Η απόδοση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ομόλογα του δημοσίου από τον οίκο αξιολόγησης Standard and Poor’s (S&P) αποτέλεσε ευκαιρία κυβερνητικών πανηγυρισμών. Είναι όμως έτσι;

Η Ελλάδα χρειάζεται να της αποδοθεί η επενδυτική βαθμίδα, έστω και η κατώτερη όπως γίνεται τώρα, από τους τρεις μεταξύ των τεσσάρων οίκων αξιολόγησης, ώστε τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου να είναι επενδυτικά επιλέξιμα και συνεπώς να επιτυγχάνονται χαμηλότερα επιτόκια και κατ’ επέκταση μειωμένο κόστος δανεισμού. Την επενδυτική βαθμίδα την έχουν δώσει ο οίκος DBRSO τον Σεπτέμβριο και ο S&P τώρα. Προηγούμενα ο οίκος Moody’s αναβάθμισε μεν την ελληνική οικονομία αλλά δεν έδωσε την επενδυτική βαθμίδα. Τώρα όλα θα κριθούν για την «κατάκτηση» της επενδυτικής βαθμίδας, του «εθνικού στόχου» όπως τον χαρακτήρισε πρωθυπουργός στην αξιολόγηση του οίκου Fitch τον Δεκέμβριο. Συνεπώς τυπικά ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία για την επενδυτική βαθμίδα ώστε να το πανηγυρίζουμε. Μια ανάγνωση των βασικών σημείων της έκθεσης του οίκου S&P για την ελληνική οικονομία δημιουργεί πολλά ερωτηματικά για τον τρόπο προσέγγισης των θεμάτων.

1 Βασικό στοιχείο της θετικής προσέγγισης του S&P είναι η υπεραπόδοση των δημοσίων εσόδων που έχει δημιουργήσει δημοσιονομικό χώρο και οδήγησε σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Όμως αυτή η υπεραπόδοση δεν είναι αποτέλεσμα του «θαύματος» της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας αλλά συνέπεια του πληθωρισμού που έχει εκτινάξει τους έμμεσους φόρους και παράλληλα ροκανίζει τις όποιες αυξήσεις, κάτω του πληθωρισμού, που δίνονται στους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους αφού δεν υπάρχει τιμαριθμική αναπροσαρμογή των φορολογικών συντελεστών. Δηλαδή αυτό το «θαύμα» της υπεραπόδοσης των εσόδων του δημοσίου το έκανε ο λαός πληρώνοντας πολύ περισσότερα χρήματα στο δημόσιο σε σχέση με το παρελθόν. Έτσι ο λαός για μία ακόμα φορά γίνεται φτωχότερος για να χρηματοδοτήσει τους κυβερνητικούς στόχους και τους δανειστές / δυνάστες της χώρας.

2 Η επενδυτική βαθμίδα σήμερα δεν σημαίνει ότι είναι εξασφαλισμένη και για τη συνέχεια, στις επόμενες αξιολογήσεις. Για να διατηρηθεί ή και να να βελτιωθεί, όπως αναφέρει η έκθεση, θα πρέπει να μειωθεί η σχέση δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Η μείωση αυτή σε μεγάλο βαθμό επιτεύχθηκε τα δύο τελευταία χρόνια λόγω του πληθωρισμού. Πληθωριστική αύξηση ΑΕΠ που είναι ο παρονομαστής έναντι στασιμότητας ή σχετικά μικρής αύξησης του ονομαστικού χρέους που είναι ο αριθμητής του κλάσματος. Δηλαδή πληρώθηκε, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, από το λαό με την ονομαστική και πραγματική μείωση των εισοδημάτων του. Φυσικά απαιτείται παράλληλα και αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κάτι όμως που προς το παρόν και για τα επόμενα 2-3 χρόνια εξασφαλίζεται από τα ευρωπαϊκά κονδύλια, ανεξάρτητα σε ποιους πηγαίνουν και πως αξιοποιούνται. Πάντως οι τελευταίες εκτιμήσεις του ΔΝΤ (Οκτώβριος 2023) πτώση στο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας και στη συνέχεια σχετική στασιμότητα. Από 2,5% το 2023 σε 2% το 2024, 1,4 το 2025 και 2026 και μετά 1,2%-1,1%. Για να έχουμε μια εικόνα τι μας περιμένει για τη συνέχεια ο οίκος S&P δήλωσε ότι αναμένει «πρόσθετες διαρθρωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα μεγάλα κονδύλια της Ε.Ε.». Δηλαδή κατά τη γνωστή διαχρονική τακτική των κυβερνήσεων μεταρρυθμίσεις που οδηγούν σε χαμηλότερα εισοδήματα, λιγότερα δικαιώματα και αύξηση κερδοφορίας του επιχειρηματικού τομέα.

3 Στην έκθεση γίνεται λόγος για τη βελτίωση του οικονομικού μοντέλου της χώρας που οδηγεί σε καλύτερες προοπτικές για το μέλλον. Αυτά είναι οι γνωστές «σάλτσες» για να γίνεται πιο «ευκολοφάγωτο» το αφήγημα των διαχρονικά δυσμενών εξελίξεων για το λαό. Δεκατέσσερα χρόνια μετά την έναρξη των μνημονίων και τις τεράστιες θυσίες του λαού (ουσιαστικά κλοπή εισοδημάτων του από τις μνημονιακές κυβερνήσεις) το οικονομικό μοντέλο της Ελλάδας παραμένει το ίδιο αλλά σε χειρότερη πλέον έκδοση για τη θέση του λαού. (Περισσότερα δείτε στο άρθρο του Κώστα Μελά: «Το αμετάβλητο παραγωγικό υπόδειγμα και οι αποτυχίες των μνημονίων», Δρόμος, φύλλο 654, 7/10/2023).

4 Εάν ήταν τόσο σημαντική η συγκεκριμένη αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, καθώς αυτή αφορά κύρια το χρηματοπιστωτικό τομέα, θα έπρεπε να έχει γίνει «σεισμός» στο χρηματιστήριο κάτι το οποίο φυσικά δεν συνέβη. Η συνολική άνοδος αυτές τις ημέρες (από την ανακοίνωση στις 20/10/2023 μέχρι και την 24/10/2023) είναι μόλις 1,8% με την πρώτη ημέρα μετά την ανακοίνωση να είναι ημέρα πτώσης και την επομένη η άνοδος οφείλεται κύρια στο κερδοσκοπικό παιγνίδι ανόδου της τιμής της Alpha Bank λόγω της πρότασης της UniCredit. Σε όλες τις ημέρες ο συνολικός όγκος συναλλαγών παραμένει σταθερός. Συνεπώς η αναβάθμιση πέρασε χωρίς αξιολόγηση από τον κατ΄ εξοχήν χώρο που αξιολογεί θετικά τέτοια γεγονότα, το χρηματιστήριο.

5 Η αναβάθμιση, στο βαθμό που θα ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο με τον οίκο Fitch τι αφορά πραγματικά; Για να δούμε και τη σημασία της στην ελληνική οικονομία. Δεν αφορά το σύνολο του δημοσίου χρέους καθώς το μεγαλύτερο τμήμα του είναι στην κατοχή των δανειστών από την Ε.Ε. (EFSF και ESM) με κλειδωμένα χαμηλά επιτόκια της τάξης του 1%. Από το σύνολο του δημοσίου χρέους των 405 δισ. ευρώ σε ομόλογα, τα 263 δισ. θα αρχίσουν να αποπληρώνονται από το 2032 σε ESFS και ESM, 57 δισ. θα έχουν αποπληρωθεί σε αυτά μέχρι το 2031, 40 δισ. κατέχει η ΕΚΤ, που δεν είναι διαπραγματεύσιμα στις αγορές συνεπώς μένουν και επηρεάζονται άμεσα καθώς διαπραγματεύονται στις αγορές και συμβάλλουν στη διαμόρφωση των επιτοκίων της χώρας μόνο 45 δισ. ευρώ. Συμπερασματικά η όλη δομή του δημοσίου χρέους δεν οδηγεί, λόγω των μακροχρόνιων, χαμηλών, σταθερών επιτοκίων από την Ε.Ε. σε μεγάλη εξοικονόμηση τόκων στο βαθμό που θα βελτιωθούν στην πορεία τα επιτόκια δανεισμού της χώρας λόγω της αναβάθμισης. Μέχρις στιγμής όμως τις πρώτες ημέρες μετά την αναβάθμιση η βελτίωση είναι οριακή. Το επιτόκιο για τα ελληνικά ομόλογα έπεσε από 4,3324% στις 20/10/2023 σε 4,1980% στις 24/10/2023. Η Ελλάδα παραμένει στη δεύτερη χειρότερη θέση στην Ευρωζώνη μετά την Ιταλία, πολύ μακριά από όλες τις υπόλοιπες χώρες.

6 Η εικόνα που παρουσιάζουν οι οίκοι αξιολόγησης για μια οικονομία είναι «μαγική». Τη μια στιγμή μπορεί να την εξυμνούν και την άλλη να την αξιολογούν για τα «τάρταρα». Να θυμηθούμε ότι οι οίκοι αξιολόγησης, που τόσο καλά και σε βάθος μελετούν τα στοιχεία και έχουν ουσιαστικά πρόσβαση παντού, τοποθετούσαν την Ελλάδα ακόμα και μέσα στο 2009 στις υψηλότερες βαθμίδες αξιολόγησης του χρέους της για να την οδηγήσουν μετά στην πλήρη απαξίωση (junk bonds). Φυσικά οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και το μεγάλο έλλειμμα του 2009 δεν ήταν ένα στιγμιαίο γεγονός, όμως οι οίκοι αξιολόγησης για τους δικούς τους λόγους «δεν είχαν πάρει χαμπάρι» τι συνέβαινε επί χρόνια και όπως αποδείχτηκε αυτό δεν αφορούσε μόνο το δημόσιο δανεισμό αλλά και την αξιολόγηση των τραπεζών, που λίγο μετά το δημόσιο χρεοκόπησαν και αυτές. Συνεπώς οι οίκοι αξιολόγησης κάθε άλλο παρά κάνουν τη δουλειά τους σωστά. Προφανώς, στις εκθέσεις και τις ανακοινώσεις τους επικρατούν πολλών ειδών σκοπιμότητες και συμφέροντα. Σίγουρα πάντως αποτελούν το «μακρύ χέρι» του κεφαλαίου στο να πιέζουν τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν μέτρα που το ευνοούν, όπως ήδη αναφέραμε έστω και πολύ συνοπτικά στην παρούσα φάση και όπως έκαναν μαζί με τους δανειστές της Ε.Ε. σε όλη την περίοδο των μνημονίων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!