Ο αντιδεξιός προσανατολισμός του ΣΥΡΙΖΑ και η κεντροαριστερή ανασύνθεση
Παρά το γεγονός ότι σε επίπεδο κινητοποιήσεων και αντιδράσεων δεν υπάρχει μεγάλη κινητικότητα, ο χρόνος εξακολουθεί να είναι πυκνός σε εξελίξεις και μεταβολές. Πολιτικοί κύκλοι πριν εξαντλήσουν τα όριά τους, δίνουν τη θέση τους ο ένας στον επόμενο.
Οι μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελούν απλά ένα άθροισμα κάποιων τροποποιήσεων σε μια σειρά θέσεων και ζητημάτων. Είναι μια διαδικασία βαθύτερη που αφορά κυρίως στο κεντρικό στίγμα που δίνει και στις κοινωνικές προσδοκίες με τις οποίες συνδέεται.
Δεν έχει βάση η παρηγορητική σκέψη ότι οι μετατοπίσεις σχετίζονται με επιμέρους τακτικά ζητήματα κρατώντας αλώβητες τις στρατηγικές διαστάσεις του εγχειρήματος. Οι μετατοπίσεις επιβάλλουν όρους για το μέλλον, δεσμεύουν και ναρκοθετούν επόμενα βήματα, κάνουν πιο δύσκολη μια «επαναφορά» του ριζοσπαστισμού. Δεν ισχύει, δηλαδή, το σχήμα ότι τώρα χαμηλώνουμε τους τόνους και τις προσδοκίες για να επιστρέψουμε αργότερα δριμύτεροι.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ριζοσπαστισμό δεν εννοούμε καθόλου τα μεγάλα λόγια, τις διακηρύξεις και τις «μάξιμουμ» πλατφόρμες, αλλά την εμβάθυνση της ρήξης που άνοιξε με την είσοδο στη μνημονιακή περίοδο και που διευρύνθηκε με τη δραστηριότητα του ίδιου του λαϊκού παράγοντα. Αντίστοιχα, μετατοπίσεις εννοούμε τις υποχωρήσεις από τις δυνατότητες που πρόσφερε αυτή η ρήξη.
Ο διπολισμός που διαμορφώθηκε μετά το 2012 δεν ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Το μήνυμα των εκλογών δεν ήταν αυτό. Υπήρχε και άλλος δρόμος. Επιλέχτηκε η επένδυση σε μια συγκεκριμένου τύπου πολιτική και αντιπαράθεση και υπηρετήθηκε με συγκεκριμένες ιεραρχήσεις και επιλογές.
Τι συντελέστηκε μαζί με την προσφυγή σε αυτό τον ατελή διπολισμό; Ο αφοπλισμός της κοινωνικής βάσης και η εξάτμιση του αντιμνημονιακού κινήματος και των υποθηκών που είχε θέσει. Αλλά και η διαδικασία αναστήλωσης του πολιτικού συστήματος με όχημα τον εγκλωβισμό της όποιας υπερβατικής δυναμικής στο δίπολο «Αριστερά-Δεξιά» με παραδοσιακούς και παρωχημένους όρους. Με όρους, δηλαδή, που το καθιστούν στην ουσία του ξεπερασμένο, την ίδια στιγμή που επανέρχεται στην επικαιρότητα.
Το σπιράλ του διπολισμού, καθώς αναπτύσσεται, προβάλει τις δικές του απαιτήσεις. Η κεντρική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ μετεξελίσσεται σε αντιδεξιά πολιτική. Τα πάντα εγκλωβίζονται στον στόχο των 120 βουλευτών που θα καταψηφίσουν την κυβερνητική πρόταση για Πρόεδρο. Έτσι, λοιπόν, προωθείται ιδεολογικά και πολιτικά, η μεγάλη παράταξη που θα σταθεί απέναντι στη δεξιά του Σαμαρά.
Δεν πρόκειται για τακτική σύγκληση στο πλαίσιο μιας λαθεμένης -έστω- αντίληψης της Αριστεράς περί συμμαχιών. Αναπροσαρμόζοντας έτσι τις στοχεύσεις, οι εταίροι της συμμαχίας προκύπτουν σαν ιστορικά απαραίτητοι και νομιμοποιημένοι. Οι τόνοι της αντιπαράθεσης ανεβαίνουν, κι όμως την ίδια στιγμή, η ουσία της περιορίζεται, το κοινωνικό της βάθος μικραίνει, οι απαραίτητες κοινωνικοπολιτικές ρήξεις θολώνουν. Απαλείφονται ή μετατίθενται για αργότερα.
Έτσι, η έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση συνειδητοποιείται μαζικά, μέσα από τα αντίστοιχα μηνύματα, ολοένα και περισσότερο, σαν «ανακουφιστική» πολιτική αλλαγή και όχι σαν τιτάνια προσπάθεια για κατεδάφιση του μνημονιακού καθεστώτος με ταυτόχρονη ανάταξη πολιτική, κοινωνική, οικονομική της χώρας. Σε συνθήκες που ο ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να διαμορφώσει θετική πρόταση για εναλλακτική κοινωνική προοπτική, ο αντιδεξιός προσανατολισμός αποτελεί τον κεντρικό πολιτικό άξονα για την μετάλλαξή του σε Κεντροαριστερά. Αυτός είναι στην ουσία και ο στόχος της κεντροαριστερής ανασύνθεσης.
Τ.Τ.