπτωματικά– στο διπλανό ξενοδοχείο που συνόρευε με τον κήπο του οικογενειακού της σπιτιού. Θυμάμαι τον ποιητή να βγαίνει στον κήπο, να φροντίζει τα περίφημα βότσαλα και τις πέτρες που μετά θα ζωγράφιζε, να υποδέχεται τις νεανικές παρέες της κόρης του…
Σκέφτομαι πως είναι βαρύ να φέρεις ένα τέτοιο επίθετο, όμως αν γνωρίσεις την Έρη Ρίτσου θα καταλάβεις πως έχει μια εντελώς δική της προσωπικότητα και ένα ιδιαίτερο ύφος στα γραπτά της που την κάνει να ξεχωρίζει αυθύπαρκτη ως συγγραφέας.
Και τα αστυνομικά της μυθιστορήματα, με πλούσια δράση, με αγωνία και αναπάντεχη εξέλιξη φέρουν τη δική της σφραγίδα. Αστυνομικά μυθιστορήματα που τα διαβάζεις και διασκεδάζεις, αλλά δεν λείπουν οι έντονες πολιτικές αιχμές. Η πολιτική και κοινωνική συγκυρία απλώνουν βαριά τη σκιά τους.
Στο Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά, όλα ξεκινούν όταν ανακαλύπτεται το πτώμα μιας νεαρής κοπέλας κρεμασμένο στις κεραίες κινητής τηλεφωνίας. Στην αρχή θα θεωρηθεί ως αυτοκτονία, αλλά η έκθεση του ιατροδικαστή θα οδηγήσει την αστυνομική έρευνα σε πιο δύσβατους δρόμους.
Εξαιρετική η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, αλλά και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας της νησιώτικης πολιτείας. Με αφορμή το νέο αυτό αστυνομικό μυθιστόρημα είχαμε μια συζήτηση με τη συγγραφέα
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Γιατί ένα αστυνομικό μυθιστόρημα σήμερα; Πιστεύετε ότι το ζητούν οι συνθήκες που βιώνουμε;
Γιατί απλώς έτσι προέκυψε και τελικά βόλεψε η αστυνομική ιστορία, για να μιλήσει κανείς για τις συνθήκες που βιώνουμε, χωρίς ίσως να γίνεται βαρετός ή και καταθλιπτικός.
Έντονες οι πολιτικές αιχμές, κυρίως στο Ο νεκρός δολοφονήθηκε, αλλά δεν απουσιάζουν και από το Κάτι κρέμεται εκεί ψηλά. Θα γράφατε ένα καθαρά «πολιτικό» μυθιστόρημα;
Ναι, σωστά, οι πολιτικές αιχμές είναι έντονες, κυρίως στο πρώτο αστυνομικό αλλά μια που τη ζωή μας την καθορίζουν οι πολιτικές, μου φαίνεται πως για τίποτα δεν μπορεί να γράψει κανείς, ειδικά στις μέρες μας, χωρίς αναφορές στην πολιτική και κοινωνική κατάσταση που βιώνουμε. Δεν το έχω σκεφτεί να γράψω «πολιτικό» μυθιστόρημα, έτσι κι αλλιώς το κομμάτι της πολιτικής μπαίνει μέσα σε ό,τι γράφει κανείς για ενήλικες, αλλά μιά που δεν το έχω κάνει μέχρι στιγμής, να γράψω δηλαδή ένα αμιγώς πολιτικό μυθιστόρημα, δεν θα ήταν άσχημη ιδέα να δοκίμαζα.
Θα υπάρξει συνέχεια των περιπετειών της Μαρίας Γεωργίου;
Δεν είναι στα σχέδιά μου κάτι τέτοιο. Δεν είμαι συγγραφέας αστυνομικών. Απλώς προέκυψαν, όπως είπα. Το έκανα, μου άρεσε, πέτυχε απ’ ό,τι λένε οι αναγνώστες, δεν με ενδιαφέρει να το κάνω ξανά. Λέω να την αφήσω να ξεκουραστεί τη Μαρία μου και να απολαύσει την οικογενειακή της ευτυχία, μακριά από εγκλήματα, που έτσι κι αλλιώς είναι άσχημες καταστάσεις.
Επιλέξατε να ζείτε πια στο Καρλόβασι της Σάμου που είναι και ο τόπος όπου εκτυλίσσονται τα νέα σας μυθιστορήματα, κι ας μην ονομάζεται. Είναι μια δύσκολη απόφαση να αφήσει κανείς το «κλεινόν άστυ»;
Το δύσκολο ή το εύκολο της εγκατάλειψης του «Κλεινού» εξαρτάται από τις ανάγκες ενός εκάστου και από τους δεσμούς του. Εμένα οι δεσμοί μου ήταν πάντα με τη Σάμο και τα χρόνια της παραμονής μου στην Αθήνα τα αντιμετώπιζα ως ένα μεταβατικό στάδιο ώσπου να έρθει η ώρα να ξαναγυρίσω στο νησί. Έχοντας πια συνταξιοδοτηθεί απ’ τη δουλειά μου, οι ανάγκες μου είναι για περισσότερη ησυχία και ηρεμία, για εξοχή και θάλασσα, και ο γενέθλιος τόπος τα προσφέρει αυτά σε αφθονία. Άλλωστε η Αθήνα δεν είναι μακριά και πάντα μπορεί κανείς να πάει μέχρι εκεί αν του είναι ανάγκη.
Πιστεύετε πως θα μπορέσουν να αλλάξουν τα πράγματα στη χώρα μας στο προσεχές μέλλον; Μέσα από ποιους δρόμους θα μπορούσε αυτό να συμβεί;
Στο προσεχές μέλλον δεν το βλέπω. Και για ν΄ αλλάξουν στο απώτερο θα χρειαστεί πολύς αγώνας και συνειδητοποίηση και δουλειά και οργάνωση από όλους εμάς που δεν θεωρούμε πως αυτή είναι η κακή μας μοίρα και πρέπει να την αποδεχτούμε. Μας πέσανε πολλά στο κεφάλι, οι διεθνείς συγκυρίες είναι αντίξοες, πολύς κόσμος έχει απογοητευτεί και έχει πάψει να πιστεύει στις δυνάμεις του και για ν΄ αλλάξει το κλίμα πιστεύω πως θα χρειαστεί χρόνος.
Με ποιους στίχους του Γιάννη Ρίτσου θα περιγράφατε τη σημερινή κατάσταση;
Μου ήρθε στο μυαλό ένα ποίημα απ’ τις Χειρονομίες, 1972, που ευτυχώς το βρήκα στο διαδίκτυο και απλώς το αντιγράφω.
Αναχωρήσεις ΙΙΙ
Λίγο-λίγο τα πράγματα αδειάζουν, όπως εκείνα τα μεγάλα κόκκαλα
που συναντούσαμε το καλοκαίρι στ’ ακρογιάλι ― κόκκαλα αλόγων
ή ζώων προϊστορικών·αδειάζουν απ’ τη μέσα ουσία, απ’ το μεδούλι·
μένει μονάχα ένα στέρεο λευκό, σαν έλλειψη χρώματος, με αόρατες τρύπες,
όπως το χρώμα εκείνο μέσα στα δωμάτια, το χειμώνα, όταν έξω
βρέχει ραγδαία. Τότε κρατάς το χερούλι της πόρτας ή το χερούλι
απ’ το φλιτζάνι του τσαγιού, κι ούτε που ξέρεις αν εσύ τα κρατάς ή σε κρατούνε
ή αν κρατιούνται κι εκείνα κι εσύ. Και, ξαφνικά, καθώς δοκιμάζεις
να πιεις το τσάι σου, βλέπεις στα δάχτυλά σου ανάμεσα το πορσελάνινο χερούλι
μόνο του ―το φλιτζάνι λείπει― περιεργάζεσαι αυτό το χερούλι, τόσο άσπρο,
τόσο αβαρές, σχεδόν κοκκάλινο ―και το βρίσκεις ωραίο, σε σχήμα
μισού μηδενικού― γυρεύει τη συμπλήρωσή του, ενώ, αντίκρυ, στον τοίχο,
μέσ’ από μια βαθιά ρωγμή, βγαίνει ζεστός ο ατμός απ’ το τσάι που δεν ήπιες.