Του Κώστα Βλαχόπουλου
Η βομβιστική επίθεση στο Μάντσεστερ, τα ξημερώματα της Τρίτης, που συγκλόνισε την Βρετανία είχε απολογισμό 22 νεκρούς, και πάνω από 50 τραυματίες, στην πλειονότητά τους παιδιά και έφηβοι. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της επίθεσης: Πρώτον, ήταν η πιο αιματηρή τρομοκρατική επίθεση στο Νησί μετά τις βόμβες στο Λονδίνο το 2005. Από τότε, οι κανόνες ασφαλείας είχαν ενταθεί σε όλες τις μεγάλες πόλεις, ενώ λίγα μεμονωμένα περιστατικά τάραξαν αυτή την ισορροπία. Δεύτερον, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της βομβιστικής ενέργειας ήταν πρωτοφανή και συγκρίνονται μόνο με την επίθεση του Νορβηγού ακροδεξιού Μπράιβηκ, ο οποίος το 2011 αφαίρεσε την ζωή από 77 νέους ανθρώπους στην κατασκήνωση της νεολαίας του Εργατικού Κόμματος λίγο έξω από το Όσλο.
Το περιστατικό της Τρίτης όμως είναι σημαντικό και για έναν ακόμα λόγο, καθώς έγινε εν μέσω της πιο κρίσιμης εκλογικής διαδικασίας των τελευταίων ετών στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στις 9 Ιουνίου οι Βρετανοί θα πάνε στις κάλπες για πρώτη φορά μετά το δημοψήφισμα που όρισε ότι η τύχη της χώρας είναι πλέον εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτό το διαμορφωμένο και έντονο πολιτικό κλίμα, με την πολύ μεγάλη πόλωση που παρατηρείται ως προς την δύναμη των δύο μεγάλων κομμάτων που διεκδικούν εξουσία, η επίθεση στο Μanchester Arena ίσως να παίξει ρόλο καταλύτη.
H πρωθυπουργός Τερέζα Μέι, εμφανίστηκε ιδιαίτερα σκληρή την αμέσως επόμενη μέρα στο προαύλιο της πρωθυπουργικής κατοικίας στον αριθμό 10 της Downing Street, και δήλωσε ότι «η τρομοκρατική ενέργεια ήταν τρομακτική και χαρακτηρίζεται από μια αρρωστημένη δειλία». Το ύφος και το περιεχόμενο του λόγου της δεν είχε καμία σχέση με τις ανακοινώσεις που είχε κάνει η ίδια αμέσως μετά την επίθεση στο Westminster τον περασμένο Μάιο. Αυτό δικαιολογείται μεν από την σφοδρότητα της πρόσφατης επίθεσης στο Μάντσεστερ, αλλά εντάσσεται και στο προεκλογικό πλαίσιο, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπ’ όψιν την αντιμεταναστευτική ρητορική των Τόριδων και την διάθεση τους από την πρώτη στιγμή να σηκώσουν το ζήτημα της ασφάλειας ψηλά στην ατζέντα. Αμέσως η χώρα μπήκε σε μια έκτακτη κατάσταση, καθώς με εντολή της Μέι ο αντιτρομοκρατικός συναγερμός ανέβηκε στο ανώτατο επίπεδο, κάτι που είχε να συμβεί πολλά χρόνια.
Η Μέι, μια ιδιαίτερα σκληρή και αποφασιστική πολιτικός που έχει επιλέξει να προωθεί ένα πιο λαϊκό προφίλ θέλοντας να το συνδυάσει και με την κοινωνική της καταγωγή (έχει πάει σε δημόσιο σχολείο), έκανε μια αιφνιδιαστική κίνηση τον προηγούμενο μήνα καλώντας σε πρόωρες εκλογές με σκοπό να «καθαρίσει» το πολιτικό τοπίο μπροστά στις δύσκολες διαπραγματεύσεις με την Ευρώπη για το Brexit.
Από την άλλη ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν φαίνεται να μην καταφέρνει ως τώρα να πείσει τους σκεπτικιστές Βρετανούς, ότι έχει το θάρρος και τα ηγετικά χαρακτηριστικά που απαιτούν οι περιστάσεις, και που κατά πως φαίνεται, επιβραβεύουν οι Βρετανοί. Ιδιαίτερα μετά την επίθεση της Τρίτης υπάρχει καχυποψία από πολλούς για το πως θα διαχειριζόταν ο ίδιος μια ανάλογη κατάσταση.
Είναι αλήθεια, ότι αμέσως μετά το περσινό δημοψήφισμα και την επικράτηση του Brexit, η κοινή γνώμη επιζητεί καθαρές λύσεις. Ο Κόρμπιν αντί να καβαλήσει το κύμα του ευρωσκεπτικισμού και να προτείνει ένα «αριστερό Brexit», με έμφαση στην απόρριψη του Νεοφιλελευθερισμού και την γραφειοκρατία των Βρυξελλών, προτίμησε να κρατήσει μια επαμφοτερίζουσα στάση, επιδιώκοντας μια συμβιβαστική λύση, χωρίς να καταθέτει έναν αξιόπιστο οδικό χάρτη.
Στην τελευταία δημοσκόπηση που δημοσίευσαν οι Times του Λονδίνου, η ψαλίδα μεταξύ των Συντηρητικών της Μέι και των Εργατικών του Κόρμπιν φαίνεται πως κλείνει, καθώς οι δεύτεροι υπολείπονται μόνο 5 μονάδες από τους πρώτους. Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι οι εκλογές αυτές δεν χάνονται για την Μέι, και αξιολογούν ότι η επίθεση στο Μάντσεστερ θα την «βοηθήσει». Ίσως όμως ,στην πιο ταραγμένη περίοδο για την βρετανική πολιτική, κάθε πρόβλεψη αυτή την στιγμή να είναι μάταιη