Του Γιάννη Κουζή*
Η ιστορική εξέλιξη των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων στο καπιταλιστικό σύστημα είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το επίπεδο κοινωνικών αγώνων και των πολιτικών, με την ευρεία έννοια, συσχετισμών που απορρέουν στην εκάστοτε χρονική συγκυρία.
Στους νόμους της πρώτης περιόδου της αστικής δημοκρατίας η συλλογική δράση της εργασίας με τη μορφή του συνδικαλισμού και την άσκηση του απεργιακού δικαιώματος χαρακτηρίζονται ως εγκληματικές πράξεις διότι παρακωλύουν την ελεύθερη άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η ποινική αντιμετώπιση των απεργιών ακόμη και η επιβολή της θανατικής ποινής στους απεργούς είναι χαρακτηριστικό δείγμα των πρώτων χρόνων που ακολουθούν το τρίπτυχο «ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα» της Γαλλικής Επανάστασης, ώστε 95 χρόνια μετά την κήρυξή της αναγνωρίζονται στη Γαλλία οι συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Ο ρόλος του εργατικού κινήματος, οι κοινωνικές επαναστάσεις κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες και ο πολιτικός διπολισμός που δημιουργείται, κυρίως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αναγκάζουν το κεφάλαιο σε παραχωρήσεις προκειμένου να αποφύγει γενικότερες ανατροπές. Σε αυτό το πλαίσιο, οι δυτικές ευρωπαϊκές κοινωνίες κατακτούν ένα κοινωνικό και εργασιακό πρότυπο που κυριαρχεί μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70.
Η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, ως επιμέρους και ακραία έκφραση της επιθετικότητας του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με την κατάρρευση του «υπαρκτού» και του συμβολικού του ρόλου, μαζί με την κυριαρχία των νέων αξιών της ανταγωνιστικότητας και του ατομισμού, διαμορφώνουν μια νέα κατάσταση στο κοινωνικό πεδίο. Το κεφάλαιο επιχειρεί να αφαιρέσει από την κοινωνία και την εργασία ό,τι στο παρελθόν αναγκάσθηκε να παραχωρήσει, έχοντας πλέον επενδύσει στην κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων δογμάτων και του μονόδρομου σκέψης, ώστε να λειαίνονται και να περιορίζονται οι κοινωνικές αντιστάσεις. Τα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα «κοστίζουν», είναι «αντιπαραγωγικά», «αντιαναπτυξιακά» και ανασταλτικός παράγοντας για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που έχει αναχθεί σε κυρίαρχο δόγμα. Το 8ωρο, χωρίς να μειώνεται περαιτέρω παρά την υπερεκατονταετή εφαρμογή του, ελαστικοποιείται μετατρεπόμενο ακόμη και σε 12ωρο με αντιστάθμισμα λιγότερο εργάσιμο χρόνο, ώστε να μην καταβάλλονται υπερωρίες. Τα συνδικάτα καταγγέλλονται ως αναχρονιστικά μορφώματα και οι απεργίες αντιστρατεύονται την ελευθερία του επιχειρείν και την «εύρυθμη» λειτουργία του κράτους. Οι συλλογικές συμβάσεις αποδιαρθρώνονται ως πρόσθετο πλήγμα προς τα συνδικάτα και με απώτερο στόχο την εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων. Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να ελαφρύνονται από το εργατικό «κόστος» και τους φόρους, υπονομεύοντας το κράτος πρόνοιας και την κοινωνική ασφάλιση, προσδοκώντας την επικερδή είσοδό τους σε παραδοσιακούς «δημόσιους» τομείς.
Οι εξελίξεις αυτές μας μεταφέρουν στα πρώτα χρόνια των εργατικών αγώνων για κατοχύρωση δικαιωμάτων που καταγγέλλονται σήμερα με την επιχειρηματολογία του τέλους του 18ου αιώνα. Το ευρωπαϊκό κοινωνικό και εργασιακό κεκτημένο στιγματίζεται ως βαρύ μειονέκτημα στο νέο παγκοσμιοποιημένο ανταγωνιστικό περιβάλλον, και που οι ίδιες οι ευρωπαϊκές ηγεσίες ανδρεικέλων του πολυεθνικού, κυρίως, κεφαλαίου, κατακρεουργούν στις μέρες μας μέσα από εθνικές, κοινοτικές και διατλαντικές (βλέπε ΤΤΙΡ) επιλογές. Οι πρόσφατες αλλαγές, άλλωστε, στη γαλλική εργατική νομοθεσία από τον «φίλο» Ολάντ, που είχε ήδη δείξει σχετικά δείγματα γραφής και στην αρχή της προεδρίας του, αποκαλύπτουν και τις τελευταίες αυταπάτες για πολιτικές συμμαχίες στην Ευρώπη κατά της αποτροπής του παγιωμένου από τα μνημόνια ελληνικού εργασιακού μεσαίωνα.
* Ο Γιάννης Κουζής είναι Καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο