Όταν η θεσμοθετημένη αδικία είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Της Μαρίας Πετρίτση
Μέρες βουβής αναταραχής και μεγαλόφωνης προεκλογίλας. Καιροί μπερδεμένοι. Όπου σταθώ κι όπου βρεθώ οι άνθρωποι μιλάνε για το ευρώ, για τους μεγαλοαπατεώνες πολιτικούς που μαζί τα φάγανε κι αργούν να τα χωνέψουν, για την κυνική Ευρώπη που κουνάει διδακτικά το δάχτυλο μπροστά στη μύτη της άτακτης Ελλάδας. Τις προάλλες διαπληκτίστηκα με Ολλανδό συνάδελφο που υποστήριζε πως οι Έλληνες είναι «λαμόγια». Όλοι οι Έλληνες. Κάθε ηλικίας και σε κάθε σημείο του κόσμου. «Το είπε άλλωστε και το TF1», όπως και διάφορα άλλα κανάλια ή έντυπα εύπεπτων και με το αζημίωτο πλασαρισμένων νοημάτων.
Με συγχύζουν οι γεωγραφικοί ντετερμινισμοί και οι ανθρωπολογικού τύπου κατηγορίες του είδους. Η διαφθορά δεν είναι ζήτημα γονιδίων. Είναι σαφέστατη επιλογή. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, ο ρατσισμός, η κερδοσκοπία και η κακεντρέχεια είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά σε καιρούς οδύνης. Πολύ φοβάμαι κιόλας πως η στάση αυτή είναι και μια ενδόμυχη επίδειξη ισχύος από την πλευρά όσων στέκονται ακόμα από την άλλη όχθη του ποταμού -και από αυτή την ομάδα δεν αποκλείονται φυσικά οι πολυάριθμοι ντόπιοι συνεργάτες που έχουν πολλά να κερδίσουν- και θεωρούν πως νομιμοποιούνται να κρίνουν εύκολα και ολοκληρωτικά την καπελωμένη αστάθεια ενός λαού που αυτή την ώρα βιώνει ένα ολοκαύτωμα.
Κάθε άποψη, αν διατυπωθεί με λάθος τρόπο, αστοχεί. Χάνει ένα μεγάλο ποσοστό από το δίκιο και την ισχύ της. Ακόμα και αν εκδηλώνεται σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο και εκκινείται από απλή παραπληροφόρηση, η τόσο ταπεινωτική αντιμετώπιση ενός λαού δεν θα μπορούσε να με πείσει για κάτι ηθικό και θεμελιωμένο. Μόνο να με εξοργίσει μπορεί, ενδεχομένως και να με θλίψει.
Ουδέποτε σκέφτηκα -ή ένιωσα- πως οι Έλληνες είναι ένας λαός αθώος. Υπάρχουν λόγοι και αιτίες για τα πράγματα, και αυτό δεν το αρνήθηκα ποτέ, μιας και δεν πιστεύω πως φτάσαμε τυχαία σε αυτό το τέλμα. Σε καμία περίπτωση δεν δύναμαι όμως να δεχτώ πως είμαστε αυτό το άχρηστο σκουπίδι που περιγράφουν ενίοτε οι όποιοι ανθέλληνες της τουλίπας ή οι παραπληροφορημένοι των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης. Η κακώς εννοούμενη συλλογική ευθύνη, που παραβλέπει τα σκάνδαλα ανευθυνότητας των ιθυνόντων και αντ’ αυτών ενοχοποιεί άκριτα έναν ολόκληρο λαό, αυτή η μίζερη τάση που τόσο είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια και μας θέλει να τα έχουμε φάει όλοι μαζί, ή να χρειαζόμαστε όλοι μαζί το Γερμανό μας, είναι ένα αστειάκι με ύπουλη προέλευση και μοιάζει πολύ με εκείνο το περίφημο «Όλοι οι Έλληνες είναι λαμόγια». Με βάζει σε σκέψεις.
Είναι σίγουρο πως φταίχτες και κρίματα υπάρχουν παντού και θεωρώ αυτονόητη και επιβεβλημένη την παραδοχή μιας κάποιας ατζαμοσύνης και μιας ακόμα ισχυρότερης τάσης για «εύκολο κέρδος». Σε πολλά επίπεδα και από πολλές κατευθύνσεις. Αν είσαι έρμαιο των περιστάσεων το ρεύμα σε παρασύρει εύκολα. Η τάση για επιβολή εθνικής κατάθλιψης όμως δεν με πείθει ούτε για τυχόν κατανόηση του προβλήματος ούτε για την οποιαδήποτε μεταμέλεια των ενόχων. Το μόνο για το οποίο με πείθει είναι η αμετροέπεια και η αδυσώπητη διαφθορά εκείνων που την καλλιεργούν και η τεράστια αδικία, που με πνίγει όταν βλέπω πως αυτό το ολέθριο αίσθημα τείνει να μας καταβροχθίσει σωρηδόν. Εκείνοι που τη μεθοδεύουν είναι οι πρωταρχικοί υπαίτιοι αυτής της κατάντιας, και κατά συνέπεια οι μόνοι που θα έπρεπε να λογοδοτήσουν και να τιμωρηθούν. Πράγμα που ως ώρας δεν φαίνεται να συμβαίνει, τουλάχιστον όχι αποτελεσματικά.
Παρ’ όλα αυτά, το δίκαιο είναι ένα αρχέγονο ανθρώπινο ένστικτο. Ακατανίκητο, σαν την πείνα και τη δίψα. Ακόμα και ένα ανήλικο να ερωτηθεί, είναι βέβαιο πως γνωρίζει τι είναι δίκαιο και τι όχι. Κι όμως, στις μέρες μας, η θεσμοθετημένη αδικία είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Ένας πανίσχυρος γενικός κανόνας. Οι ευέλικτοι καιροσκόποι παρανομούν με το γάντι, ήτοι με το νόμο. Η πολιτική βία έχει καταστεί νομικό δικαίωμα των ισχυρών και προστατεύεται από θεσμούς που λογικά -και σε μια πραγματική δημοκρατική κοινωνία- θα έπρεπε να λειτουργούν υπέρ των αδυνάτων. Εντός κι εκτός συνόρων της Ελλάδας, οι προβοκατόρικες και οργανωμένες επιθέσεις που δέχεται αυτός ο τραυματισμένος λαός δεν αποσκοπούν παρά στην περαιτέρω συσκότιση κάθε κοινωνικής προοπτικής του και στη διαιώνιση ενός εθελόδουλου ευρωπαϊσμού και μιας μνημονιακής κατοχής άνευ όρων.
Παρ’ όλα αυτά, τα δελτία καιρού σε ολόκληρο τον πλανήτη προαναγγέλλουν θύελλες. Το καλοκαίρι θα έρθει με κόντρα τον καιρό και ενδέχεται να ανακατέψει τόσο καλά την τράπουλα μιας ολόκληρης ηπείρου που να ανατρέψει τα ως ώρας δεδομένα σε διεθνές επίπεδο. Στοχεύοντας μετ’ εμποδίων στην εθνική και κοινωνική τους χειραφέτηση, οι Έλληνες καλούνται να επιλέξουν έξοδο κινδύνου από το κεφάλαιο που τους θέλει υποτελείς και να γυρίσουν σελίδα. Έξοδοι κινδύνου δεν υπάρχουν πολλές και όλοι γνωρίζουμε πως η μετάβαση από το σκοτάδι στο φως δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε καν εγγυημένη.
Εντούτοις ελπίζω πως ποτέ δεν είναι αργά. Για τίποτε και για κανέναν. Αν επανατοποθετηθούν τα διλήμματα στη σωστή τους βάση, ενδέχεται μέσα από τις οδύνες να προκύψει κάτι χρήσιμο και σωστό. Οι θύελλες θα έρθουν και εύχομαι να τις αντιμετωπίσουμε με ομοψυχία, θάρρος και γενναιότητα. Αυτό που θα φέρει το επόμενο πρωί, ας ελπίσουμε πως θα είναι κάπως πιο ανακουφιστικό από αυτό το στρώμα λάσπης που καλύπτει σήμερα τις ψυχές μας.
Με συγχύζουν οι γεωγραφικοί ντετερμινισμοί και οι ανθρωπολογικού τύπου κατηγορίες του είδους. Η διαφθορά δεν είναι ζήτημα γονιδίων. Είναι σαφέστατη επιλογή. Απ’ ό,τι φαίνεται, όμως, ο ρατσισμός, η κερδοσκοπία και η κακεντρέχεια είναι εύκολη υπόθεση, ειδικά σε καιρούς οδύνης. Πολύ φοβάμαι κιόλας πως η στάση αυτή είναι και μια ενδόμυχη επίδειξη ισχύος από την πλευρά όσων στέκονται ακόμα από την άλλη όχθη του ποταμού -και από αυτή την ομάδα δεν αποκλείονται φυσικά οι πολυάριθμοι ντόπιοι συνεργάτες που έχουν πολλά να κερδίσουν- και θεωρούν πως νομιμοποιούνται να κρίνουν εύκολα και ολοκληρωτικά την καπελωμένη αστάθεια ενός λαού που αυτή την ώρα βιώνει ένα ολοκαύτωμα.
Κάθε άποψη, αν διατυπωθεί με λάθος τρόπο, αστοχεί. Χάνει ένα μεγάλο ποσοστό από το δίκιο και την ισχύ της. Ακόμα και αν εκδηλώνεται σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο και εκκινείται από απλή παραπληροφόρηση, η τόσο ταπεινωτική αντιμετώπιση ενός λαού δεν θα μπορούσε να με πείσει για κάτι ηθικό και θεμελιωμένο. Μόνο να με εξοργίσει μπορεί, ενδεχομένως και να με θλίψει.
Ουδέποτε σκέφτηκα -ή ένιωσα- πως οι Έλληνες είναι ένας λαός αθώος. Υπάρχουν λόγοι και αιτίες για τα πράγματα, και αυτό δεν το αρνήθηκα ποτέ, μιας και δεν πιστεύω πως φτάσαμε τυχαία σε αυτό το τέλμα. Σε καμία περίπτωση δεν δύναμαι όμως να δεχτώ πως είμαστε αυτό το άχρηστο σκουπίδι που περιγράφουν ενίοτε οι όποιοι ανθέλληνες της τουλίπας ή οι παραπληροφορημένοι των καθεστωτικών μέσων ενημέρωσης. Η κακώς εννοούμενη συλλογική ευθύνη, που παραβλέπει τα σκάνδαλα ανευθυνότητας των ιθυνόντων και αντ’ αυτών ενοχοποιεί άκριτα έναν ολόκληρο λαό, αυτή η μίζερη τάση που τόσο είναι της μόδας τα τελευταία χρόνια και μας θέλει να τα έχουμε φάει όλοι μαζί, ή να χρειαζόμαστε όλοι μαζί το Γερμανό μας, είναι ένα αστειάκι με ύπουλη προέλευση και μοιάζει πολύ με εκείνο το περίφημο «Όλοι οι Έλληνες είναι λαμόγια». Με βάζει σε σκέψεις.
Είναι σίγουρο πως φταίχτες και κρίματα υπάρχουν παντού και θεωρώ αυτονόητη και επιβεβλημένη την παραδοχή μιας κάποιας ατζαμοσύνης και μιας ακόμα ισχυρότερης τάσης για «εύκολο κέρδος». Σε πολλά επίπεδα και από πολλές κατευθύνσεις. Αν είσαι έρμαιο των περιστάσεων το ρεύμα σε παρασύρει εύκολα. Η τάση για επιβολή εθνικής κατάθλιψης όμως δεν με πείθει ούτε για τυχόν κατανόηση του προβλήματος ούτε για την οποιαδήποτε μεταμέλεια των ενόχων. Το μόνο για το οποίο με πείθει είναι η αμετροέπεια και η αδυσώπητη διαφθορά εκείνων που την καλλιεργούν και η τεράστια αδικία, που με πνίγει όταν βλέπω πως αυτό το ολέθριο αίσθημα τείνει να μας καταβροχθίσει σωρηδόν. Εκείνοι που τη μεθοδεύουν είναι οι πρωταρχικοί υπαίτιοι αυτής της κατάντιας, και κατά συνέπεια οι μόνοι που θα έπρεπε να λογοδοτήσουν και να τιμωρηθούν. Πράγμα που ως ώρας δεν φαίνεται να συμβαίνει, τουλάχιστον όχι αποτελεσματικά.
Παρ’ όλα αυτά, το δίκαιο είναι ένα αρχέγονο ανθρώπινο ένστικτο. Ακατανίκητο, σαν την πείνα και τη δίψα. Ακόμα και ένα ανήλικο να ερωτηθεί, είναι βέβαιο πως γνωρίζει τι είναι δίκαιο και τι όχι. Κι όμως, στις μέρες μας, η θεσμοθετημένη αδικία είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Ένας πανίσχυρος γενικός κανόνας. Οι ευέλικτοι καιροσκόποι παρανομούν με το γάντι, ήτοι με το νόμο. Η πολιτική βία έχει καταστεί νομικό δικαίωμα των ισχυρών και προστατεύεται από θεσμούς που λογικά -και σε μια πραγματική δημοκρατική κοινωνία- θα έπρεπε να λειτουργούν υπέρ των αδυνάτων. Εντός κι εκτός συνόρων της Ελλάδας, οι προβοκατόρικες και οργανωμένες επιθέσεις που δέχεται αυτός ο τραυματισμένος λαός δεν αποσκοπούν παρά στην περαιτέρω συσκότιση κάθε κοινωνικής προοπτικής του και στη διαιώνιση ενός εθελόδουλου ευρωπαϊσμού και μιας μνημονιακής κατοχής άνευ όρων.
Παρ’ όλα αυτά, τα δελτία καιρού σε ολόκληρο τον πλανήτη προαναγγέλλουν θύελλες. Το καλοκαίρι θα έρθει με κόντρα τον καιρό και ενδέχεται να ανακατέψει τόσο καλά την τράπουλα μιας ολόκληρης ηπείρου που να ανατρέψει τα ως ώρας δεδομένα σε διεθνές επίπεδο. Στοχεύοντας μετ’ εμποδίων στην εθνική και κοινωνική τους χειραφέτηση, οι Έλληνες καλούνται να επιλέξουν έξοδο κινδύνου από το κεφάλαιο που τους θέλει υποτελείς και να γυρίσουν σελίδα. Έξοδοι κινδύνου δεν υπάρχουν πολλές και όλοι γνωρίζουμε πως η μετάβαση από το σκοτάδι στο φως δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε καν εγγυημένη.
Εντούτοις ελπίζω πως ποτέ δεν είναι αργά. Για τίποτε και για κανέναν. Αν επανατοποθετηθούν τα διλήμματα στη σωστή τους βάση, ενδέχεται μέσα από τις οδύνες να προκύψει κάτι χρήσιμο και σωστό. Οι θύελλες θα έρθουν και εύχομαι να τις αντιμετωπίσουμε με ομοψυχία, θάρρος και γενναιότητα. Αυτό που θα φέρει το επόμενο πρωί, ας ελπίσουμε πως θα είναι κάπως πιο ανακουφιστικό από αυτό το στρώμα λάσπης που καλύπτει σήμερα τις ψυχές μας.
*Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας
Σχόλια