Η αναθέρμανση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, μόνο την ασφάλεια της χώρας δεν εξασφαλίζει
Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Οι απολογισμοί για την παρουσία της ελληνικής αντιπροσωπείας και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει, όπως είναι φυσικό, πριν ακόμα το υπερατλαντικό ταξίδι ολοκληρωθεί. Η κυβερνητική πλευρά εκθειάζει τα αποτελέσματα των επαφών που πραγματοποίησε, τα περισσότερα ΜΜΕ μετράνε κέρδη και ζημιές στο επίπεδο της επικοινωνίας ή της «προσέλκυσης επενδυτών», ενώ η αντιπολίτευση αναλώνεται κυρίως σε μικροπολιτικές τριβές για την ελληνική παρουσία.
Είναι, όμως, εμφανές ότι όσα συνέβησαν έχουν βαθύτερη σημασία και αφορούν κατά κύριο λόγο στις εξελίξεις που σημειώνονται στη σχέση της χώρας με τη «μεγάλη σύμμαχο». Η σημαντική αποκάλυψη της Καθημερινής την περασμένη Κυριακή, δίνει το πλαίσιο των ελληνοαμερικανικών σχέσεων την περίοδο της περίφημης διαπραγμάτευσης με τους ευρωπαϊκούς «θεσμούς» και το Βερολίνο.
Μια βδομάδα πριν αποκαλυφθεί το απόρρητο τηλεγράφημα του Έλληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον, συζητώντας με το δημοσιογράφο και συγγραφέα Δ. Κωνσταντακόπουλο (εκπομπή Από Κοινού, συνεργασία του Δρόμου με το ραδιοφωνικό ThePressProject – www.e-dromos.gr/apo-koinou-gewpolitika), μας επισήμαινε χαρακτηριστικά:
«Ο ρόλος των ΗΠΑ είναι τεράστιος στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης και είναι παρασκηνιακός. Οι ΗΠΑ, μαζί με το ΔΝΤ, είναι από τους κερδισμένους της ελληνικής κρίσης. Οι ΗΠΑ είχαν, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, παρασκηνιακή επιρροή πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορεί να αποδειχτεί ακριβώς, με την έννοια των απτών αποδείξεων, αλλά είναι προφανές γιατί υπάρχει ένα ερώτημα: Από πού κι ώς πού ο Αλ. Τσίπρας περίμενε ότι θα πάρει την κυβέρνηση και θα κάνει συμφωνία. Πού βάσιζε τη βεβαιότητα αυτή; Από κάπου είχαν διαβεβαιώσεις και ο μόνος που θα μπορούσε να τις έχει δώσει αυτές τις διαβεβαιώσεις είναι ο υπερατλαντικός σύμμαχος».
Μια βδομάδα μετά, ήρθε μια πρώτη δόση «απτών αποδείξεων». Ουάσιγκτον και Αθήνα βρίσκονταν σε ανοιχτή επικοινωνία καθ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στις Βρυξέλλες και οι ΗΠΑ «συμβούλευαν» την ελληνική κυβέρνηση στις συνομιλίες της με το Βερολίνο.
Στην παγίδα των ΗΠΑ
Ας μη βιαστεί κανείς να πει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι από μόνο του κακό, αφού οι αντιθέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για κάποια επίλυση του ελληνικού προβλήματος και ειδικά του ζητήματος του χρέους. Το περιεχόμενο όσων αναφέρει το απόρρητο τηλεγράφημα, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών, καθώς οι «συμβουλές» των ΗΠΑ ομολογείται, πλέον, ότι αποσκοπούσαν σε μια «συνετή» στάση της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, αφού η αμερικανική πλευρά ανέμενε «βήματα της ελληνικής πλευράς, επί τη βάσει των ήδη συμπεφωνημένων», πιέζοντας την Αθήνα «να αποφύγει να αντιπαραταχθεί μετωπικά με το Βερολίνο».
Από αυτή την άποψη, δεν αποδείχτηκαν άστοχα όσα γράφαμε ήδη από τον περασμένο Απρίλιο:
«Το γεωπολιτικό παιχνίδι είναι πιο πολυσύνθετο, απαιτεί εκτιμήσεις βάσει δεδομένων, προσεκτικά βήματα και προετοιμασία κάθε βήματος, και βεβαίως μια εκτίμηση ότι μερικοί που παριστάνουν τους φίλους μπορεί να οδηγούν σε παγίδες. Τα ταξίδια στις ΗΠΑ, οι επαφές με το ΔΝΤ και οι εγγυήσεις προς αυτούς, δεν τους ουδετεροποιούν όσον αφορά το πρόβλημά μας απέναντι στην Ε.Ε. Ιδιαίτερα σε στιγμές που στήνεται η ομπρέλα του ευρωατλαντισμού και προωθείται η διαρκής απομόνωση της Ρωσίας. Η “συνέχεια” της πολιτικής του ελληνικού κράτους ως μέλους του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. θα δοκιμαστεί από αποφάσεις και πιέσεις ευθυγράμμισης». (Ρ. Ρινάλντι, Ο στραγγαλισμός και το τέλος των αυταπατών, 18 Απριλίου 2015)
Έτσι, η αναμονή στήριξης από τις ΗΠΑ για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος δεν οδήγησε στα αναμενόμενα αποτελέσματα. Αναρωτιέται κανείς πόσο χειρότερη συμφωνία θα μπορούσε να έχει φέρει η κυβέρνηση χωρίς τη «στήριξη» των ΗΠΑ, ενώ και οι συνεχείς υποσχέσεις για κάποια ελάφρυνση του χρέους δεν οδήγησαν, τελικά, παρά σε φραστικές διαβεβαιώσεις πως το θέμα θα εξεταστεί κάποια στιγμή στο μέλλον.
Κι αυτό γιατί, παρά τις διαφορετικές στρατηγικές ΗΠΑ και Γερμανίας, κατέστη φανερό ότι η επιθυμία των πρώτων να ψαλιδιστεί η κυριαρχία του Βερολίνου στον ευρωπαϊκό χώρο, έχει σαφή όρια που καθορίζονται: α) Από την απροθυμία των ΗΠΑ να διασαλευτεί η νεοφιλελεύθερη τάξη στην Ευρώπη και να κλονιστεί, πέρα από ένα σημείο, η Ευρωζώνη και β) από τον κίνδυνο να απομακρυνθεί η Γερμανία από την ευρωατλαντική στρατηγική έναντι της Ρωσίας και των άλλων αναδυόμενων δυνάμεων.
Από αυτή την άποψη, είναι προφανές ότι ασκήθηκαν κι άλλες πιέσεις προς την Ελλάδα. Βεβαίως, μένει κι αυτές κάποια στιγμή να αποδειχτούν. Πιέσεις που αφορούσαν, για παράδειγμα, τα όρια στα ανοίγματα της ελληνικής πλευράς (βλέπε π.χ. τις συνεχείς δηλώσεις ότι δεν θα ζητηθεί δάνειο από τρίτες χώρες).
Η τακτική των ΗΠΑ δεν εγκαινιάστηκε, φυσικά, στην περίπτωση της Ελλάδας. Σε μια σειρά ακόμα περιπτώσεις (με χαρακτηριστικότερη αυτή του Ιράκ και του Σαντάμ Χουσεΐν), πολύ πιο έμπειροι «παίκτες» δέχτηκαν διαβεβαιώσεις για τη στήριξη που θα απολάμβαναν από την υπερατλαντική δύναμη, για να «αδειαστούν» την κατάλληλη στιγμή όταν αυτό κρίθηκε ότι εξυπηρετεί τη δική τους στρατηγική.
Τα ανταλλάγματα
Είναι, όμως, γνωστό στους πάντες ότι οι «εκδουλεύσεις» των ΗΠΑ, ακόμα κι όταν δεν οδηγούν σε απτά αποτελέσματα, δεν γίνονται χωρίς ανταλλάγματα. Εκεί βρίσκεται ο κίνδυνος από την τυχοδιωκτική πολιτική της υπηρέτησης «πολλών αφεντάδων» που έχει επιλέξει η ελληνική πλευρά. Τα μέτωπα στα οποία οι ΗΠΑ ζητούν κάθε είδους «διευκολύνσεις» δεν είναι λίγα. Λίγο καιρό πριν, ο υπουργός Άμυνας Π. Καμμένος έκανε λόγο για μια νέα αμερικανική βάση στην Κάρπαθο, ενώ μόλις πριν από λίγες μέρες, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις εξέφρασαν ενδιαφέρον για τη χρήση του Πεδίου Βολής Κρήτης στον απόηχο των εξελίξεων στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή. Ενδεικτική και η συνάντηση του υπουργού, την περασμένη Δευτέρα, με το διοικητή των αμερικανικών χερσαίων δυνάμεων στην Ευρώπη, για ανάλογα θέματα «διμερούς συνεργασίας και περιφερειακής ασφάλειας», παρουσία των αρχηγών ΓΕΕΘΑ και ΓΕΣ και του Αμερικανού πρέσβη.
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για «διμερή» θέματα και γι’ αυτό είναι ακόμα σοβαρότεροι οι κίνδυνοι που εγκυμονούνται. Ανοιχτά είναι τα θέματα σε Αιγαίο και Κύπρο και μάλιστα σε μια εποχή που η Τουρκία είναι πληγωμένη από μεγάλα προβλήματα και αντιμετωπίζει τόσο την πολιτική αστάθεια στο εσωτερικό, όσο και τις ραγδαίες εξελίξεις στα νοτιοανατολικά της σύνορα και το Κουρδιστάν, ενώ στη Συρία η ανάφλεξη παίρνει ακόμα πιο έντονα διεθνείς διαστάσεις. Η αναθέρμανση των σχέσεων της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, σε συνδυασμό με την εμβάθυνση του «αποικιακού» καθεστώτος στη χώρα, τίποτα θετικό δεν προμηνύει, ιδιαίτερα σε αυτές τις περίπλοκες διεθνείς συνθήκες.