Το βράδυ των ευρωεκλογών, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης παραιτήθηκε από την ηγεσία της ΛΑΕ. Στο κείμενο της παραίτησής του, δήλωνε πως για υπάρξει η Αριστερά είναι απαραίτητη η ριζική της επαναθεμελίωσή, κι ότι αν δεν συμβεί αυτό απειλείται, όχι μόνο η ελληνική αλλά και η διεθνής Αριστερά, «επί ποινή αφανισμού». Τόνιζε μάλιστα αυτοκριτικά ότι ο ίδιος το είχε καταλάβει από καιρό αλλά τρόμαζε μπροστά στη δυσκολία και την αβεβαιότητα ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Η αναφορά γίνεται γιατί η «ποινή αφανισμού» επικρέμεται πάνω από όλους τους πολιτικούς οργανισμούς που δεν κατανοούν τη νέα εποχή, τα καινούργια ζητήματα, τις εκκωφαντικές διαψεύσεις. Όσα αναδεικνύει η πρόσφατη ιστορία του τόπου. Και θέλουν να βαδίζουν τάχα αντιπολιτευτικά ή αντισυστημικά. Η «ποινή αφανισμού» δεν απειλεί αποκλειστικά αριστερές δυνάμεις, αλλά ολόκληρο τον αντιμνημονιακό χώρο.
Γι αυτό τώρα που κλείνει, όπως κλείνει, ένας περίπου δεκαετής κύκλος και τον διαδέχεται ένας άλλος με νέα χαρακτηριστικά, είναι απαραίτητο να τονιστούν ορισμένα ζητήματα.
Η κεντρική πολιτική εξέλιξη των ημερών
Ορισμένοι νομίζουν ότι η εναλλαγή που έρχεται ή το σκορ που θα διαμορφωθεί στις 7 Ιουλίου, είναι το κεντρικό στοιχείο των εξελίξεων. Δεν είναι χωρίς σημασία η τροποποίηση του συσχετισμού ανάμεσα στις δύο πλευρές του διπολισμού, αλλά ένα άλλο είναι το κύριο γεγονός: Το ξαναμάντρωμα του κόσμου γύρω από τα δύο κόμματα στο έδαφος της υποχώρησης της λαϊκής αμφισβήτησης και διαθεσιμότητας.
Το γεγονός αυτό αποτελεί μια επιτυχία της συστημικής πολιτικής, αλλά ταυτόχρονα και απόδειξη της ολοσχερούς ανικανότητας των αντιμνημονιακών δυνάμεων να εκφράσουν, να βαθύνουν, τα «θέλω» που βγήκαν στην επιφάνεια. Επιτυχία διαστροφής και κατάπνιξης της θέλησης που εξέφρασε η συντριπτική πλειοψηφία και μάλιστα με εκρηκτικότητα τέτοια που διέρρηξε την κοινωνική βάση των παραδοσιακών κομμάτων, γκρέμισε τον κλασικό δικομματισμό, και έθεσε το πολιτικό σύστημα εξ ολοκλήρου σε βαθιά ανυποληψία.
Η λαϊκή διαθεσιμότητα άντεξε όσο άντεξε όλα αυτά τα χρόνια κυρίως με την μορφή του ΚΑΝΕΝΑ και φυσικά λίγο-λίγο άρχισε να υποχωρεί. Θα ήταν παράλογο να νομίζει κανείς ότι ο παράγοντας αυτός θα έβγαινε μπροστά διαρκώς ξεπερνώντας πάντα τα αδιέξοδα που ορθώνονταν από ισχυρές δυνάμεις (ευρωκρατία, ΗΠΑ, πολιτικό σύστημα). Σε συνθήκες μάλιστα που το επιβιωτικό πρόβλημα έπρεπε να λυθεί με τρόπους που θα έβρισκε ο καθείς μονάχος του. Εννέα χρόνια διαψεύσεων, σοκ, ξεπουλημάτων, φυγής στο εξωτερικό, απογοήτευσης, επιβάλλουν έναν ρεαλισμό που δεν τον σπάει καμιά «ξεκούδουνη» επίκληση για «έξω», «κάτω», «σκίσιμο μνημονίων», «δραχμή», «κατοχή» και άλλα τέτοιας φύσης.
Για να φθάσουμε σε ένα οδυνηρό συμπέρασμα. Μετά από 9 ταραχώδη χρόνια –και όσα έγιναν– απέτυχε παταγωδώς να παρουσιαστεί μια συνεκτική πειστική πρόταση, σκέψη, ή κάποιο αξιόλογο εγχείρημα διεξόδου και αναγέννησης της χώρας. Εμφανίστηκαν πολλοί διάττοντες αστέρες, ακούστηκαν πολλές ρηξικέλευθες προτάσεις –που πάντα αποσυνδέονταν από τον υποκειμενικό παράγοντα ή τις αντικειμενικές συνθήκες. Αφέθηκε δηλαδή πρακτικά χώρος, πρώτα να λειτουργήσει η ανάθεση στον ΣΥΡΙΖΑ για να διαψευστεί τελείως, ενώ χρησιμοποιήθηκε η αντίθεση προς τα Μνημόνια για εκλογικίστικα κόλπα από διάφορους σαλταδόρους. Σχεδόν όλοι κυνήγησαν την «ευκαιρία» που νόμισαν πως ανοίγεται μπροστά τους, με τους εαυτούς τους επικεφαλής. Παράλληλα, η κάλπη και η Βουλή ζάλιζαν πολλούς και στην Αριστερά και στον «πατριωτικό χώρο» που νόμισαν ότι θα «κεφαλαιοποιήσουν» είτε το Όχι στο Δημοψήφισμα, είτε τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό.
Δεν είναι χωρίς σημασία η τροποποίηση του συσχετισμού ανάμεσα στις δύο πλευρές του διπολισμού, αλλά ένα άλλο είναι το κύριο γεγονός: Το ξαναμάντρωμα του κόσμου γύρω από τα δύο κόμματα στο έδαφος της υποχώρησης της λαϊκής αμφισβήτησης και διαθεσιμότητας
Ο «αφανισμός» απειλεί πολλές δυνάμεις της Αριστεράς που δεν μπορούν να αντιληφθούν πως το κοινωνικό είναι στενά συνδεδεμένο με το εθνικό. Ούτε βέβαια ότι το δεύτερο μπορεί να αποκτά και μια προτεραιότητα όταν ξεδιπλώνονται εθνικές απειλές. Για αυτά φυσικά δεν φταίει η κοινωνία, την οποία ορισμένοι βιάζονται να καταγγείλουν σαν εθνικιστική ή συντηρητική.
O αφανισμός δεν απειλεί μόνο την Αριστερά, αλλά στην περίπτωσή μας και τη χώρα ως αυτεξούσια οντότητα. Αυτό σημαίνει ότι η Αριστερά θα έπρεπε να φύγει από τη θέση του διαμαρτυρόμενου απέναντι στην πολιτική, την ευθύνη της οποίας έχουν άλλοι. Να αναλάβει η ίδια την ευθύνη για τη σωτηρία της χώρας. Δηλαδή, να αφήσει την ευκολία και να κάνει πολιτική, να ενηλικιωθεί. Αυτό δεν είναι διόλου βέβαιο ότι μπορεί να το κάνει.
Ορισμένοι νομίζουν ότι από την κριτική αυτή ξεχωρίζει το ΚΚΕ. «Τουλάχιστον αυτό δεν θα μας κοροϊδέψει». Νομίζουν ότι ο οργανισμός αυτός είναι εκτός του συστημικού παιχνιδιού. Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Μέσα σε 9 χρόνια κινητοποιήσεων, αναβρασμού, αναζητήσεων και προσπαθειών, το κόμμα αυτό δεν έκανε καμία πρόταση που να απευθύνεται σε κάποιον πέρα από τα μέλη και τη στενή επιρροή του. Δεν επεδίωξε να συνδεθεί με τον λαϊκό ριζοσπαστισμό, ενώ πολλές φορές έσπευσε να απομακρυνθεί από αυτόν ή και να τον συκοφαντήσει. Σήμερα όλοι εν χωρώ, μαζί και το ΚΚΕ, χαρίζουν την «πάνω πλατεία» στο Σύνταγμα στη Χρυσή Αυγή. Ωραία προσφορά στο κίνημα (ή στο σύστημα). Μερικοί ξεχνούν ή παθαίνουν αυτή την περίεργη αναταραχή μπροστά στην κάλπη. Μοιάζει λίγο με τον «σεληνιασμό», με τον οποίον εξηγούνταν παλιότερα παθογένειες ή ψυχικές διαταραχές. Πολλοί κάτι παθαίνουν μπροστά στην κάλπη και αυτό ίσως δεν ερμηνεύεται πάντα με πολιτικά κριτήρια, αν και το ζήτημα παραμένει κατ’ ουσίαν πολιτικό…
Διπολισμός και ξαναμάντρωμα
Με όλα όσα αναφέραμε, δεν είναι παράξενο που ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος ενσωματώνεται ξανά στα κεντρικά διλλήματα που θέτουν τα δύο μεγάλα κόμματα. Ποιος είναι ο χώρος που απομένει; Μια επιλογή ανάμεσα σε παραλία, άκυρο/λευκό, Βαρουφάκη και κάποιο μικρό ψηφοδέλτιο διαμαρτυρίας και στενής «κομματικής» συσπείρωσης; Πίσω από αυτά, ξεπροβάλλει και πάλι η πρωτοφανής αδυναμία μετατροπής μιας διάθεσης που υπήρξε σε πολιτική πρόταση.
Κλείνει ένας μεγάλος κύκλος αποσταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού και ανοίγει ένας καινούργιος ο οποίος, από αυτή την πλευρά, θα ομοιάζει με την κατάσταση προ του 2010 την οποία οι συστημικές δυνάμεις θα αποκαλούσαν «κανονικότητα». Τα νέα τραντάγματα στο πολιτικό σκηνικό θα προκληθούν κυρίως από τα εθνικά και γεωπολιτικά ζητήματα και λιγότερο από μια ευθεία αμφισβήτηση και εχθρότητα του λαϊκού παράγοντα άμεσα προς το πολιτικό σύστημα. Όσοι παραμείνουν στο έδαφος του παλιότερου κύκλου, και μάλιστα χωρίς να βγάλουν καθόλου συμπεράσματα, θα βρεθούν σε δεινή θέση.
Προ του 2010 λοιπόν;
Όχι. Γιατί τα 9 χρόνια είναι πραγματικός χρόνος και έγιναν πολλά που έχουν κατακαθίσει στην ψυχολογία και τις αντιδράσεις του λαού. Δεν ξεριζώνονται, υπάρχουν αλλά με διαφορετικό τρόπο, και έχουν μετουσιωθεί μέσα από διάφορα φίλτρα. Τα «θέλω» του κόσμου δεν έχουν ξεριζωθεί, ούτε έχουν υποστεί ριζική αντιστροφή. Δεν έχει συντελεσθεί μια «συντηρητικοποίηση» με την οποία ο κόσμος απαρνιέται ριζικά τα «θέλω» που εξέφρασε πριν λίγο καιρό. Δεν τα έχει ξεχάσει. Κυρίως, δεν έχει ξεχαστεί ότι η χώρα χρειάζεται μια μεγάλη αλλαγή.
Υπάρχει όμως μια διαφορά στον νέο κύκλο, και ειδικά υπό τους όρους που ανοίγει. Οποιαδήποτε μετατόπιση στο πολιτικό σκηνικό προς μια άλλη κατεύθυνση, δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με προτάσεις διεξόδου, συνολικής διεξόδου. Οι άσφαιρες κριτικές και καταγγελίες, δεν πρόκειται να συγκινήσουν κανένα. Μια στείρα αντιπολίτευση, η επανάληψη αδιέξοδων πρακτικών και νοοτροπιών, και ιδίως το «βρίσιμο» του κόσμου (συνήθης πρακτική πολλών αριστερών σχηματισμών να φορτώνουν τις ευθύνες τους στον κόσμο) δεν οδηγούν σήμερα πουθενά.
Από τον Καθένα σήμερα ζητιέται μια στάση ευθύνης ώστε ο «Κανένας» να μορφοποιηθεί, να αποκτήσει υπόσταση, φωνή και έκφραση, αυθεντική και ακηδεμόνευτη. Το ατομικό και το συλλογικό, το Εγώ και το Εμείς σε μια σχέση ποιότητας με τον χώρο, τον λαό, τον τόπο, την ιστορία, τον πολιτισμό και το μέλλον.
Αν ο «παλιός κόσμος» έχει αποτύχει, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αισθάνεται κανείς επιτυχημένος. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για κάτι διαφορετικό και ελπιδοφόρο; Σίγουρα όχι το «βάλε με στη Βουλή να σε σώσω». Για όσους δεν τα παρατάνε, και αυτό δεν αποδεικνύεται με βαρύγδουπες δηλώσεις και συνθήματα, θέλει πολλή δουλειά. Η συναίσθηση αυτή μπορεί να παραλύει ή να παγώνει, αλλά είναι ο μόνος δρόμος.